Σωτηρία Καλασαρίδου.
«Οι οικογενειακές σχέσεις στο μικροσκόπιο με φόντο την οικονομική κρίση». Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας ακόμη τίτλος του παρόντος κριτικού κειμένου για το καινούριο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη που φέρει τον τίτλο Το Φαράγγι και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Καστανιώτη πριν από λίγες εβδομάδες (Φθινόπωρο 2015). Επτά αδέρφια της οικογένειας Λιόδη από τα Χανιά αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν μια ημερήσια εκδρομή σε ένα από τα πολλά και απόκρημνα κρητικά φαράγγια, εκπληρώνοντας το τάμα και την υπόσχεση που έδωσαν χρόνια πριν στο τραπέζι μετά από την κηδεία του πατέρα τους: εκδρομή, υπόσχεση, εκπλήρωση τάματος, φαράγγι. Ποιοι συνειρμοί μας γεννιούνται στο άκουσμα ή καλύτερα στο διάβασμα των παραπάνω λέξεων; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λέξη φαράγγι μαγνητίζει «κεντρομόλα» και έλκει και τις υπόλοιπες λέξεις σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσουμε με αδρές γραμμές τον ορίζοντα των αναγνωστικών προσδοκιών, οι οποίες ακόμη από τον τίτλο του βιβλίου αρχίζουν να καλλιεργούνται.
Η επιλογή του φαραγγιού ως του κεντρικού σκηνικού διαδραμάτισης της εκδρομής των ηρώων, το στήσιμο δηλαδή της μυθιστορηματικής σκηνογραφίας γύρω από απότομες και βραχώδεις πλευρές εν μέσω μιας χαράδρας μας οδηγεί σε σκέψεις που συνδέονται με την αναγωγή του φαραγγιού σε σύμβολο. Το φαράγγι ως ένα από τα εντυπωσιακότερα και αρκετές φορές τρομακτικά στη θέα τους στοιχεία της γήινης τοπιογραφίας είναι συνώνυμο με το ρήγμα και συνεκδοχικά παραπέμπει στο βάραθρο, συνδηλώνοντας τη σωματική δοκιμασία, αλλά και την πτώση ή τη μαγνητισμένη πορεία των οδοιπόρων, η οποία πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. Η Καρυστιάνη, εν προκειμένω, αναβαπτίζει την έννοια του φαραγγιού, ταυτίζοντας τη σωματική δοκιμασία με τη δοκιμασία της ψυχής και της εξομολόγησης των κριμάτων και των βασάνων σε αυτό στο στοιχειό της φύσης με σκοπό την εξιλέωση. Οι ήρωες του βιβλίου βαδίζουν μεν σε μια κοινή πορεία στο φαράγγι αλλά από την άλλη δεν παύουν να είναι βαθιά χωμένοι στη μοναξιά τους, δεν σταματούν σχεδόν καθόλου, ακόμη και όταν συνομιλούν με τους άλλους, να είναι ερμητικά στραμμένοι στον εαυτό τους. Γι’ αυτό και στο συγκεκριμένο έργο οι σιωπές των πρωταγωνιστών στο επίπεδο της δράσης ισοδυναμούν με αγωνιώδεις κραυγές στον εαυτό, εαυτός ο οποίος μπορεί να μεταμορφώνεται σε Μνήμη, σε τύψεις, σε συνείδηση.
