της Νάσιας Διονυσίου (*)
Όταν το 1968 ο Ρολάν Μπαρτ ανάγγελλε τον θάνατο του συγγραφέα, εννοώντας ότι ο συγγραφέας δεν προηγείται του λογοτεχνικού του κειμένου, αλλά γεννιέται και πεθαίνει μαζί του, καθώς το λογοτεχνικό κείμενο αποτελεί προϊόν αμέτρητων πολιτισμικών κέντρων και όχι μίας μοναδικής, ατομικής εμπειρίας και έμπνευσης, ο Ανδρέας Καραγιάν, είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στην Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αποφάσιζε να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του ιατρού, αλλά να σπουδάσει ζωγραφική και να ζήσει ως ένας κοσμοπολίτης, ως ένας εξερευνητής της τέχνης, του έρωτα, της ηδονής και της ομορφιάς στο Λονδίνο, στο Βερολίνο, στην Αλεξάνδρεια, στη Λευκωσία. Και όταν σαράντα χρόνια αργότερα, το 2008 προχωρούσε στην έκδοση του πρώτου του βιβλίου, με τον τίτλο «Η αληθής ιστορία», ήταν πια αποφασισμένος να μοιραστεί την προσωπική του αλήθεια, με τον τρόπο, όμως, της μυθιστορίας: με δεκάδες ανθρώπους, που είχαν πρώτα διασχίσει τη ζωή του, να διασχίζουν τώρα τις σελίδες των βιβλίων του, να μπερδεύονται με λογοτεχνικούς ήρωες, με μουσικές, με έργα τέχνης, να συναντιούνται και να αλληλοεπιδρούν μέσα σε καθημερινές ή δραματικές περιπέτειες, να πάσχουν και να λυτρώνονται εγκλωβισμένοι μέσα στον εκάστοτε κοινωνικό και ιστορικό χώρο και χρόνο, και παράλληλα να υπερβαίνουν τον χώρο και τον χρόνο και να γίνονται εν τέλει «μορφές». Κύριος, βέβαια, πρωταγωνιστής ο ίδιος ο συγγραφέας, που παρατηρεί, ανατέμνει, φωτίζει και, καταγράφοντας, εξηγεί και κατανοεί τον εαυτό του ή τους πολλούς, συγκρουόμενους και αλληλοσυμπληρούμενους εαυτούς του.
Και παρόλο που οι αυτοβιογραφίες αντιμετωπίζονται συχνά ως ένα υποδεέστερο λογοτεχνικό είδος, η Σουηδική Ακαδημία, τιμώντας πέρυσι τη Γαλλίδα Ανί Ερνό με το νόμπελ λογοτεχνίας, δικαιολόγησε την επιλογή της σημειώνοντας πως η Ερνό «με συνέπεια και από διαφορετικές οπτικές γωνίες, εξετάζει μία ζωή σημαδεμένη από ανισότητες όσον αφορά το φύλο, τη γλώσσα και την τάξη» και «αποκαλύπτει τις ρίζες, την αποξένωση και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης». Μία αυτοβιογραφία μπορεί, επομένως, να είναι καλή λογοτεχνία, υπό τον όρο ότι εκκινώντας από την αναδιήγηση του προσωπικού βιώματος δεν μένει περίκλειστη στο «εγώ», αλλά ανοίγεται στην κοινωνική πραγματικότητα και τους τριγμούς της ιστορίας.
Ο Ανδρέας Καραγιάν, με Το Πέμπτο Βιβλίο (Εστία, 2022), ολοκληρώνει και ταυτόχρονα σχολιάζει την αυτοβιογραφική πενταλογία του, μέσα από την οποία μας άνοιξε παράθυρα όχι απλώς στο προσωπικό του σύμπαν, αλλά και σε ένα κόσμο που από το 1950 κι έπειτα συγκλονίζεται, μετατοπίζεται, αλλάζει ραγδαία. Παρόντες και σ’ αυτό το βιβλίο, ήρωες που ζωοδοτούνται από την έμψυχη φαντασία του συγγραφέα και δεν είναι απλώς αληθοφανείς, αλλά σφύζουν από ζωή, τόσο που θαρρείς πως μπορείς να τους ψηλαφίσεις, πως τους μυρίζεις, πως τους έχεις συναντήσεις στον δρόμο. Εντυπωτικές οι περιγραφές τους: «Τα σαρκώδη χείλη του Χέλμουτ», «η ωραία Αγγέλα με τα στητά βυζιά», «οι μικροκαμωμένες πατούσες και τα λεπτά, μακριά δάχτυλα του Άντχαμ», η κυρία Πάμπουλου στο μπαλκόνι να κοροϊδεύει τους νεόπλουτους, και πάντα η μητέρα, η κομψή και όμορφη Καρμέλλα.
