«Μερικοί άνθρωποι δεν κάνουν ποτέ τρέλες. Τι τρομακτική πρέπει να είναι η ζωή που ζουν!» Τσαρλς Μπουκόφσκι
του Βασίλη Κουνέλη
Εάν ιεραρχούσε κανείς τους κανόνες της συγγραφικής τέχνης θα τους όριζε κάπως έτσι. Το λογοτεχνικό έργο πρέπει: Να είναι πρωτότυπο. Να μην επαναλαμβάνει στερεότυπα, ήτοι να υπονομεύει την “κανονικότητα”. Να μην φλυαρεί. Να υπηρετεί μια αισθητική συναίνεση του καιρού που περιγράφει.
Οι παραπάνω όροι πληρούνται απόλυτα στην συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα Δημήτρη Μανιάτη, Μπρούτζινος, 16 διηγήματα μικρής φόρμας, εκδόσεις Μετρονόμος 2021. Έμπειρος πολιτικός αρθρογράφος ο Μανιάτης ξεχωρίζει στην αναλυτική επισκόπηση πεπραγμένων των πολιτικών υποκειμένων, οσμιζόμενος με επιτυχία τις απολήξεις των ενεργειών τους, ακόμα κι όταν η επιφάνεια των πραγμάτων δεν βοηθά ή και μοιάζει να κινείται σε αντιδιαμετρική του στόχου των πολιτικών εγχειρημάτων κατεύθυνση. Βασικό εργαλείο των πολιτικών κειμένων του Μανιάτη, πέραν των στέρεων αναλυτικών του εργαλείων είναι το θάρρος έκφρασης γνώμης, θάρρος που ενοχλεί συχνά και μεγαλύνεται, καθώς οι επικοινωνιακοί δίαυλοι του αποτελούν απολύτως συμβατικά μέσα επικοινωνίας, όπως η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, του μεγαλύτερου ομίλου Μ.Μ.Ε. της χώρας…
Ο συγγραφέας Μανιάτης χρησιμοποιεί στην λογοτεχνία του το ίδιο θάρρος με το οποίο υπηρετεί τις πολιτικές του αναλύσεις, αλλά όχι και τους καλά ασκημένους όρους της πολιτικής του ανάλυσης, καθώς φαίνεται να γνωρίζει ότι τέτοιοι αναλυτικοί και επεξηγηματικοί όροι θα κατέληγαν βαρίδια στην λογοτεχνία, υπονομεύοντας τον όποιο συγγραφικό του στόχο…
Αν γνώριζε δε κανείς και την βαθιά λατρεία του για τον κόσμο του λαϊκού τραγουδιού (ισάξια του ίδιου του τραγουδιού) και κινούνταν με άξονα την αναλυτική-έως εξαντλητική- ιστορική έρευνα του για την δημιουργία, τις συνθέσεις, τους πρωταγωνιστές και τους εμφανείς και αφανείς μετόχους της χρυσής και ίσως τελευταίας για το λαϊκό τραγούδι τριακονταετίας 1950-1980, με αφορμή –όχι τυχαία- τον κορυφαίο (πλην «προσπεράσιμο» από τους συχνά ανορθόλογους και πρόχειρους απολογισμούς) βάρδο Πάνο Γαβαλά, θα ανακάλυπτε και στην λογοτεχνία του, την τεχνική της διαρκούς εμφάνισης μιας μπάμπουσκας, που με ευρηματικότητα ζογκλέρ ξεπετιέται αιφνίδια μέσα ή κάτω από την επιφάνεια των προσώπων και των πραγμάτων διασχίζοντας την απόσταση από το ένα διήγημα στο άλλο και ενοποιώντας τα με αξιοσημείωτο τρόπο.
