Μια πανοραμική ματιά στον χώρο και τον χρόνο της Λήμνου (της Αθηνάς Βογιατζόγλου)

0
847

 

της Αθηνάς Βογιατζόγλου

Εδώ και χρόνια οργανώνω φαντασιακά στο μυαλό μου μια μουσειακή έκθεση με θέμα τη Λήμνο: έναν χώρο κοσμημένο με ζωγραφικούς πίνακες, φωτογραφίες, αρχαιολογικό και γαιολογικό υλικό, λαογραφικά εκθέματα, λογοτεχνικά έργα με θέμα το νησί, ποικίλα αρχειακά τεκμήρια κλπ. Όταν έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο του Δημήτρη Πλάντζου Το χρονικό της Λήμνου. Μύθος-Ιστορία-Κληρονομιά, ένιωσα ότι ένα μέρος από το όνειρό μου γινόταν, κατά κάποιο τρόπο, πραγματικότητα. Η συναρπαστική αφήγηση των μύθων, της ιστορίας, του τρόπου ζωής των ανθρώπων της Λήμνου, οι νευρώδεις περιγραφές μνημείων και τοπίων συνδυάζονται με εξαιρετικής ποιότητας φωτογραφίες (έργα κυρίως των ταλαντούχων λημνιών φωτογράφων Γιώργου Κοντέλλη και Παντελή Πραβλή, αλλά και του ίδιου του φανατικού ιχνηλάτη του νησιού συγγραφέα), που αποκαλύπτουν την πολυποίκιλη τοπιογραφία και αρχιτεκτονική της Λήμνου, καθώς και τα αρχαιολογικά μνημεία της· χάρτες, τοπογραφικά σχέδια, ζωγραφικοί πίνακες, χαρακτικά, παλιές καρτ-ποστάλ και άλλα συμπληρώνουν τον πλούτο αυτό και μας προσφέρουν μια γεμάτη εκπλήξεις περιδιάβαση στις 250 καλοτυπωμένες σελίδες του υποδειγματικού, σε τέτοιου είδους φιλόδοξα εγχειρήματα, εκδοτικού οίκου Καπόν.

Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ο Πλάντζος πέρασε στη Λήμνο όλα τα παιδικά κι εφηβικά καλοκαίρια του· στη Λήμνο πέρασα κι εγώ τα καλοκαίρια μου έως την ενηλικίωση, είναι λοιπόν το νησί αυτό και για τους δυο μας τόπος ψυχής. Από τον Κορνό ο Πλάντζος, εγώ από το Σαρπί (που δυστυχώς το 1955 μετονομάστηκε στο κοινότοπο «Καλλιθέα»), σχεδόν συνομήλικοι, ζήσαμε ώς τις αρχές της εφηβείας μας τη Λήμνο της δεκαετίας του 1970, δηλαδή τη Λήμνο του 20ού αιώνα, με τον αγροτικό-κτηνοτροφικό βίο – ήθος ακλόνητο, επί αιώνες, περιφερειακής διαβίωσης· τη Λήμνο των ατελείωτων καλοκαιρινών μεσημεριών και των επαρχιακών δρόμων, αλλά και του κυκλου των αγροτικών εργασιών στα οποία παίζοντας συμμετείχαμε (θερισμό, τρύγο, κόψιμο φλωμαριού κλπ). Για τον Πλάντζο, ειδικότερα, ήταν βέβαια και η Λήμνος της αρχαιολογίας, των μύθων και της παράδοσης, που συνυφαίνονταν με τον βίο των κατοίκων και των ντόπιων διανοούμενων. Όπως ο ίδιος μου έχει πει, πριν από την πρώτη του ανασκαφή, ως τριτοετής φοιτητής, στην Κω στα 1985, η Λήμνος ήταν η μόνη του επαφή με την εκτός Αθηνών Ελλάδα που «ζούσε τον μύθο της» ως παραγκωνισμένη (ακόμη τότε) περιφέρεια.

