της Τώνιας Τζιρίτα Ζαχαράτου (*)
Τον Ιούνιο του 2023 κυκλοφόρησε αθόρυβα ο Αδριανός της Tatiana Faia, το πιο πρόσφατο βιβλίο μιας Πορτογαλίδας ποιήτριας η οποία τα τελευταία χρόνια επανέρχεται με αφοσίωση και αναστοχαστική ματιά στην κληρονομιά του αρχαίου παρελθόντος, την οποία κι αναζητά σε σύγχρονες τοπιογραφίες όπου κουβαλά κι εναποθέτει τα δικά της πολιτισμικά και συναισθηματικά βιώματα. Γεννημένη το 1986 με σπουδές στην κλασική φιλολογία και ζωηρό ενδιαφέρον για την πρόσληψη της αρχαιότητας υπό μοντέρνες προϋποθέσεις, η Τατιάνα Φάια έχει αναδειχθεί σε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της σύγχρονης πορτογαλικής λογοτεχνίας. Έχει συγγράψει πέντε ποιητικές συλλογές–για το βιβλίο της Um Quarto em Atenas (Ένα δωμάτιο στην Αθήνα) τιμήθηκε το 2019 με το Πορτογαλικό Βραβείο Pen για την Ποίηση– και μία συλλογή διηγήματων· έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, Anne Carson και Όμηρο στα Πορτογαλικά· έχει γράψει λιμπρέτα για όπερα.
Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, ο Αδριανός ήταν εξαρχής ένα διπλό βιβλίο, ίσως ορθότερα, ένα δίγλωσσο βιβλίο. Ανήκε δηλαδή εξίσου στην ελληνική πραγματικότητα που του παρείχε ένα φιλόξενο έδαφος και στην πορτογαλική ευαισθησία που το καρποφορούσε. Ίσως αυτή είναι ήδη μία πρώτη από τις πολλαπλές αντανακλάσεις που συνθέτουν την ιστορία του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού, ενός αυτοκράτορα-ταξιδευτή, εν μέρει ξένου μέσα στην ίδια την αυτοκρατορία που κυβερνούσε, αλλά και όποιο κείμενο καταπιάνεται μεταγενέστερα μαζί της. Αν οι ιστορίες των βιβλίων έχουν αρχή, το ξεκίνημα του συγκεκριμένου θα πρέπει να αναζητηθεί σε μια κοινή επίσκεψη στην «αίθουσα των Αδριανών» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, όπου βρεθήκαμε η μελλοντική συγγραφέας και η μελλοντική μεταφράστρια του Αδριανού το καλοκαίρι του 2019. Είχαμε μόλις γνωριστεί και μπροστά μας ανοιγόταν η υπόσχεση μιας δημιουργικής φιλίας. Σ’ αυτό το κοινό μέλλον διαδραματίστηκαν τα αδιάκοπα ταξίδια της ποιήτριας στην Ελλάδα και οι συναντήσεις γραφής και μετάφρασης, όπου το βιβλίο μεταμορφωνόταν και περνούσε σε μια άλλη γλώσσα, ξένη και ταυτόχρονα οικεία· κι εγώ γινόμουν κειμενικό ίχνος, αφιέρωση, μεταφράστρια στο συνεργατικό εγχείρημα ποιητικού πλούτου και γλωσσικής φροντίδας που αποτέλεσε ο πολύτροπος Αδριανός.
Αν έπρεπε να επιλέξω τη δυναμική ενέργεια τριών ρημάτων για να σκιαγραφήσω αδρά την επίδραση του βιβλίου, θα έλεγα πως αναδύεται, ανυψώνει κι ανασκάπτει. Αυτές οι τρεις χειρονομίες επανάληψης, οι οποίες υποδεικνύουν μια κίνηση ανάμεσα στο βάθος και την επιφάνεια, συγκροτούν τα τέσσερα ποιήματα του Αδριανού και το επιλογικό δοκίμιο που τα πλαισιώνει. Πρόκειται για συνθέσεις με αλλεπάλληλες στρώσεις, όπου συναντιούνται θραύσματα ιστοριών, σκιές χαρακτήρων κι απόηχοι αναγνώσεων· με λίγα λόγια για απομεινάρια του παρελθόντος κι επινόησεις του παρόντος. Στον πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται η ιστορία έρωτα και πένθους ανάμεσα στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό και τον έφηβο από τη Βιθυνία Αντίνοο, ένας δεσμός που έληξε αιφνίδια με τον πνιγμό του Αντίνοου στον Νείλο το 130 μ.Χ.. Ατύχημα, θυσία, αυτοχειρία, κανείς δεν έχει μπορέσει να αποφανθεί με σιγουριά στους αιώνες που ακολούθησαν. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η οδύνη του Αδριανού παρήγαγε μια ατελεύτητη σειρά αγαλμάτων, έκοψε αμέτρητα νομίσματα και γέννησε έναν καινούργιο θεό στο πρόσωπο του νεκρού του εραστή, τροφοδοτώντας για πάντα τη μυθοπλαστική φαντασία των μεταγενέστερων. Ο Αντίνοος, «η πιο διάσημη νεράιδα της ιστορίας» όπως θα παρατηρήσει η Σάρα Γουότερς[i] μελετώντας την ανάδειξή του αρχαίου νέου σε ομοερωτικό είδωλο κατά τη βικτωριανή περίοδο· ο «Αντίνοος», το παθιασμένο ποίημα που έγραψε ο Φερνάντο Πεσσόα στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου ψηλαφεί τις στενές συνάφειες ανάμεσα στην ερωτική επιθυμία, τον θάνατο και την τέχνη· ανάμεσα στο νεκρό σώμα και το άγαλμα. Κι ακόμα, ο Αδριανός που στοιχειώνει για χρόνια τη Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, η οποία σε μια συγγραφική πράξη μαγείας και πολυμάθειας θα αποπειραθεί να μεταφερθεί στο εσωτερικό του αυτοκράτορα και να (μετα)γράψει τα απομνημονεύματά του.