Στον ανυπόμονο να ορίσει τον διηγηματικό του τρόπο, με άξονα τον συντάκτη- αναλυτή Δ.Μ., η ανάγνωση των διηγημάτων του Μπρούτζινου δεν μοιάζει οικεία, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος όπως προείπα, με την εγκατάλειψη της ασκημένης κι επιτυχούς εκφραστικής μανιέρας του πολιτικού συντάκτη. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως οι εμβριθείς αναλύσεις και η εφημερίδα καταλήγουν διηγηματικά και προφανώς αυτοσαρκαστικά περιτύλιγμα ψαριών στο πάγκο του ψαράδικου στο διήγημα Ύλη. Ανοίκεια μοιάζει και η απουσία του απολύτως αναλυτικού και σχεδόν εξαντλητικού ιστορικού Δ.Μ., ενώ ξαφνιάζει η απροκάλυπτη και σχεδόν ωμή χρήση του λόγου, καθώς απουσιάζουν παντελώς οι «ευπρεπισμοί» στις λεκτικές αποτυπώσεις του συγγραφέα…
Ο Μανιάτης δεν γράφει εύκολα, ούτε στο περιθώριο, ούτε προεισαγωγικά, ούτε ως (κάποιου τύπου) μετά- επίλογο των πολιτικών κειμένων. Ούτε χρησιμοποιεί διαγραμμένα σχόλια και σκέψεις που προέκυψαν κατά την διάρκεια της μακράς και επίπονης αναζήτησης του ως ιστορικού μελετητή του λαϊκού πολιτισμού μας και του σπουδαίου και μοναδικού λαϊκού τραγουδιού μας.
Ο Μανιάτης γράφει εδώ λογοτεχνία! Καθαρή, ξάστερη κι ανόθευτη, προκλητική κι απέριττη, σοκαριστική και φευγαλέα, χαρίζοντας στο βλέμμα μας άγνωστες ζωές, μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα της αφήγησης του ή προσφέροντας τον -σχεδόν μουσικό -απόηχο ενός δωματίου χωρίς την μεσολάβηση μόνωσης και αποστάσεων, αναγκαίων αποστάσεων, των οποίων την απόλυτη κατάργηση δεν διστάζει όπου δει, εισβάλλοντας στο πεδίο για να πρωταγωνιστήσει (ή αφήνοντας μας να το εννοήσουμε) ο ίδιος, τόσο λεκτικά και νοητικά, όσο και σωματικά, όπως στο διήγημα Αδάμ, αλλά και κυρίως –και «στοχοπροσηλωμένος» σε αυτό – προκειμένου να δοξάσει περιγραφικά. Άλλωστε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση κυριαρχεί στα περισσότερα των διηγημάτων του, όπου συχνός είναι και ο εσωτερικός μονόλογος των πρωταγωνιστών του…
Είναι απολύτως σαφές ότι όλα τα παραπάνω μέσα που χρησιμοποιεί αποβλέπουν στην αφετηριακή στοχοπροσήλωση του συγγραφέα (πιθανόν πολύτιμη σκευή της θητείας του στην νεολαία της ΚΝΕ) στην καθαρή λογοτεχνική αποτύπωση!
Ο Μανιάτης γράφει ωστόσο και πρωτίστως για την ίδια την ζωή και τους παραλογισμούς της, την τρομακτική πλήξη που απειλεί και μας επιφυλάσσει σε κάθε βήμα μας, πλήξη την οποία μεγέθυνε ο εγκλεισμός της πανδημίας, που υπήρξε και η περίοδος συγγραφής των διηγημάτων του Μπρούτζινου. Και αυτή η «διαφυγή» την οποία αποπειράται λογοτεχνικά, αποδεικνύεται απρόβλεπτη, αιφνίδια και απροσδόκητη, μια προδιαγεγραμμένη «εκτελεστής» της καθημερινότητας και μαζί της θλίψης, που κουβαλά μαζί της…
Ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα των φανταστικού, ενίοτε και των φαντασιώσεων, την δίοδο μιας διπλανής άγνωστης πόρτας του υπόκοσμου, που υπηρετεί πιστά και διαχρονικά για την ελληνική, ιδίως την «αθηναϊκή» λογοτεχνία ο κόσμος πέριξ της πλατείας Ομόνοιας, και ειδικότερα οι οδικοί άξονες που οδηγούν σε αυτήν, όπως η οδός Φυλής όπου διαδραματίζονται δυο τουλάχιστον από τα διηγήματα. Η Ομόνοια ως αφετηρία ταξιδιού, αλλά και ως κατάληξη- αποβάθρα μιας εσωτερικής κι εξωτερικής μεταναστευτικής και προσφυγικής πορείας σωμάτων, ήχων και ψυχών ˑμια λούμπεν «φάτνη» που καταλαγιάζει προσώρας την ζαλάδα και το ταρακούνημα των ταξιδευτών και που στο ιστορικό σιντριβάνι της σαλπάρουν σαν πρόσκαιρα καράβια για την σύντομη περιφορά τους, οι χαρτοσακούλες της ναυτίας…
Το κυρίως φόντο του, ολόκληρη η Αθήνα των επίλεκτων του σημείων. Η Ξανθίππης και η Λιοσίων, η Σεπολίων, η Αγία Θέκλα, ο Λόφος Σκουζέ, αλλά κι ο λόφος του Λυκαβηττού, ως ιστορικό σημείο αναφοράς της ελληνικής μουσικής μέσα από τις ανεπανάληπτες συναυλίες της δεκαετίας του ’80 που διοργάνωσε το περιοδικό Ντέφι, το Ζόναρ’ς, αλλά και η Σπευσίπου στο Κολωνάκι, όπως και η λαϊκή της Καλλιδρομίου.