Ένα από τα πολλά γοητευτικά γνωρίσματα του νησιού, που τονίζεται στο βιβλίο είναι ο σχεδόν αναλλοίωτος, μέσα στους αιώνες, χαρακτήρας του, καθώς η φυσιογνωμία του και οι ασχολίες των κατοίκων του, τουλάχιστον από την ύστερη αρχαιότητα και ως τις μέρες μας, πολύ λίγο φαίνεται να αλλάζει:

 

τυχαία αρχαιολογικά ευρήματα στη λημνιακή ύπαιθρο δείχνουν ότι έως τον 15ο αιώνα, αλλά και για πολύ καιρό μετά, οι κάτοικοι του νησιού καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι και αμπέλια, ενώ ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία. […] Το βέβαιο είναι ότι, όταν τον 15ο-16ο αι. έρχονται στο νησί οι πρώτοι Δυτικοί περιηγητές, που μάλιστα καταγράφουν τις εντυπώσεις τους, η εικόνα που μας δίνουν είναι ενός τόπου ξεχασμένου από τον χρόνο – εικόνα που φαίνεται να διατηρείται έως και τον 18ο. (σ. 112)

 

ή:

Η εικόνα από τα κέιμενα των παλιών περιηγητών, αλλά και τα φορολογικά στοιχεία [επί οθωμανικής αυτοκρατορίας] θυμίζει αρκετά τη Λήμνο που γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα, με τους διάσπαρτους οικισμούς, τους χαμηλούς, εύφορους κάμπους, τις αγροικίες με τα βοσκοτόπια τους, και τους ανεμόμυλους – γραφικούς για εμάς σήμερα, αλλά τόσο απαραίτητους για την τότε οικονομία. Φωτογραφίες της Λήμνου από τον πρώιμο 20ό αι. συχνά απεικονίζουν τοπία που δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει για τέσσερις ή και πέντε αιώνες. (σ. 157)

.

Η πρόκληση που έθεσε στον εαυτό του ο Πλάντζος πριν ξεκινήσει το εγχείρημά του  συνοψίζεται στο ερώτημα: «μπορώ να μιλήσω για έναν τόπο που ξέρω και αγαπώ, απευθυνόμενος όχι σε συναδέλφους, αλλά σε εκείνους που θέλουν να μάθουν λίγα και βασικά πράγματα για ένα νησί που ίσως και να είναι ολότελα άγνωστο σε αυτούς;».[1] Το ερώτημα ηχεί πλέον ρητορικό, καθώς ο συγγραφέας πέτυχε απόλυτα τον στόχο του: η ζωή της Λήμνου, από τα βάθη της ελληνικής προϊστορίας έως τις μέρες μας, ξετυλίγεται με τρόπο που καθιστά τον αναγνώστη απρόθυμο να αφήσει από τα χέρια του το βιβλίο. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με τον επιστημονικό λόγο αυτού του πολυγραφότατου καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ, ξέρουν ότι διαθέτει το χάρισμα της γραφής. Στο Χρονικό της Λήμνου, ωστόσο, το ταλέντο του τίθεται στην υπηρεσία του ευρέος κοινού: δεν υπάρχουν ειδική ορολογία και λεπτεπίλεπτα επιχειρήματα θεωρητικού στοχασμού, ούτε υποσημειώσεις, αλλά μια γραφή που κινείται με σφρίγος στο όριο μεταξύ επίσημης και ανεπίσημης ιστορίας, μεταφέροντάς μας με διαύγεια και άνεση ζητήματα ιδιαιτέρως πολύπλοκα, που αφορούν κυρίως το πυκνό και αντιφατικό μυθολογικό και αρχαιολογικό υλικό για το νησί. Κάποιες ενότητες του βιβλίου, μάλιστα, μας προσφέρουν μια σφαιρικότερη εικόνα των ζητημάτων που πραγματεύονται, όπως το υποδειγματικό «Χάρτες και πορτολάνοι», όπου διαβάζουμε για την εξέλιξη της χαρτογράφησης των νησιών του Αιγαίου Πελάγους από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα.

