Του Τάσου Γουδέλη.
«Η ευχαρίστηση που αντλεί κανείς από την ανάγνωση ενός βιβλίου, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο αδιάψευστο κριτήριο της αξίας του, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι το λιγότερο διαψεύσιμο». Γ.Χ. Όντεν
Δεν μπορεί κανείς να μη συμφωνήσει με τον αφορισμό του μότο, ειδικά σε περιπτώσεις όπως αυτές των τελευταίων βιβλία του Χάρη Βλαβιανού. Εννοώ το Σχεδόν διάσημος και το ανά χείρας Γιατί γράφω ποίηση. Διευκρίνιση: το προγενέστερο Αίμα νερό του ιδίου θα μπορούσε, κατά μίαν έννοια, να συσχετισθεί με τα προαναφερόμενα εγχειρήματα αλλά κάποιες μορφικές του ιδιαιτερότητες θα χρειάζονταν ειδικές προσεγγίσεις οι οποίες θα ξέφευγαν σε πολλά σημεία τους από τη λογική του παρόντος σημειώματος.
Ήδη με τις πρώτες αυτές γραμμές καταδήλωσα την σχέση μου με την παρούσα ευσύνοπτη χειρονομία ενός συγγραφέα, που, παλαιότερα ας μην ξεχνάμε, εκτός των άλλων, με χιουμοριστικά ευάγωγο τρόπο έχει προτείνει μικρούς «φιλολογικούς» αφορισμούς (βλ. π.χ. Britannica).
Διαβάζοντας τους 61 μικρούς αφορισμούς του Γιατί γράφω ποίηση στάθμισα με βάση την «ευχαρίστησή» μου την (όποια) ποιότητά τους.
Να προσθέσω εδώ ότι κρίνοντας θετικά το αισθητικό αποτέλεσμά των ποιητικών «αποφθεγμάτων» του Χ.Β. συμπληρώνω με την «βοήθεια» του Όντεν ένα επί πλέον απόφθεγμαστους συγκεκριμένους, τοποθετώντας ένα ακόμα κομμάτι στο μεγάλο παζλ του βιβλίου, κάτι που νομίζω ότι επιδιώκει ο συγγραφέας του.
Επειδή ακριβώς ο τελευταίος με παιγνιώδη διάθεση ανοίγει τον ανάλαφρα ουσιαστικό διάλογό του με τον αναγνώστη πάνω στο πάντα ανοιχτό (ευτυχώς) ζήτημα που θέτει η ερωταπόκριση του τίτλου. Επ’ αυτών θα επανέλθω στην κατακλείδα του σημειώματός μου.
Το παιχνίδι του Χ.Β. ξεκινά από τον τίτλο: είναι αυτονόητο ότι η φράση «γιατί γράφω ποίηση» έχει διττό χαρακτήρα, εμπεριέχοντας ερώτηση και απάντηση μαζί. Φυσικά θα μπορούσαμε να θέσουμε το λανθάνον ερωτηματικό στο τέλος της φράσης αλλά και όχι, άσχετα με το ότι όλες οι απαντήσεις των κειμένων του βιβλίου εισάγονται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο «επειδή», ο οποίος διευκρινίζει τους λόγους της ενέργειας του Βλαβιανού σε αυτή την άπειρη σειρά επεξηγήσεων του ποιητικού φαινομένου όπως το αντιλαμβάνεται αυτός.
Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ποιητική διαδρομή του Χ.Β. και ειδικά την τελευταία της περίοδο, ας πούμε από την Επιφάνεια των πραγμάτων (2006) και εντεύθεν, μάλλον θα συμφωνούσαν ότι σ’ αυτή διασταυρώνονται, τις περισσότερες φορές εύστοχα, η διανοητικότητα φιλτραρισμένη μέσα από μια αίσθηση της «επιφάνειας των πραγμάτων», όπως πολύ εύγλωττα προδίδει ο τίτλος της προαναφερθείσης συλλογής.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, μια φαινομενολογία η όποια δεν ορρωδεί ούτε μπροστά στο εκ πρώτης όψεως εγκεφαλικό σχήμα ούτε στον γειωμένο λόγο. Όμως αυτά τα δύο στοιχεία ενώνονται με μια χημεία προσωπική: πολλές φορές με αίσθημα αλλά και με μια χρήση της εσωστρέφειας που αυτοπαρωδείται ευφρόσυνα.
Η διαχείριση αυτή κατακτήθηκε από τον Βλαβιανό μέσα από μια πορεία που σε κάθε βηματισμό της απέβαλε οποιοδήποτε επιβαρυμένο στοιχείο παραδοσιακού φορτίου.
Την πρόοδο αυτή την ενίσχυσε πρωτίστως η ειρωνεία και η βαθειά συμμετοχή του, η οποία βοήθησε να εκμηδενισθούν οι αποστάσεις του Εγώ από το ποιητικό αντικείμενο.
Και αυτές οι τελευταίες «βινιέτες», ας τις πούμε και ιδιότυπες μινιατούρες, με την πυκνότητα που απαιτούν (ας δίνουν την εντύπωση στον απρόσεκτο παραλήπτη τους ότι σκιτσάρονται με ευκολία), δεν είναι απλά γυμνάσματα, ασκήσεις αναπνοής, αλλά μια κεφαλαιοποίηση των προηγουμένων εύστοχων σκοπεύσεων του Βλαβιανού.
Μέσα στα διάφορα επίπεδα της ευχάριστης σημειολογικής πρόκλησης του βιβλίου υπάρχει βέβαια και αυτό που σε παρακινεί να σκεφθείς την ειδολογική του κατάταξη, στον χώρο πάντα της ποιητικής γραφής.