Η χρήση του αριθμού επτά ― επτά είναι τα αδέρφια της ιστορίας, τέσσερις άνδρες και τρεις γυναίκες ― ενέχει επίσης συμβολική διάσταση. Ο αριθμός επτά σύμφωνα με τους πυθαγόρειους ήταν το σύμβολο της τελειότητας δεδομένου ότι το άθροισμα του τρία και του τέσσερα εξέφραζε τα δύο τέλεια σχήματα, το ισοσκελές τρίγωνο και το τετράγωνο. Αλλά είναι άπειρες οι μυθολογικές, μυστικιστικές, θρησκευτικές, και λογοτεχνικές χρήσεις του αριθμού επτά που εδώ δεν μπορούμε παρά να περιοριστούμε εν είδει παραδειγμάτων σε ορισμένες μόνο αναφορές: οι επτά χορδές της απολλώνιας λύρας, οι επτά σάλπιγγες της Ιεριχούς, οι επτά ημέρες της δημιουργίας, αλλά και οι Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό του Οδυσσέα Ελύτη, ή και οι κινηματογραφικοί Επτά Σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα, οι μετέπειτα Υπέροχοι στη χολιγουντιανή τους εκδοχή. Έτσι και εδώ, η Καρυστιάνη επιλέγει τη χρήση του αριθμού επτά για να μας υποβάλλει την εν δυνάμει ολοκλήρωση και την αδερφική αρμονία. Όσο η αφήγηση προχωρεί, η αδερφική αρμονία τίθεται από τον αναγνώστη εν αμφιβόλω, δοκιμάζεται έντονα, και αποκαθίσταται μόνο με τη λήξη της ιστορίας, διαγράφοντας έτσι ένα σχήμα κυκλικό.
Η συγγραφέας υποδόρια μας κινητοποιεί συναισθηματικά, δημιουργώντας καταστάσεις εκκολαπτόμενων συγκινήσεων, οι οποίες υπερβαίνουν το επίπεδο της καταδήλωσης. Το βίωμα ως εννοιολογική κατασκευή διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στην ύφανση του μυθιστορηματικού ιστού του παρόντος βιβλίου. Η ανάκληση προηγούμενων εμπειριών και οι αναμνήσεις δεν εξυπηρετούν μόνο το στήσιμο της πλοκής και κατ’ επέκταση την αφήγηση αλλά αποτελούν βασικό συστατικό του είδους της αφήγησης που επιλέγει η Καρυστιάνη για το έργο της. Η επιλογή του εσωτερικού μονολόγου ως αφηγηματικής τεχνικής, και η απόπειρα καταγραφής της ροής της συνείδησης των πρωταγωνιστών έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εφτά παράλληλων μικρών ψυχογραφημάτων.
Η οικονομική κρίση στο παρόν μυθιστόρημα, αλλά και οι πολιτικές αναφορές έχουν μάλλον χαρακτήρα δευτερεύοντα και προσχηματισμένο. Βοηθούν δηλαδή στην εξέλιξη της ιστορίας αλλά δεν αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι το Φαράγγι είναι ένα έργο αποκλειστικά για την οικονομική κρίση ή ένα μυθιστόρημα με βαθύ κοινωνικό πρόσημο. Η ξυλωσιά του μυθιστορήματος έχει ως μονάδα δόμησής της το ατομικό βίωμα και τα βάσανα των πρωταγωνιστών σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις ερείδονται στις οικονομικές δυσπραγίες. Η συγγραφέας δηλαδή αποπειράται να συνδέσει το ατομικό με το κοινωνικό, το καταφέρνει όμως σε ένα πρώτο, περιγραφικό επίπεδο, χωρίς να προχωρεί σε συνδέσεις που επιτρέπουν τον αναστοχασμό για τις αιτιώδεις σχέσεις ατόμου― κοινωνίας που διέπουν όλα ιστορικά γεγονότα. Είναι πιθανό οι περιγραφές για το φαινόμενο της οικονομικής κρίσης να αποτελούν σκοπίμως ατελείς αφηγηματικές νύξεις που ενσωματώνονται στον μυθιστορηματικό πυρήνα για να αποδώσουν πτυχές της παρούσας ιστορικής συγκυρίας, καθώς η κρίση δεν είναι ένα συντελεσμένο γεγονός αλλά μια πραγματικότητα εν εξελίξει. Όμως η Καρυστιάνη επιτυγχάνει να δώσει ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο σε ό,τι αφορά τις δαιδαλώδεις αδελφικές σχέσεις μιας πολυμελούς οικογένειας που δεν μαστίζεται κυρίως από τη δύνη της παρούσας οικονομικής καταστροφής αλλά πρωταρχικά κουβαλά τα δικά της μοναδικά μυστικά και τραύματα. Και αυτό δεν παύει να είναι ένα διαχρονικό και πανανθρώπινο ζήτημα.