Μια θαυμαστή ιστορία αλτρουισμού, ανθρωπιάς και ελπίδας (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
373

 

της Ελένης Γεωργοστάθη

Η R.J. Palacio στα βιβλία της Θαύμα και Ο Όγκι κι εγώ έχει ασχοληθεί διεξοδικά με τη σχέση μεταξύ θύτη και θύματος, εκφοβιστή και εκφοβιζόμενου, προσεγγίζοντας από πολλαπλές οπτικές το ζήτημα και σκάβοντας βαθιά σε αναζήτηση των καταστάσεων και των συμπεριφορών που εκτρέφουν και συντηρούν φαινόμενα εκφοβισμού και κοινωνικού ρατσισμού.

Στο πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο της, και πρώτο της graphic novel, σε συνεργασία με τον Kevin Czap, το Λευκό πουλί, η συγγραφέας κάνει μια βουτιά στο παρελθόν ανατρέχοντας στην ιστορία της γιαγιάς ενός από τους χαρακτήρες εκείνων των μυθιστορημάτων, του Τζούλιαν, του αγοριού δηλαδή που βασανίζει τον κεντρικό χαρακτήρα του Θαύματος, Όγκι. Στο νέο του πια σχολείο, ο Τζούλιαν επικοινωνεί μέσω facetime με τη Γαλλοεβραία γιαγιά του προκειμένου να μάθει λεπτομέρειες μιας μακρινής ιστορίας, που αφορά τη διάσωσή της από τους ναζί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Κι εκείνη αρχίζει να του αφηγείται την ιστορία της Σάρα, του έφηβου εαυτού της, μιας καλομαθημένης κόρης ευκατάστατης και μορφωμένης οικογένειας που φοιτά σε ένα προοδευτικό σχολείο και δεν έχει μεγάλη σχέση με τις εβραϊκές παραδόσεις. Τσιμπημένη με τον ωραίο του σχολείου, τον Βενσάν, η Σάρα αποφεύγει κάθε επαφή με τον διπλανό της, τον Ζουλιέν, ένα αγόρι χτυπημένο από την πολιομυελίτιδα, για το οποίο στο σχολείο κυκλοφορεί η ανεξακρίβωτη φήμη ότι μυρίζει άσχημα και που όλοι προτιμούν να αποκαλούν με το υποτιμητικό παρατσούκλι Τουρτό. Κι όμως, όταν οι ναζί εισβάλλουν στο σχολείο για να πάρουν όλα τα παιδιά εβραϊκής καταγωγής που φοιτούν σε αυτό, θα είναι ο Τουρτό που μέσα από τους υπονόμους θα διασώσει τη Σάρα, οδηγώντας τη σε έναν αχυρώνα κοντά στο σπίτι του. Εκεί το κορίτσι θα περάσει χρόνια, κρυμμένο πίσω από δεμάτια από άχυρα, δεχόμενο τη φροντίδα και τη συμπαράσταση των γονιών του αγοριού και με μοναδικό της σύνδεσμο με την έξω πραγματικότητα, με το σχολείο, με τη ζωή τον Ζουλιέν. Η παντελής άγνοιά της για την τύχη των γονιών της κι ο φόβος ότι οι ναζί μπορεί να την ανακαλύψουν ανά πάσα στιγμή βρίσκουν παρηγοριά στην αγάπη της για τη ζωγραφική και στην τρυφερή φροντίδα του αγοριού, που εξελίσσεται καθώς τα χρόνια περνούν σε αμοιβαίο έρωτα.

Η ιστορία της γιαγιάς Σάρα δεν είναι άγνωστη σε όσους έχουν διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία της Palacio. Στο πρώτο μέρος του Ο Όγκι κι εγώ η γιαγιά, αφηγούμενη την ιστορία αυτή στον εγγονό της, τον Τζούλιαν, τον βοηθά να αντιληφθεί επιτέλους πόσο απαίσια υπήρξε η συμπεριφορά του απέναντι στον Όγκι και τον πείθει να ζητήσει από το θύμα του συγγνώμη. Το αγόρι με έκπληξη συνειδητοποιεί ότι το ίδιο το όνομά του το οφείλει στον Ζουλιέν, έναν έφηβο που, όπως κι ο Όγκι, γινόταν αποδέκτης της χλεύης, της περιφρόνησης, ακόμα και της βίας των δικών του συμμαθητών. Η ιστορία της γιαγιάς του με τον τρόπο της γίνεται ο μίτος που συνδέει αδιάρρηκτα το χτεσινό θύμα με τον σημερινό θύτη.

Στο Λευκό πουλί βέβαια η Palacio χαρίζει στους αναγνώστες της μια πιο λεπτομερή και σύνθετη ιστορία. Χωρισμένο σε τρία μέρη, μαζί με έναν πρόλογο κι έναν επίλογο, το χορταστικό αυτό graphic novel χτίζεται μέσα από πολλά μικρά επεισόδια, σύντομες αναδρομές στο παρελθόν, ονειρικές αποδράσεις και ανατροπές στην πλοκή που κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, φωτίζοντας παράλληλα με ευκρίνεια χαρακτήρες, γεγονότα και την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής. Οι στίχοι από τις ελεγείες της ακτιβίστριας Muriel Rukeyser που χρησιμοποιούνται ως μότο στην αρχή και στα τρία μέρη του βιβλίου μοιάζουν με προανάκρουσμα των όσων μέλλει να ακολουθήσουν, ενώ οι φράσεις του George Santayana και της Άννας Φρανκ στον πρόλογο και στον επίλογο αντίστοιχα υπογραμμίζουν εμφατικά την πρόθεση της ίδιας της συγγραφέα το παρελθόν να λειτουργήσει ως οδοδείκτης για ένα παρόν στο οποίο δε θα επαναληφθούν τα ίδια εγκλήματα.