Ήδη έχω χρησιμοποιήσει δύο ή τρεις όρους αναφερόμενος στο βιβλίο, κι αυτό γιατί μέσα στον ψυχαγωγικό…δόλο του Βλαβιανού ενυπάρχει και η πρόθεση να υπερβούμε φιλολογικού τύπου εγκιβωτισμούς και να αφεθούμε ελεύθερα στην υποδοχή του.
Τι σημασία έχει, λοιπόν, εάν ονομάζαμε αυτά τα μικρά ποιητικά παίγνια, που διαθέτουν έναν πεζολογικό χαρακτήρα, αφορισμούς, επιγράμματα, αποφθέγματα, βινιέτες, χάι κού ή ότιδήποτε άλλο; Αυτό που βαραίνει στην ανάγνωση του συγκεκριμένου πονήματος αφορά την ακαριαία δραστικότητά του, αφού σκοπός κάθε μικρής φόρμας είναι η ποιητική έκπληξη, η υπόδειξη του παράδοξου, το ξαφνικό «στραβοπάτημα»- όπως θάλεγε και ο Μάριος Μαρκίδης- σε έναν φαινομενικά ίσιο δρόμο.
Σε ορισμένες από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του Βλαβιανού τελευταία συναντάμε και το στοιχείο που ήδη ονόμασα ως «συμμετοχή» του ποιητικού Εγώ στα δρώμενα. Εν προκειμένω η παράμετρος της αυτοβιογραφίας, του βιωματικού, που είχε ήδη εισέλθει σε προηγούμενα βιβλία του Βλαβιανού σε ωραίες θερμοκρασίες, κάνει και εδώ την εμφάνισή της, δίπλα σε μεγάλη ποικιλία θεματικού και εικονιστικού ρεπερτορίου.
Τα συγγενικά πρόσωπα του συγγραφέα συγκατοικούν με επώνυμες μορφές της γραφής και της τέχνης, αποκτώντας την επιθυμητή υπόσταση ούτως ώστε να συντεθεί το σταυρόλεξο της «ποιητικής έμπνευσης».
Νομίζω ότι ο Χ.Β. κατάφερε να αποφύγει έναν επικίνδυνο σκόπελο- απειλή για εκείνον τον πεπαιδευμένο συγγραφέα (και γνωρίζουμε πολλούς σαν κι αυτόν) που νομίζει ότι μπορεί να χειρισθεί την εγκυκλοπαιδική γνώση λογοτεχνικά ενώ καταλήγει σε μια ανεκδοτολογική της χρήση.
Αντίθετα στο Γιατί γράφω ποίηση η γραμματολογία- ακόμα και η «μικροπολιτική» της ή μάλλον κυρίως αυτή- έχει το δικό της αναψυκτικό και ιδιαίτερο πρόσημο, διεκδικώντας χωρίς συνοφρυώσεις και στόμφο το δικαίωμά να συνθέσει, μια ιδιωματική ποιητική. ένα corpus αρχών γραφής.
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο νομίζω ότι πάντα αφήνει, εκτός των άλλων, δύο βασικές γεύσεις στον αναγνώστη: η πρώτη αφορά την (μάταιη) φιλοδοξία του τελευταίου να ξαναγράψει για λογαριασμό του συγγραφέα καλύτερα το κείμενο, γιατί νομίζει ότι απλώς συστηματοποιήθηκαν μέσα του ιδέες που τις είχε ήδη σκεφθεί και η δεύτερη να συμπληρώσει το κείμενο γιατί θεωρεί ότι ο συγγραφέας το έχει αφήσει ημιτελές.
Το βιβλίο του Χ.Β. με έξυπνο τρόπο παγιδεύει τον αναγνώστη, κινητοποιώντας τον προς αυτές τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια μοιάζει να του λέει ότι οι αφορμές που τον ωθούν να γράψει ποίηση είναι πολύ «απλοί»- όπως κάθε προσωπική μυθολογία, είτε αφορά εμπειρίες ζωής ή μελέτης- και μη πεπερασμένοι, όπως κάθε κίνηση επαφής με τον άλλον, της οποίας τα (ποιητικά και συναισθηματικά) όρια είναι αχανή.
Εξάλλου ο ίδιος ο συγγραφέας ο οποίος τονίζοντας στον ακροτελεύτιο αφορισμό ότι- η ζωή του «είναι ένα ημιτελές ποίημα, γεμάτο κενά» που μάταια προσπαθεί να το ολοκληρώσει, νομίζω ότι συνοψίζει με εύστοχη λιτότητα όσα προσπαθώ να επισημάνω με την προηγούμενη παρατήρησή μου.
Γενικά τώρα μιλώντας: στο Γιατί γράφω ποίηση ο Χ. Β. δεν έχει κανένα σύμπλεγμα όσον αφορά την υιοθέτηση ενός μινιμαλιστικού και βραχέως λόγου, γιατί δεν σκοπεύει να εντυπωσιάσει. Το βιβλίο αυτό μπορεί να μοιάζει ότι δεν διαθέτει πολυμέρεια και ότι γίνεται προσιτό χωρίς δυσκολίες στην αναγνωστική διεκπεραίωσή του, αλλά στην ουσία προσπαθεί να γίνει σημείο αναφοράς, όπως κάθε συγκέντρωση επιτυχημένων αφορισμών, που προβάλουν στον πυρήνα τους σκληρές αντιστάσεις στις προσεγγίσεις μας.
Πιο συγκεκριμένα, τέλος, η συγκεκριμένη « ψευδοκωδικοποίηση» αυτής της ποιητικής του Βλαβιανού κερδίζει τις εντυπώσεις, γιατί κατορθώνει να απο(σ)τάξει το προγραμματικό και να μετατρέψει το ιδιωτικό σε παραδειγματικό με τρόπους ευφρόσυνους.