Γιάννης Δούκας (*)
Στη δική μου εισήγηση, εξυπακούεται ότι ζητούμενο δεν αποτελεί να στοιχειοθετήσω έναν κανόνα, ούτε να διατυπώσω αρχές καθολικής ισχύος, γιατί σ’ ένα φαινόμενο όπως το λογοτεχνικό, μοιραία η όποια τοποθέτηση μόνο μερική, μόνο προσωρινή θα μπορούσε να είναι, υπό την έννοια ότι, εντός της συγχρονίας της, το λογοτεχνικό πρόσωπο της κάθε γενιάς και της εκάστοτε συγκυρίας βρίσκεται διαρκώς εν εξελίξει και, ασφαλώς, η καθεμιά και ο καθένας από εμάς, ανεξαρτήτως ρόλων, θέσεων και τίτλων, διαθέτουμε μια μερική, μόνο, αντίληψη του προσώπου αυτού.
Για λόγους συντομίας, συνεννόησης και οριοθέτησης του πεδίου, μιλώ έχοντας στο μυαλό μου δημιουργούς, ποιήτριες και ποιητές, που έκαναν την εμφάνισή τους στα γράμματα έπειτα από την αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα και που έχουν, ας πούμε, γεννηθεί μετά τη Μεταπολίτευση ή που, έστω, κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της διαμόρφωσαν την ταυτότητά τους, προσωπική και πολιτισμική. Εντοπίζω την πύκνωση της προσωπικής μου εποπτείας –άρα και την εστίασή μου– στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, την περίοδο, δηλαδή, που τυχαίνει να γράφω κριτική ποίησης για το Διαβάζω (από το 2009 έως τη διακοπή της κυκλοφορίας του περιοδικού τρία χρόνια αργότερα) και να δημοσιεύω τα πρώτα μου ποιητικά βιβλία, Στα μέσα σύνορα (2011) και Το σύνδρομο Σταντάλ (2013).
Διάλεξα ως θέμα και τίτλο της τοποθέτησής μου τη «γενιά του εκκρεμούς», προσθέτοντας παρενθετικά το «υπερβαίνοντας διαζεύξεις», θέλοντας σήμερα, πάνω απ’ όλα, ν’ αναδείξω τη ρευστότητα μιας γενιάς, τον τρόπο με τον οποίο μας διαφεύγει και θα μας διαφεύγει η ταυτότητά της, ανεξάρτητα από τα όποια μελλοντικά προϊόντα της λογοτεχνικής της παραγωγής. Μιλώ για μια γενιά έχοντας συναίσθηση, ασφαλώς, ότι κι εγώ σε αυτήν ανήκω, μιλώ, επομένως, για ποιητές και ποιήτριες που η κρίση χρέους και η αποκαλούμενη μνημονιακή περίοδος τους και τις, μας βρίσκει λίγο πριν ή λίγο μετά τα τριάντα μας χρόνια και με κοινή συνισταμένη μας, κοινό παρονομαστή της εμπειρίας μας ότι βιώνουμε μια σειρά από αβεβαιότητες, εκκρεμότητες, ματαιώσεις σε τέτοιον βαθμό δομικές που μετατρέπονται σε κυτταρικό κομμάτι της ύπαρξής μας και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την τρέχουσα ζωή και την εξ αυτής ή ερήμην της τέχνη.
Και ποια είναι αυτή η τρέχουσα ζωή; Είναι μια ζωή που μετεωρίζεται ανάμεσα στη χώρα και σε ό,τι διαπερνά τα σύνορά της, μια ζωή που συχνά εμπεριέχει την εμπειρία του εξωτερικού, για εργασία ή για σπουδές, εμπειρία που με τη σειρά της επιδρά καθοριστικά στις προσλαμβάνουσες – και ως προς το παράδειγμα της κοινωνικής συγκρότησης και ως προς τα χαρακτηριστικά της λογοτεχνικής δραστηριότητας.
Είναι, ακόμη, μια ζωή με βαθιά και με μόνιμη επαγγελματική επισφάλεια, με την απλήρωτη ή κακοπληρωμένη εργασία να επέχει, πλέον, θέση κανονικότητας. Στον, ούτως ή άλλως περιθωριακό, ευρύτερο χώρο του βιβλίου, ενασχολήσεις που κάποτε συνεπάγονταν βιοπορισμό ή, έστω, αποζημιώνονταν μ’ ένα συμβολικό αντίτιμο, η αρθρογραφία, λόγου χάρη, και η βιβλιοκριτική, έχουν καταστεί –με ψευδαισθητικό αντάλλαγμα την ιδέα του δημόσιου βήματος– περιστασιακές πολυτέλειες της σχόλης ή δωρεάν παρεχόμενες υπηρεσίες – κάτι που έχει, αναμφίβολα, συντελέσει, μαζί με άλλους παράγοντες, στη μειωμένη εμβέλεια και την απαξία του παραγόμενου περί τη λογοτεχνία λόγου.
