Μια αποτυχημένη ιστορία αναστάσεως (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
787

                                

 

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Θέλω να ξεκινήσουμε την καινούργια χρονιά αναγνώσεων, για την οποία εύχομαι το διάβασμα να μην αποτελέσει εκ νέου προϊόν καταναγκαστικής συνθήκης, με ένα παλαιό βιβλίο, που έρχεται ξανά στη δημοσιότητα χάρη στην ωραία πρωτοβουλία των εκδόσεων Σοκόλη. Το βιβλίο είναι σχεδόν συνομήλικό μου, τυπωμένο το 1958, και εκπροσωπεί την πρώτη εμφάνιση του Νίκου Μπακόλα στα γράμματα. Πρόκειται για τη νουβέλα Μην κλαις, αγαπημένη, που μαζί τη συλλογή διηγημάτων Εμβατήρια (1972) και το πεζογράφημα Ύπνος θάνατος (1974) εγκαινιάζουν την αρχική  συγγραφική του περίοδο: ένα σύνολο ελλειπτικών σπουδών πάνω στον έρωτα και τους διαφεύγοντες κόσμους του ονείρου. Το ιστορικό κουβάρι του κατοπινού του έργου ο Μπακόλας θα πιάσει να το ξετυλίγει όχι τόσο με τον μυθιστορηματικό Κήπο των πριγκίπων (1966), που προηγείται εκδοτικά και παίζει εν εκτάσει με τα μυθικά πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας, όσο με τα «δώδεκα αλληλένδετα αφηγήματα» της Μυθολογίας (1977), που λειτουργούν δίκην ενιαίου μυθιστορήματος. Θυμίζω πως ο κύκλος θα ολοκληρωθεί με τρία επιπλέον μυθιστορήματα, τη Μεγάλη πλατεία (1987), την Καταπάτηση (1990) και την Ατέλειωτη γραφή του αίματος (1996). Κι ας μην παραλείψουμε, στο εσωτερικό του ίδιου κύκλου, το αφήγημα Η κεφαλή (1994), που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει «πεζογράφημα», καθώς και το ληστρικό του μυθιστόρημα Μπέσα για μπέσα ή Ο άλλος Φώτης (1998).

Όπως σημειώνει ο Αλέξης Ζήρας στην εισαγωγή της νέας έκδοσης του Μην κλαις, αγαπημένη, «η νουβέλα αυτή μοιάζει με σχετικά απομονωμένη νησίδα, που περιβάλλεται από τις άλλες γνωστές και σε μεγάλο βαθμό καθιερωμένες στα νεότερα γράμματά μας πεζογραφικές εκδόσεις του». Ο Ζήρας ανιχνεύει εν προκειμένω ως βασικό γνώρισμα την πρώιμη επίδραση της αμερικανικής πεζογραφίας, από Φώκνερ και Μαρκ Τουέιν μέχρι τα hard boiled αστυνομικά, και έχει απολύτως δίκιο. Δεν λείπει, ωστόσο, μόνο η Ιστορία από τη νουβέλα. Λείπουν και τα ονειρικά στοιχεία των αμέσως επόμενων έργων του Μπακόλα, όπως και ο υπόγεια έρρυθμος ρυθμός ή η από σκοπού πολυμέρεια και ρευστότητα της αφήγησης, που θα χαρακτηρίσουν ολόκληρη την παραγωγή της ωριμότητάς του. Απομένει, από τα αμέσως επόμενα έργα του, ο έρωτας. Κι ο έρωτας, όμως, δεν συνιστά αυτόνομο θεματικό δεδομένο, προσφέροντας μόνο το πλαίσιο εντός του οποίου θα αποθησαυριστεί, με τα λόγια των τελευταίων αράδων του Μπακόλα, το ενθύμιο «μιας αποτυχημένης ιστορίας αναστάσεως». Γι’ αυτό και ο τίτλος της νουβέλας δεν είναι συναισθηματολογικός και μελοδραματικός: δεν συμπυκνώνει τον τρόπο με τον οποίο σβήστηκε και διεγράφη ο έρωτας της Μαρίκας και του Μπίλλυ, δίνει μόνο σάρκα και οστά στο τείχος που ορθώθηκε μπροστά στις προσδοκίες τους για μιαν άλλη ζωή. Καταπιεσμένος μαύρος από τον βορειοαμερικανικό Νότο ο Μπίλλυ, «πεταλουδίτσα» της νύχτας από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης η Μαρίκα (το επαγγελματικό της όνομα είναι Φαίη), μπλέκουν σε μιαν υπόθεση κλοπής του Μπίλλυ, που λύνεται χωρίς την παρέμβαση της αστυνομίας και δίχως περαιτέρω συνέπειες για κανέναν από τους δυο. Χωρίς περαιτέρω συνέπειες; Όχι ακριβώς. Ο Μπίλλυ ψάχνει να ξεφύγει από όσα τον έδιωξαν από τον τόπο του (τον ρατσισμό, τη φτώχεια και την αφάνεια), η Μαρίκα πιστεύει πως ο δεσμός τους θα την απαλλάξει από τον εκμηδενισμό της ύπαρξής της στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη. Η ανάσταση, εντούτοις, δεν θα έλθει ποτέ, και η πραγματικότητα θα συνεχίσει απλώς να σφυρίζει τριγύρω τους τόσο άκαρδα όσο και πριν. Όχι μελόδραμα, λοιπόν, πλην, οπωσδήποτε, ένα βουβό, καθημερινό (και κοινωνικό) δράμα.