Εμπνεόμενη από τις διηγήσεις της Εβραίας πεθεράς της κι αισθανόμενη επιτακτική την ανάγκη να μιλήσει στα παιδιά για το Ολοκαύτωμα, όπως τονίζει στα πολύ ενδιαφέροντα πληροφοριακά κείμενα στο τέλος του βιβλίου, η Palacio, στις παραπάνω από διακόσιες σελίδες του graphic novel της, δε στέκεται μόνο στις αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο, στη φρίκη του Ολοκαυτώματος –παρά το ότι η ίδια η Σάρα είναι από τους τυχερούς που δε θα καταλήξουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης–, στην ωμή βία των ναζί και των συνεργατών τους. Εστιάζει παράλληλα στη δύσκολη διαδρομή που διανύει η κεντρική ηρωίδα από την ανέμελη, ίσως κι αφελή στάση του καλοζωισμένου, προνομιούχου κοριτσιού σε μια ζωή φυγά, κλεισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός αχυρώνα, όπου έχει τον χρόνο να θυμηθεί, να νοσταλγήσει, να πονέσει, αλλά και να συνειδητοποιήσει τα λάθη της που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα στο παρελθόν τον σωτήρα της. Η συγγραφέας δε διαχειρίζεται τους χαρακτήρες της με σχηματική απλοϊκότητα και αφέλεια, κι αυτό γίνεται ξεκάθαρο από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από τον Ζουλιέν η συγγνώμη του κοριτσιού. Το αγόρι μπορεί να συμπεριφέρεται με συγκινητικό αλτρουισμό, αλλά δεν ξεχνά τη χλεύη και την περιφρόνηση με την οποία η Σάρα τον αντιμετώπισε στο παρελθόν. Η δική του εσωτερική διαδρομή θα είναι εξίσου κοπιώδης με εκείνη του κοριτσιού, η σχέση τους θα χτιστεί με μικρά βήματα, θα γνωρίσει διακυμάνσεις, θα αντιμετωπίσει κινδύνους και θα μεταλλαχθεί από μια φιλία βασισμένη στην ευγνωμοσύνη και στην ανάγκη σε ένα συναίσθημα βαθύτερο και, κυρίως, αμοιβαίο. Παρότι το τέλος αυτής της σχέσης δε θα είναι ζαχαρωμένο και ευτυχές, αφού τα χρόνια του εγκλεισμού, χρόνια μετάβασης από την εφηβική αθωότητα στη σκληρή ενηλικίωση, κρύβουν χαρές , συγκινήσεις, λαχτάρα για ζωή, αλλά και παγίδες, διαψεύσεις, ανατροπές, αίμα και θάνατο.

Το Λευκό πουλί, όπως προαναφέρθηκε, είναι το πρώτο graphic novel της συγγραφέα. Αναπόφευκτα, το κείμενο περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, αφήνοντας την εικόνα να αποδώσει το σκηνικό, να σπρώξει τη δράση, να χτίσει χαρακτήρες και να εκφράσει συναισθήματα. Ζουμάροντας συχνά στα πρόσωπα, η Palacio πετυχαίνει να αποδώσει συναισθηματικές εντάσεις και μεταπτώσεις, ενώ, σε αντίθεση με τους σκοτεινούς εσωτερικούς χώρους στους οποίους κινείται η έγκλειστη Σάρα, οι ευτυχισμένες στιγμές της ηρωίδας τόσο με τον πατέρα της όσο και με τον Ζουλιέν στο δάσος με τις ανθισμένες καμπανούλες αποτυπώνονται με χαρακτηριστική λάμψη και χρωματική ένταση.

Όσο για το λευκό πουλί του τίτλου, που διατρέχει με την παρουσία του ολόκληρο το βιβλίο, αυτό γίνεται το υπερβατικό όχημα χάρη στο οποίο η ηρωίδα κατορθώνει, ξεπερνώντας τα όρια της πραγματικότητας, να ταξιδέψει νοερά κοντά στους αγαπημένους της, να ψηλαφίσει αναμνήσεις και χαμένα όνειρα, να συναντηθεί με δύσκολες αλήθειες. Κι είναι παράλληλα ένα σύμβολο αλτρουισμού, ανθρωπιάς κι ελπίδας, που θα επιτρέψει στην Palacio, χωρίς πολλά λόγια και αναλύσεις, να συνδέσει την ανάγκη για διατήρηση της ιστορικής μνήμης, τόσο επιτακτική στις μέρες μας, με την οδυνηρή σύγχρονη πραγματικότητα της προσφυγιάς και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τονίζοντας στον νεαρό αναγνώστη ότι τα ίδια λάθη δεν πρέπει να επαναληφθούν ποτέ ξανά.

 

R. J. Palacio, Λευκό πουλί, μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο, Εκδόσεις Παπαδόπουλος, Αθήνα 2021

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθρο«Σαλόμ», όπως λέμε ειρήνη… «Ζάζα», όπως λέμε ζωή… (του Νίκου Μαθιουδάκη)
Επόμενο άρθροΗ Μέση Ανατολή μετά το χάος (του Νίκου Χριστοφή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