Πλήθος, επίσης, οι αναφορές σε όσα, ιστορικά ή επίκαιρα γεγονότα, συνιστούν το φόντο και φωτίζουν αδιόρατα τις προσωπικές διαδρομές των χαρακτήρων: Αναπολούμε την πολύβουη, πολύχρωμη, αριστοκρατική οδό Οζουνιάν στην εντός των τειχών Λευκωσία. Έπειτα, βλέπουμε τα σπίτια της πράσινης γραμμής να χάσκουν πλέον σαν ερείπια και το κοιμητήριο των Καθολικών Λατίνων να βρίσκεται χορταριασμένο στην νεκρή ζώνη και διαισθανόμαστε τον διχασμό του τόπου, τον μαρασμό των μικρών μειονοτικών του ομάδων, την απώλεια της συνύπαρξης. Μεταφερόμαστε στην Αλεξάνδρεια, που μετά από αποτυχημένες εξεγέρσεις και επαναστάσεις, προσπαθεί να διατηρήσει μια κοσμικότητα και κάποια ασφάλεια, έχοντας όμως προ πολλού χάσει την αίγλη της και την εθιστική σαν όπιο γοητεία της, με τις γυναίκες πια να καλύπτουν τα πρόσωπά τους και τους άντρες να ψάχνουν ευκαιρίες να μεταναστεύσουν, όπως κι ο Μουσταφά από την Τυνησία. Ξαναβιώνουμε, βέβαια, και τις μέρες του κορωνοϊού – μέρες εγκλεισμού, αιφνιδιασμού, φόβου, μέρες που παρακολουθούμε στα έκτακτα τηλεοπτικά δελτία τα καμιόνια στην Ιταλία να μεταφέρουν νεκρούς, μέρες, παράλληλα, της παντοκρατορίας του αντισηπτιικού και της εξαφάνισης από τις υπεραγορές των ρολών υγείας.
Έντονη στο Πέμπτο Βιβλίο είναι και η παρουσία των συγγραφέων (η Γουλφ, ο Ντάρελ, ο Προυστ, ο Τζόις, ο Μαχφούζ) που επέδρασαν στην ιδιοσυγκρασία του Ανδρέα Καραγιάν, και καθόρισαν, όχι απλώς τον δικό του τρόπο να δημιουργεί και να εκφράζεται, αλλά και τον τρόπο του να υπάρχει, τον τρόπο του να επαναπροσδιορίζει τις λέξεις και τα συναισθήματα, τον τρόπο του να ζει και κυρίως να γεννά τον Μύθο και τους μεγάλους έρωτες,– κάτι που καθιστά εν τέλει, όπως η ίδιος ομολογεί, όλη την τέχνη του ερωτική, με την ευρύτερη έννοια του ερωτισμού. Με αυτό τον τρόπο, ο Καραγιάν μας εισάγει στο καλλιτεχνικό του εργαστήρι, μας εξηγεί τα «πώς», αλλά «κυρίως τα γιατί της ζωγραφικής και της γραφής του:
«Συχνά ζωγραφίζοντας από τη φύση παρατηρώ ότι τα διάφορα αντικείμενα που καταγράφω, δέντρα, πέτρες, κτίρια, ενώ φαίνονται ατάκτως ερριμμένα, όταν τα τοποθετήσω στο χαρτί, αποκτούν μια αρμονία και συσχέτιση ωσάν να μπήκαν σε φυσική τάξη. Έτσι είναι και δεν μπορούσαν να ήταν αλλιώς». Κι αλλού: «Η επιθυμία να γράψω ένα βιβλίο με βασάνιζε από την εφηβική ηλικία. Πέρασαν σχεδόν πενήντα χρόνια για να κατανοήσω ότι τώρα μπορούσα να στραφώ στον παλιό μου εαυτό με την άνεση και την ελευθερία ενός ανθρώπου που κοιτάζει τα γεγονότα εκ του μακρόθεν, προσθέτοντας ίσως και τη γοητεία των εμπειριών που είχε ήδη αποκτήσει. Η απόσταση έδωσε μια άλλη διάσταση, σχεδόν ονειρική στα πεπραγμένα.»
Αυτή η λειτουργία της μνήμης που προσδίδει μια ονειρική διάσταση στα πεπραγμένα είναι, νιώθω, και το αντίδοτο που προτάσσει ο Καραγιάν στο Πέμπτο Βιβλίο του απέναντι στην κάμψη της σωματικής ρώμης, στη φθορά του χρόνου, στο τέλος των επαναστάσεων και στον φόβο της ανυπαρξίας και μαζί της λήθης. Και ναι, είναι και οι μέρες του ογκολογικού. Και ναι, οι αγγελίες θανάτου πληθαίνουν κι η λέξη mort αντηχεί σαν καμπανάκι δίπλα από κάθε όνομα. Και ναι, είναι υπαρκτά τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας, τα προβλήματα με τον προστάτη, με τη στύση, με «ένα κενό οργασμό που μπορεί να σε καταποντίσει σε ένα χάσμα θανάτου». Και ναι, αυτά τα ασήμαντα, σχεδόν γελοία ανθρώπινα προβλήματα, είναι αυτά που μας καθορίζουν. Όμως, η τρυφερή ανάμνηση των ανθρώπων που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν, η τρυφερή ανάμνηση «της χρυσίζουσας ανταύγειας των μαλλιών τους, των κοκκινωπών χειλιών τους, της αίσθησης τους επάνω στα δικά μας χείλια» παραμένει αναλλοίωτη ως το τέλος και είναι αυτή που δικαιώνει το ταξίδι καθενός μας στη ζωή.
(*) Το κείμενο της συγγραφέως Νάσιας Διονυσίου διαβάστηκε σε εκδήλωση προς τιμήν του συγγραφέα με αφορμή τα ογδοηκοστά γενέθλιά του (Λευκωσία 25/4/2023).
ΙNFO: Ανδρέας Καραγιάν, Το Πέμπτο βιβλίο, Εστία, 2022,σελ. 142.