Μέσα από ένα τέτοιο πυκνοϋφασμένο δίκτυο ξεπηδά ο Αδριανός της Τατιάνα Φάια, η οποία δεν είναι λιγότερο στοιχειωμένη από τον αυτοκρατόρα του 2ου αιώνα και το ελληνορωμαϊκό παρελθόν που κουβαλά μαζί του. Όπως μας υπενθυμίζει ο Ντεριντά,[ii] το φάντασμα είναι πάντοτε μια σκιά που αρχίζει επιστρέφοντας. Επανέρχεται κατά τρόπο ανεξέλεγκτο, συχνά ανεπαίσθητο, φέροντας το κέλευσμα για την ανάληψη μιας κληρονομιάς, η οποία ωστόσο παραμένει αινιγματική. Εκεί, πάνω στο χάσμα μιας τέτοιες κληρονομιάς, αναπτύσσεται η ανασκαπτική ποίηση του Αδριανού. Το φάντασμα διασκορπίζεται στους δρόμους της σύγχρονης Αθήνας, όπου το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει για να αδράξει φευγαλέα σήματα, που τρεμοσβήνουν για μια στιγμή κι έπειτα χάνονται. Ανασύρεται κατακερματισμένο κάτω από στοιβάδες χώματος στους τόπους των αρχαιολογικών ανασκαφών. Ξεπροβάλλει ως ίχνος στα αισθήματα τα οποία διαμορφώνουν τη μοντέρνα ευαισθησία και τους δεσμούς των προσώπων που εμφανίζονται στο βιβλίο. Ακόμα και το πιο μακρινό παρελθόν μπορεί να εισέλθει ως ανάμνηση μέσα από τις πολλαπλές χαραμάδες που ανοίγουν οι λέξεις των ποιημάτων, αυτά τα πολυμήχανα εργαλεία διάρρηξης. Όπως η Γιουρσενάρ, όπως ο Σεφέρης, τον οποίο συχνά απηχεί η συλλογή, η ποιήτρια γνωρίζει καλά ότι ανάλογα εγχειρήματα χτίζονται πάντοτε γύρω από το κενό κι έτσι σφυρηλατεί προσεκτικά το περίγραμμά του. Πώς να διαχωρίσεις ό,τι έχει επιβιώσει απ’ όσα έχουν οριστικά χαθεί; «Αυτά τα σπίτια χτίστηκαν με όσες πέτρες μπορέσαμε να βρούμε» γράφει στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου παραλλάσσοντας ελαφρά έναν σεφερικό στίχο από το ποίημα «Ένας λόγος για το καλοκαίρι». Τα ποιήματα του Αδριανού έχουν για υλικό τους απομεινάρια και ίχνη, και ξεδιπλώνουν σταδιακά την ακλόνητη απόφαση να αφιερωθούν στην αναζήτηση της ευτυχίας, η οποία αναπόφευκτα διέρχεται μέσα από την απώλεια.
Ο διαρκής διάλογος μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αναδεικνύεται στη συν-αισθηματική σχέση ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς. Γίνεται ένας τρόπος για να ελιχθούμε στους αλλεπάλληλους αντικατοπτρισμούς και τα διακειμενικά παιχνίδια της ποιήτριας. Πώς συνδέεται μια αδέσποτη γάτα στην οδό Αδριανού με τον στοχασμό της Μάρθα Νούσμπαουμ για την Εκάβη και την εύθραυστη καλοσύνη; Κι ο νεαρός μοντερνιστής ποιητής που φτάνει το 1940 στην Αθήνα ως μέλος ενός φασιστικού στρατού με τη χορογραφία ενός εύζωνα και το κυνηγητό δύο εραστών σε μια πόλη που μεταμορφώνεται; «Ορισμένα φαντάσματα ίσως να είναι πιο κοντά μας απ’ ότι πολλά από τα πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη εγγύτητα» σημειώνει η ποιήτρια στο καταληκτικό της δοκίμιο «Αδριανός, μελαγχολία κι ευτυχία». Η μελαγχολία της δίνει τον τόνο στη συλλογή. Όμως, ανήκει σ’ εκείνο το είδος το οποίο δεν παύει να καλλιεργεί μια ανοιχτή σχέση με το παρελθόν και να διατυπώνει την υπόσχεση της αντίστασης προς ό,τι κάθε φορά μας εμποδίζει να ατενίσουμε ένα μέλλον.