Παρά το έργο του σημαντικού λημνιού ιστορικού Αργύριου Μοσχίδη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, και παρά το πλήθος των ιστορικών, των αρχαιολόγων αλλά και πολλών ιστοριοδιφών και τοπικών λογίων, που ανέδειξαν πτυχές της λημνιακής ιστορίας, η ιστορία του νησιού παρέμενε ελάχιστα γνωστή στο ευρύ κοινό και ήταν ορατή η ανάγκη μιας συνθετικής ματιάς, την οποία μας παρέχει πλέον ο Πλάντζος. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς σε μια βιβλιοπαρουσίαση από τα θαύματα και τα μάγια που επιφυλάσσει η ανάγνωση του Χρονικού της Λήμνου; Θα αρκεστώ, στη συνέχεια, σε μια περιληπτική περιδιάβαση στο υλικό που προσκομίζεται, κάνοντας μικρές στάσεις σε ζητήματα που βρίσκω προσωπικά πιο γοητευτικά.

Το ξεκίνημα του πρώτου κεφαλαίου («Η Λήμνος των μύθων και των θρύλων») επροετοιμάζει τον αναγνώστη για την ενδιαφέρουσα συνέχεια:

 

Η Λήμνος, θα έλεγε κανείς, έχει αδικηθεί από τον ίδιο της το μύθο. Το μοναχικό, ανεμοδαρμένο νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου, θαλασσολουσμένο σύμφωνα με τον Ευριπίδη και απόκρημνο κατά τον Αισχύλο, στους μύθους δεν εμφανίζεται σχεδόν ποτέ για καλό. Ακόμη κι όταν δεν πρωταγωνιστεί σε συμφορές και ταλαιπωρίες θρυλικών ηρώων της ελληνικής αρχαιότητας, στα κείμενα που φτάνουν ως τις μέρες μας, η λήμνος εμφανίζεται ως τόπος απόκοσμος και δυσπρόσιτος, που συχνά χρησιμεύει σαν σκηνικό για μερικές από τις σκοτεινές στιγμές της ελληνικής μυθολογίας. (σ. 15)

 