Αλλά και στα ευρύτερα συμφραζόμενα της αναπάντητα κυρίαρχης, της εκ των έσω και άνωθεν απορρυθμισμένης αγοράς, στην υπερδεκαετή, πλέον, ατέρμονη και ατέρμονα μεταμορφούμενη κρίση, σ’ ένα πολίτευμα που όλο και εκφυλίζεται προς την κατεύθυνση της ανελεύθερης δημοκρατίας, με την εκ των πραγμάτων μονοφωνία του Τύπου, τη βιαιότητα, την επιτήρηση, την καταστολή, τη συντηρητική παλινόρθωση και την αποχαλινωμένη αυθαιρεσία της εξουσίας, με την ιδιότητα του πολίτη ανεπανόρθωτα διαβρωμένη, αντικατεστημένη από την ταυτότητα του χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως ινδικού χοιριδίου, πώς διαμορφώνονται τα γνωρίσματα μιας λογοτεχνικής γενιάς και συγκυρίας, μέσα από πόσα χορευτικά βήματα εξεγέρσεων και συνθηκολογήσεων, συμβιβασμών και συγκρούσεων;
Τι βιβλία γράφουμε, αν όχι αυτά, ακριβώς, που αποτυπώνουν ως συστατική συνθήκη της ύπαρξής μας τον έμπρακτο μετεωρισμό ανάμεσα στη ρήξη και τη συνέχεια, το προς τα έξω στραμμένο βλέμμα και την ένταξη σε μια εντόπια γενεαλογία, συνειδητά, όμως, υποβαλλόμενη στον επανακαθορισμό της, την αλλαγή, δηλαδή, αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως κανόνα; Αν όχι αυτά που κινούνται ανάμεσα στην παραδοσιακή συγκρότηση του ποιητικού βιβλίου ως συλλογής και την υπέρβασή της από συνθέσεις ενιαίας σύλληψης και μεγαλύτερης φιλοδοξίας; Ανάμεσα στην επικαιρότητα που μας περιβάλλει και το ιστορικό βάθος; Τον θεωρητικό οπλισμό που κατέχουμε και τις μεθοδολογίες της εκφραστικής εφαρμογής του;
Εντασσόμαστε, με δυο λόγια, στην προϋπάρχουσα κατάσταση, στον παραδεδομένο «τρόπο να το πεις», ταυτόχρονα, όμως, αντιλαμβανόμαστε την παράδοση ως κάτι που επινοείται, πρωτίστως, ή κατασκευάζεται. Προτιμούμε, ως εκ τούτου, να υιοθετήσουμε μια χειροποίητη, εξατομικευμένη εκδοχή της, αντί να μπούμε στη διαδικασία μιας στανικής αποδοχής κληρονομιάς. Κι αφού η αντίληψη και διαμόρφωση της παράδοσης είναι ιδιοσυγκρασιακή, αντίστοιχα ποικίλλει και η έκταση που καταλαμβάνει μέσα μας η κάθε διακριτή περιοχή: των ομόγλωσσων και μη προγόνων μας, των ομόγλωσσων και μη συγκαιρινών μας.
Και αν, γράφοντας, εγγραφόμαστε σε μια γενεαλογία, δεν παύουμε να τη διαπραγματευόμαστε, να την αμφισβητούμε και, ώς ένα βαθμό, να την αρνούμαστε. Και θα μου πείτε, «δεν είναι ίδιον αυτό κάθε γενιάς και κάθε εποχής;». Η ποιοτική, κατά τη γνώμη μου, διαφορά συνίσταται σε αυτό που έχω κρύψει στην παρένθεση: την υπέρβαση, δηλαδή, των διαζεύξεων. Μπορούμε σήμερα –ή, μάλλον, επιβάλλεται– ν’ αναγνωρίσουμε ως έωλα τα σχήματα που ώς τώρα προσδιόριζαν το πώς θα συζητάμε για όλα αυτά και τι θα λέμε. Το ζητούμενό μας δε θα έπρεπε να είναι ποια ονόματα θα συναπαρτίζουν τον όποιο κανόνα και πώς, περιοδικά, θα τα προσθαφαιρούμε, αλλά η κατανόηση πως η αντοχή της έννοιας «κανόνας» έχει εξαντληθεί, πως περιττεύουν πια οι κλειδοκράτορές της. Πως, τώρα που έχει αποκαλυφθεί σαθρή και διάτρητη η εξουσία των άλλοτε φορέων της, των πάλαι ποτέ παραγόντων και καθοδηγητών, αμελητέα και μηδαμινή η εμβέλειά τους, ζητούμενο δε θα έπρεπε να είναι ποιοι και πώς θα τους υποκαταστήσουν.
Μας είπαν και γενιά της κρίσης. Μέσα στη συγκυρία μας και πέρα από αυτήν, με αναμφισβήτητη, όσο και σχετική, τη χρησιμότητα των ορισμών, των αναλύσεων και των θεωρητικών σχημάτων, υπαρκτή, όσο και φευγαλέα, την ισχύ τους, κρατάμε ως στοίχημα και ως ζητούμενο αυτό: την αναγνώριση των αντιφάσεων, τη συνύπαρξή τους, την κηπουρική μιας πολυμορφίας περήφανης, την ανάδυση μιας ρευστότητας συστατικής, την επίμονη άρνηση μιας παγίωσης, αφού ούτε και η πραγματικότητα δείχνει να μας το επιτρέπει, τη συλλογική εν εξελίξει μεταμόρφωση, την υπέρβαση των διαζεύξεων, λοιπόν (ΚΑΙ αυτά ΚΑΙ εκείνα), την εκτροπή, εδώ και τόσα χρόνια, από τη θέση ισορροπίας μας, που εντός βαρυτικού πεδίου μάς επιβάλλει να εκτελούμε (και θα εκτελούμε) την εργασία μας ως μια αρμονική ταλάντωση: την κίνηση αυτή του εκκρεμούς.
(*) Ο Γιάννης Δούκας είναι ποιητής