Το αίσθημα οδύνης που προκαλεί η μελαγχολία αποτελεί «την εύθραυστη φύση του σημαίνοντος»[iii] παρατηρεί η Τζούλια Κρίστεβα, και η ποίηση της Τατιάνα Φάια μάς προσκαλεί να αφεθούμε σε καθετί το εύθραυστο, ακόμα και στο σαθρό, στην ετοιμόρροπη ανασύνθεση του νοήματος. Ίσως κάποιες φορές τα σημεία της να είναι διαφεύγοντα κι απατηλά, όμως ταυτόχρονα είναι τα μόνα που ανοίγουν δίοδο στο δίχτυ του συντελεσμένου. Μέσα από την κινούμενη σκοπιά του παρελθόντος που μας παρουσιάζει, ο τόπος φανερώνεται ως γοητευτικό παλίμψηστο, κατοικημένος από πολλές γενιές, βιωμένος με τρόπους που αποσταθεροποιούν τους άκαμπτους διαχωρισμούς. Αν αφεθούμε στον ρυθμό του Αδριανού, θα βρούμε την ποίηση ως ένα πέρασμα σε μια πολλαπλότητα κόσμων. Θα βρούμε το ποίημα να αφουγκράζεται απόκοσμες φωνές κρατώντας την αναπνοή του. Το ποίημα, ο πιο επιδέξιος εγγαστρίμυθος· το ιδανικό καλειδοσκόπιο. Γρήγορα συνειδητοποιούμε πως ήδη από τους πρώτους στίχους του βιβλίου έχουμε βρεθεί εντός μιας αντεστραμμένης νέκυιας. «Οι νεκροί φωνάζουν στους ζωντανούς να ξυπνήσουν τους νεκρούς»[iv] γράφει ο Ντανιέλ Μπενσαϊντ σ’ ένα κείμενο όπου σκέπτεται τον Μπένγιαμιν. Πώς να βρει κανείς τρόπους να απαντήσει σ’ ένα τέτοιο κάλεσμα; Πώς να το ψηλαφίσει στο σώμα του; Αδύνατο κι αδιανόητο να το αγνοήσει. Ο περιπλανώμενος θίασος των ποιημάτων μάς ωθεί να διακρίνουμε αυτό το κάλεσμα και ίσως ακόμα να μας βοηθά για να ανταποκριθούμε με τολμηρή αψηφησιά.
Ο κόσμος δεν είναι ιερός ούτε έχει πυρήνα, όπως υποψιάζεται το μότο σ’ ένα από τα ποιήματα του βιβλίου, που αντλείται από την προγόνισσα της ποιήτριας, Sophia de Mello Breyner Andresen. Όμως η ποίηση έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί μια δική της αίσθηση ιερότητας μέσα από το μυστικό, αυτό το κέρμα που αλλάζει χέρια μέχρι να μας κλείσει τα μάτια, κι αυτό είναι αναμφισβήτητα ένα είδος επιβίωσης.
«όλα όσα γνωρίζω για την καλοσύνη
και την ευτυχία δεν έχουν λύση
αφορούν την επιβίωση»[v]
(*) Η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου είναι ποιήτρια, έχει λάβει Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης στην Ποίηση των Λογοτεχνικών Βραβείων του Αναγνώστη για το 2020.
Tatiana Faia, Αδριανός, μτφρ. Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου(εκδ. Θράκα, 2023)
[i] Sarah Waters, “The most famous fairy in history”, Journal of the History of Sexuality 6, 1997.
[ii] Ζακ Ντεριντά, Φαντάσματα του Μαρξ: Το κράτος του χρέους, η διεργασία του πένθους και η νέα διεθνής, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εκκρεμές, Αθήνα, 2000.
[iii] Julia Kristeva, Black Sun: Depression and Melancholia, trans. Leon S. Roudiez, Columbia University Press, New York, 1989, σ. 20.
[iv] Daniel Bensaïd, Walter Benjamin, sentinelle messianique: Á la gauche du possible, Les Prairies Ordinaires, Paris, 2010, σ. 40.
[v] Tatiana Faia, Αδριανός, μτφρ. Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Θράκα, Λάρισα, 2023, σ. 48.