Ο Μπακόλας δεν θα ξαναγράψει ποτέ κάτι ανάλογο, η ακρίβεια και η ψυχρότητα του ρεαλισμού του δεν θα επαναληφθούν σε κανένα του έργο, αλλά το Μην κλαις, αγαπημένη, πέρα από όσα αναζητούν οι κριτικοί και οι φιλόλογοι, μπορεί να διασωθεί στο ακέραιο μέσα στον χρόνο. Η πλοκή παραπέμπει τόσο στις hard boiled αστυνομικές ιστορίες όσο και στις ιστορίες μυστηρίου (ας προσέξουμε με πόση μαστοριά κρατιέται μέχρι το τέρμα σχεδόν στο ημίφως η ταυτότητα του καπετάνιου, ενός από τους τρεις που κυνηγούν τον Μπίλλυ). Οι χαρακτήρες είναι δουλεμένοι όπως σε πολυσέλιδο μυθιστόρημα (ας δούμε το ψυχολογικό βάθος προσώπων σαν τον Ιταλό Λουίτζι και τον Σκανδιναβό Όλε, τα δύο άλλα μέρη της τριανδρίας). Τέλος, το κλίμα και η ατμόσφαιρα της δράσης έχουν (όπως το επισημαίνει και ο Ζήρας) και μιαν έντονα θεατρική ή κινηματογραφική διάσταση.

Σκέφτηκα πολλές φορές και τους πέντε ήρωες, όσο ξαναδιάβαζα το βιβλίο, σαν πρωταγωνιστές σύγχρονης ταινίας αστυνομικού μυστηρίου με μελαγχολικές και πλάγιες, σχεδόν ψιθυριστές κοινωνικές αναφορές. Δεν αρκούν όλα αυτά για να μας επανασυστήσουν τον Μπακόλα σε ένα καινούργιο περιβάλλον; Κάτι παραπάνω, δεν φτάνουν για να τον εγκλιματίσουν και να τον φέρουν βαθιά μέσα στην εποχή μας;

 

 

Νίκος Μπακόλας, Μην κλαις, αγαπημένη, εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, Σοκόλη

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΤο κερί (διήγημα του Αργύρη Παυλιώτη)
Επόμενο άρθροΟ θάνατος του Μπαλζάκ (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