Πρωτίστως ότι βρίσκεται στο ημίφως της πόλης, περιθωριακά ξενοδοχεία, αλλοπρόσαλλα μαγαζιά, προποτζίδικα και καφενεία της συμφοράς, μπουρδέλα, σινεμά πορνό κι ο περίγυρος τους …
Και γράφει γι’ αυτά ο Μανιάτης με την χρήση των απολύτως απαραίτητων λέξεων, πιστός λάτρης καθώς φαίνεται της λακωνικότητας και μιας λογοτεχνίας της μικρής φόρμας, και των μικροκαμωμένων κειμένων τύπου μπονζάϊ…
Πρόκειται για μια ελεγεία της ασυμμετρίας, όπου τίποτα δεν είναι συμμετρικό κι αναμενόμενο, το στοιχείο της έκπληξης κυριαρχεί –ακόμα και στην πλέον γκροτέσκο και σπάνια εκδοχή της, όπως η διφαλλία στο διήγημα Μπρους Λι ή η τσιγγάνα και τράνς στο Νάνος και κάλαντα -και που ακόμα και η απολύτως απειλητική για τον αναγνώστη αυτοπυρπόληση του ίδιου του συγγραφέα…μοιάζει σαν πιθανή να επισυμβεί, σ’ αυτόν τον υποκειμενικό και κατά 90% περιθωριακό κόσμο που μας αφηγείται!
Γιατί τι άλλο παρά την απόλυτη ασυμμετρία αποτελούν οι τρείς τενίστες πρωταγωνιστές του διηγήματος Τένις, που δεν θα μπορέσουν ποτέ να παίξουν όλοι μαζί εκτός από μονό, ούτε ένα κανονικό διπλό ματς χωρίς τέταρτο συμπαίκτη και που με τα σορτσάκια τους και τις λευκές κάλτσες τους εμφανίζονται στον Λυκαβηττό, καταφέρνοντας να ξεσηκώσουν την μήνη του κοινού που μοιάζει περισσότερο με εκκλησίασμα– μέλη του ίδιου του εκκλησιάσματος και οι ίδιοι!- πριν ο από μηχανής -ίδιος Θεός -τραγουδιστής Ωρίων επαναφέρει ως άλλος πλάστης την τάξη με δυο κουβέντες και μια κίνηση του χεριού και αποκαταστήσει τις -ανύπαρκτες ούτως ή άλλως –ισορροπίες!
Για την ασυμμετρία λοιπόν και για το εκάστοτε εκκλησίασμα, που με ευκολία συντίθεται και αποσυντίθεται και που το αποτελούν οι πιστοί, ορκισμένοι θαμώνες ενός λαϊκού βάρδου ή οι πιστοί, εβδομαδιαίοι πελάτες της ίδιας πουτάνας, στο Τροπάριο Κασσιανής ή οι τακτικοί θεατές του ίδιου πορνοσινεμά, μύστες ακόμα και συγκεκριμένων καθισμάτων του, όπως στο Βρε, κουτό!
Για τον κραυγαλέο ναρκισσισμό ακόμα που κραυγάζει πρωτίστως την ανάγκη μιας ατομικότητας που περιστέλλεται διαρκώς, και για τις ιδιαιτερότητες που δεν είναι μια, αλλά πολλές και σημαντικές ανθρώπινες ιδιότητες, πλούτος μεγάλος δηλαδή, και για των ανθρώπων τα έργα, μα και τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας, φανερές κι ανείπωτες που αξίζουν την ανάσα και το βλέμμα όλων κι ας στέκονται συχνά παραιτημένες στο περιθώριο και που η απώλεια τους μόνο φτώχεια προκαλεί και θλίψη.
Και για το κατά περίπτωση εκκλησίασμα που δεν είναι ένα(ευτυχώς) αλλά πολλά, όσα και τα σημαντικά του κόσμου μας, αυτού του κατ’ ουσία τεράστιου και αναποδογυρισμένου χαμαιτυπείου…
Δημήτρης Μανιάτης, Μπρούτζινος, 16 διηγήματα μικρής φόρμας
Βρες το εδώ