Με την απομακρυσμένη γεωγραφικά θέση της στο Βόρειο Αιγαίο, το «ήπια απόκοσμο» τοπίο της (σ. 16), τα ηφαίστεια και τους σεισμούς της, το συχνά άγριο κλίμα και τις αφιλόξενες θάλασσες, η Λήμνος προικίστηκε με σκοτεινούς μύθους όπως ο σχετικός με την πτώση του Ήφαιστου στο νησί, οι άγριοι Σίντιες, η ανδροφονία (τα περιώνυμα «λήμνια κακά»), τα Καβείρια μυστήρια, ο  εγκαταλειμμένος από τους συντρόφους του Φιλοκτήτης – ο οποίος όμως, όπως αναφέρει ο Πλάντζος στο πλούσιο σχετικό υποκεφάλαιο, σύμφωνα με ύστερες μυθογραφικές πηγές βρήκε την ίασή του στο ίδιο το νησί της εξορίας του χάρη στις ιαματικές ιδιότητες της λεγόμενης «Λημνίας γης», για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Η Λήμνος μέσα από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες», ο Πλάντζος μας δείχνει, μεταξύ άλλων, τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους οι μύθοι αρδεύονται από την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, οι αρχαιολογικές ανακαλυψεις στους προϊστορικούς οικισμούς της Λήμνου, την Πολιόχνη και τη Μύρινα «κατά κάποιο τρόπο δικαιώνουν την πεποίθηση των μεταγενέστερων ότι η Λήμνος στο απώτατο παρελθόν ήταν το ιερό νησί του Ηφαίστου και των θεϊκών σιδεράδων του» (σ. 77). Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που μαθαίνουμε στο κεφάλαιο αυτό είναι ότι η ανθρώπινη παρουσία στο νησί ανάγεται σε περιόδους πολύ παλαιότερες από την Εποχή του Χαλκού. Οι ανασκαφές στην περιοχή της Φυσινης, στις αρχές του 21ου αιώνα, δείχνουν ότι ήδη από την 11η χιλιετία π.Χ. η Λήμνος κατοικούταν από νομαδικές κοινωνίες – σύμφωνα μαλστα με μια άποψη που δεν έχει ακόμη πλήρως ερευνηθεί γεωλογικά, εκείνη την εποχή η Λήμνος δεν ήταν ακόμη νησί αλλά τμήμα μιας χερσονήσου που την ένωνε με την ενδοχώρα της Ανατολίας. Ενώ μετά το 2100 π.χ. η Πολιόχνη και η Μύρινα παρακμάζουν, θύματα ίσως μεγάλων τεκτονικών μετατοπίσεων της εποχής του Χαλκού, ανθεί το Κουκονήσι, μια ελλλειψοειδής νησίδα στον κολπο του Μούδρου, οπου διενεργεί ανασκαφές ο γνωστός λημνιός αρχαιολόγος και λογοτέχνης Χρήστος Μπουλώτης, και όπου σύμφωνα με έναν τοπικό θρύλο κατοικούσαν απομονωμένοι οι άγριοι Κούκονες. Στη συνέχεια του κεφαλαίου ο Πλάντζος ανατρέχει στην τύχη της Λήμνου των Πελασγών, μετά τη μηκυναϊκή περίοδο, μέχρι την κατακτημένη από τους Αθηναίους Λήμνο του 5ου αιώνα π.χ. Μιλά ακόμη για τις δίδυμες πόλεις της Ηφαιστίας και της Μύρινας που κυριαρχούν στο νησί κατά τους κλασικούς χρόνους, κι ύστερα για τη Λήμνο των Μακεδόνων και των Ρωμαίων, για να φτάσουμε τέλος στη λεηλασία του νησιού από τους βορειοευρωπαίους Έρουλους στα 267 μ.Χ.

«Ο μακρύς ελληνικός μεσαίωνας έσπρωξε τη Λήμνο και πάλι στα θολά νερά των ανεξακρίβωτων ιστορικών πηγών και των σκοτεινών μυθικών αφηγήσεων»· έτσι ξεκινάει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου («Η Λήμνος του Βυζαντίου και των Βενετών»), όπου όμως τα «θολά» και τα «σκοτεινά» μοιάζουν να φωτίζονται χάρη στην ικανότητα του Πλάντζου να συνδυάζει τις πηγές και να κινείται με ευελιξία ανάμεσα σε έναν πλούτο συχνά αντικρουόμενων πληροφοριών. Αν και τον 2ο μ.Χ. αιώνα συνυπάρχουν στο νησί οι παλαιοί εθνικοί («ειδωλολάτρες») και οι μικρότεροι σε αριθμο νέοι Χριστιανοί (με τους τελευταίους να έχουν ήδη τους πρώτους Αγίους τους), ο Χριστιανισμός στη συνέχεια επελαύνει ορμητικά, όπως φαινεται και από τους ναούς που χτίζονται· στα 1197 η εκκλησία της Λήμνου έχει πλέον προαχθεί σε Μητρόπολη και από τις αρχές του 19ου αιώνα ώς σήμερα ο Μητροπολίτης της Λήμνου τιτλοφορείται «Έξαρχος παντός Αιγαίου». Στο κεφάλαιο διαβάζουμε για τη Λήμνο των Παλαιολόγων και τη Λήμνο των Βενετών, αλλά και την περίοδο κατά την οποία στο νησί κυριαρχούν οι Γενουάτες Γατελούζοι. Ακόμη, για τις καταστροφικές πειρατικές επιδρομές, και την μετέπειτα εμπλοκή των Οθωμανών στην πολιτική τύχη του νησιού, αλλά και της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.

Θα σταθώ για λίγο στη Μαρούλα και στον Λαβύρινθο της Λήμνου. Ο θρύλος της Μαρούλας της Λήμνου, χάρη στην οποία το Κάστρο του Κότσινα σώθηκε από την πολιορκία του Σουλεϊμάν Πασά τον 15ο αιώνα, αναπτύσσεται στις ποικίλες ιστορικές και λογοτεχνικές διαστάσεις του – οι τελευταίες ξεκινούν από το σχετικό ποίημα του Ιταλού Ιησουίτη μοναχού Guglielmo Dontini τον 17ο αιώνα και φτάνουν ώς την «Κόρη της Λήμνου» του Παλαμά, το δράμα του Αριστομένη Προβελέγγιου, και από εκεί, μέσω και άλλων σταθμών, μέχρι το προσφιλές ιστορικό μυθιστόρημα της λημνιάς λογοτέχνιδας Μαρίας Λαμπαδαρίδου-Πόθου (1986). Όσο για τον «Λαβύρινθο της Λήμνου», ο θρύλος του ξεκίνησε από μια αβλεψία του Ρωμαίου ιστορικού Πλίνιου (1ος αιώνας μ. Χ.) και από τον 15ο αιώνα ώς τις μέρες μας προκάλεσε το έντονο ενδιαφέρον ξένων περιηγητών, ιστοριοδιφών, ερασιτεχνών αρχαιολόγων, ακόμη και «συγγραμμάτων επιστημονικής φαντασίας ή θεωριών συνωμοσίας!» (σ. 148).

Το τέταρτο κεφάλαιο, «Η Λήμνος των Σουλτάνων», εκτείνεται σε εβδομήντα σελίδες και είναι το μεγαλύτερο του βιβλίου, καθώς παρακολουθεί όχι μόνο τις ιστορικές περιπέτειες του νησιού κατά τα τετρακόσια τριάντα τρία ολόκληρα χρόνια της οθωμανικής κατοχής του (από το 1479 ώς το 1912) αλλά και τις σχέσεις του με το Άγιον Όρος, το φορολογικό σύστημα, την παρουσία του στη χαρτογραφία των νησιών του Αιγαίου, τις εκκλησίες, τα σχολεία, τις μάντρες του, τη λαϊκή τέχνη και άλλα. Ιδιαιτέρως ελκυστικά βρίσκω όσα μας λέει ο συγγραφέας για τη φήμη της «Λημνίας γης» και για τον εξόριστο στο νησί σούφι ποιητή Νιγιαζί Μισρί.

Οι πρώτες επίσημες αναφορές στις ιαματικές ιδιότητες της λημνίας γης –ενός αργιλώδους κοκκινοχώματος που μπορούσε να βρεθεί αποκλειστικά στο νησί- χρονολογούνται στον 1ο μ. Χ. αιώνα, αλλά η πεποίθηση ότι το σπάνιο αυτό χώμα είχε τόσο χρωστικές όσο και ιαματικές ιδιότητες ανάγονται στα ελληνιστικά χρόνια. Μαζί με αίμα χήνας και γάλα γαϊδουριού μπορούσε, σε μορφή παστίλιας, να είναι αντίδοτο σε κάθε μορφή δηλητηρίου, γράφει ο Πλίνιος! Όταν το νησί πέρασε στα χέρια των Οθωμανών η τελετή εξόρυξης γνώρισε μια λάμψη αναβίωσης· η λημνία γη θεωρήθηκε θεραπευτική του τυφώδους πυρετού και της πανώλης και η χρήση της ήταν αποκλειστικό προνόμια της άρχουσας τάξης των κατακτητών. Στη συνέχεια πλήθυναν οι περιγραφές των περιηγητών και η λημνία γη γέμισε «τα ερμάρια των φαρμακείων σε Ανατολή και Δύση» (σ. 175). Όσο για τον Νιγιαζί Μισρί (1618-1694), μέλος του μυστικιστικού τάγματος των Χαλβετήδων, έζησε εκτοπισμένος στη Λήμνο από το 1677 ώς το 1692 και ύστερα από νέες διώξεις εξοριστηκε και πάλι στο νησί, όπου πέθανε λιγο αργότερα. Το ταφικό μνημειο του, μετά την εξομάλυνση των σχέσεων του μυστικισμού και της ισλαμικής ορθοδοξίας στις αρχές του 18ου αιώνα, έγινε τόπος προσκυνήματος όπου συνέρρεαν πιστοί από όλη την Αυτοκρατορία. Τα υλικά κατάλοιπα της παρουσιας του στο νησί έχουν σήμερα σχεδόν εξαφανιστεί, αλλά η ισχυρή, μεταφυσική ποίησή του χαίρει διεθνούς απήχησης.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, «Η κληρονομιά του εικοστού αιώνα», ο Πλάντζος μας εξηγεί με την περιεκτικότερη δυνατή συντομία γιατί «το θρυλικό παρελθόν της Υψιπύλης και των Αργοναυτών εξακολουθεί να ρίχνει – σαν τον Άθω κι αυτό – βαριά τη σκιά του στις σελίδες της πιο πρόσφατης ιστορίας της Λήμνου και των ανθρώπων της» (σ. 221). Η Λήμνος γίνεται ένα βασανισμένο σταυροδρόμι για τους ποικίλων εθνικοτήτων στρατιώτες που συμμετείχαν στις  πολεμικές συρράξεις του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Βρετανοί και Γάλλοι στρατιώτες αποβιβάζονται στον κόλπο του Μούδρου το 1915 και ζουν εκεί σε δύσκολες συνθήκες, όπως είναι η λειψυδρία· τους ακολουθούν, λίγες βδομάδες αργότερα, στρατιώτες από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (το λεγόμενο εκστατευτικό σώμα ANZAC, που ανήκε στη Βρετανική Κοινοπολιτεία). Όταν η εκστρατεία των δυνάμεων της Αντάντ εναντίον της Καλλίπολης ληγει άδοξα, εκατοντάδες άντρες χάνουν τη ζωή τους στο νησί και θάβονται στα συμμαχικά νεκροταφεία του Μούδρου και του Πορτιανού. Τα ημερολόγια και οι φωτογραφίες που άφησαν πίσω τους αποτυπώνουν την τότε ζωή στη Λήμνο – αν και μόλις εκατό ετών, οι φωτογραφίες «μοιάζουν να φτάνουν ώς εμάς από τα βάθη των αιώνων», παρατηρεί ο Πλάντζος (σ. 224-225). Ακολουθούν η ανταλλαγή των πληθυσμών και η προσφυγιά (1600 λημνιοί μουσουλμάνοι μετεγκαθίστανται στην Τουρκία και 4.500 χιλιάδες πρόσφυγες, το 1/5 περίπου του πληθυσμού της Λήμνου, έρχονται στο νησι), η μετανάστευση (στην Αίγυπτο ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα αλλά από τον Μεσοπόλεμο και μετά στην Αμερική, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική κλπ.), οι κοινωνικοί αγώνες για καλύτερες συνθηκες ζωής αγροτών και εργατών, η Γερμανική Κατοχή, η ίδρυση του Ε.Α.Μ. Λήμνου, που συνέβαλε  αποφασιστικά στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Θα μείνω για λίγο στο ζήτημα των πολιτικών εξόριστων: οι εκτοπισμένοι κομμουνιστές των δεκαετιών του 1920, του 1930, του 1940, ανάμεσα στους οποίους συναντάμε μορφές όπως εκείνες του Κώστα Βάρναλη, του Δημήτρη Γληνού, του Γιάννη Ρίτσου, συνέχισαν μια παράδοση της Λήμνου ως τόπου εκτοπισμού και εξορίας που έχει τις απώτερες ρίζες της στον εγκαταλειμμένο εκεί Φιλοκτήτη και συνεχίστηκε στα χρόνια του Βυζαντίου και της Οθωμανικής Κατοχής, όταν μεταφέρονται εκεί ανεπιθύμητοι αξιωματούχοι και ποιητές. Αυτή την οθωμανική πρακτική δανείστηκαν, όπως σημειώνει ο Πλάντζος, οι ελληνικές κυβερνήσεις – και δεν έφτανε αυτό: σε πιο πρόσφατες δεκαετίες (1950-1970) το ελληνικό κράτος, αντιγράφοντας, αυτή τη φορά, την πρακτική των Γερμανών κατακτητών να στέλνουν στο νησί «τάγματα τιμωρίας» αντιφασιστών αξιωματικών και οπλιτών, φιλοξενεί τα στρατιωτικά τάγματα όσων ήταν «χαρακτηρισμένοι» πολιτικά και υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία.

Πολιτικά και διοικητικά απομονωμένη, με ανεπαρκείς ακτοπλοϊκές συνδέσεις, λειψυδρία, παρουσία μεγάλου αριθμού κληρωτών, η μακρινή Λήμνος ήταν δυσφημισμένη έως και πρόσφατα (σ. 236-237). Από τη δεκαετία του 1980, ωστόσο, τα προβλήματα άρχισαν σταδιακά να εξαλείφονται, ενώ υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος: τα ίδια αυτά προβλήματα «προφύλαξαν το νησί από την αλόγιστη ανοικοδόμηση που έφερε η αυξημένη παραθεριστική κίνηση σε άλλες περιοχές του ελλαδικού νησιωτικού χώρου την περίοδο 1960-1990» (σ. 241). Υπάρχουν ακόμη στη Λήμνο παρθένες παραλίες, παραδοσιακά σπίτια και οικισμοί που «μοιάζουν ξεχασμένα από το χρόνο» (σ. 241), χώροι για ανακάλυψη και εξερεύνηση. Η γεωργία και η κτηνοτροφία, το μοναδικό φυσικό και πολιτισμικό τοπίο του νησιού, οι τοπικές ενδυμασίες, τα δημοφιλή ντόπια προϊόντα του, οι ζωγράφοι, οι φωτογράφοι, οι λογοτέχνες του, που μνημείωσαν την ομορφιά του, όλα σχολιάζονται με ζωντάνια στις τελευταίες σείδες του βιβλίου.

Το Χρονικό της Λήμνου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καπόν και στα αγγλικά και είναι ένα δώρο τόσο για μας του Λημνιούς όσο και για όλους τους Έλληνες, αλλά και για όσους κατοίκους του παγκόσμιου χωριού νιώθουν την ανάγκη να ανακαλύπτουν και να γνωρίζουν σε βάθος περιοχές του πλανήτη μας. Πλησιάζει καλοκαίρι, κι ενώ το βιβλίο γραφτηκε στη διάρκεια της απομόνωσης της καραντίνας, μας ανοίγει προς τον κόσμο ταξιδεύοντάς μας στην ιστορία, στους μύθους, στην αρχαιολογία, στα ήθη, τα έθιμα, την τοπική οικονομία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τον τουρισμό, την τοπική αρχιτεκτονική, την πνευματική ζωή της Λήμνου διαχρονικά. Και ταξιδεύντάς μας μέσα από τα λογια και τις εικόνες του, μας παρακινεί να ταξιδέψουμε στ’ αλήθεια, να δούμε για λογαριασμό μας τη Λήμνο και να πάρουμε μαζί μας το βιβλίο του Πλάντζου, παρέα ιδανική όταν χαλαρώνουμε στις εκπληκτικές αμμουδιές του νησιού.

[1]     Βλ. συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο, για την ιστοσελίδα edromos.gr (23 Δεκεμβρίου 2022), προσβάσιμη στη διεύθυνση https://edromos.gr/dimitris-plantzos-kathigitis-klasikis-archaiologias-to-chroniko-tis-limnoy/ (τελευταία επίσκεψη: 14 Μαΐου 2023).

 

 

Δημήτρης Πλάντζος, Το χρονικό της Λήμνου. Μύθος-Ιστορία-Κληρονομιά, εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2022.

Προηγούμενο άρθροΣώσε τη θύελλα (του Δημήτρη Αθανασέλου)
Επόμενο άρθροΤο διαλυμένο σπίτι (της Άννας Λυδάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