του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου(*)
Σε έναν κόσμο σαν τον σημερινό, όπου τα λεγόμενα Fake news συνιστούν όντως τις «ειδήσεις», και όπου η δύναμη της κάθε λογής προπαγάνδας, άρα της παραποίησης της πραγματικότητας, είναι μεγαλύτερη από ποτέ, τα κτίρια και γενικότερα οι κατασκευές θα μπορούσαν με το βάρος της υλικότητάς τους να θεωρηθούν πρώτης τάξης αυθεντικοί διαμεσολαβητές της αλήθειας της πραγματικότητας. Αν αυτό ισχύει για τα κανονικά κτίρια, που όντως ισχύει, θα έπρεπε να ισχύει στο πολλαπλάσιο για τα φαντάσματα των κατασκευών παλαιότερων εποχών, αυτές- τα ερείπιά τους ή και ολόκληρες- τις οποίες διαχειριζόμαστε σήμερα ως Μνημεία. Είναι όμως έτσι;
Κυκλοφόρησε αυτή την περίοδο στον αγγλοσαξονικό κόσμο το βιβλίο “Fake Heritage- Why we rebuild monuments”, εκδόσεις Yale University Press, που αναφέρεται στο ζήτημα της μή αυθεντικότητας πολλών αναστηλώσεων, προκαλώντας πολλές συζητήσεις. Ο συγγραφέας του είναι ο John Darlington, διευθύνων σύμβουλος του World Monuments Fund Britain. Το βιβλίο αναφέρεται στους Αγγλους αρχιτέκτονες του 18ου αιώνα, όπως ο Sanderson Miller, που είχαν εξειδικευτεί στην κατασκευή “μνημείων” που προσέδιδαν σε εύπορους της εποχής την θολή αίγλη μιας “αρχαίας” καταγωγής, και φθάνει με άλλα παραδείγματα στον 21ο αιώνα. Επισημαίνει ότι σήμερα, στον 21ο αιώνα, με την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας, υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες ανακατασκευής, μέχρι και του τάφου του Τουτανχαμών, τηρώντας τις απαιτήσεις για ιστορική ακρίβεια. Αλλά αφού μπορούμε, πρέπει να το κάνουμε;
Η ανάλυση που ακολουθεί είναι μια τοποθέτησή μας στα θέματα που θέτει το βιβλίο, λαμβάνοντας υπ’όψιν κατά το δυνατόν την εμπειρία των διαχρονικών εξελίξεων σ’αυτό το πεδίο, σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η έννοια της αναστήλωσης
Ο όρος “αναστήλωση” (ή αποκατάσταση) στα καθ’ημάς αποδίδει τον όρο Restoration των Ευρωπαίων, ο οποίος σημαίνει κυριολεκτικά “παλινόρθωση”. Στα μνημεία η παλινόρθωση δεν μπορεί να είναι ολική: ο Παρθενώνας είναι αδιανόητο να λειτουργήσει ως αρχαίος ναός, όπως επίσης σε ένα αναστηλωμένο Πύργο στον Λίγηρα της Γαλλίας δεν μπορεί να υπάρξει παλινόρθωση της φεουδαρχικής εξουσίας που τον έφτιαξε και τον χρησιμοποίησε: ο Πύργος θα γίνει μουσείο ή ξενοδοχείο. Ακόμα και αν η “παλινόρθωση” περιοριστεί στην αποκατάσταση των δομικών στοιχείων του κτιρίου (οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο “αν-αρχα-ίζω”, δηλαδή “καθιστώ πάλιν “αρχαίον”), και εκεί υπάρχουν προβλήματα που συνδέονται μεταξύ άλλων με την προσθήκη ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, προκειμένου η κατασκευή να λειτουργήσει σε σύγχρονες συνθήκες.
Διαπιστώνουμε λοιπόν το αδύνατον της Αναστήλωσης- τουλάχιστον στην ολότητά της. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ένας συνδυασμός μερικής αναστήλωσης, που αφορά τα δομικά υλικά, και ανάπλασης ( με την έννοια που έχει η μετάφραση στη λογοτεχνία: κάθε μεταγλώττιση- δηλαδή κάθε νέα χρήση για το κτίριο- συνεπάγεται υποχρεωτικά την ανάπλαση του αρχικού κειμένου στο επίπεδο ενός σύγχρονου σημαίνοντος).
Με αυτά τα δεδομένα, έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι οι ποικίλες πολιτιστικές προσεγγίσεις διαφέρουν ως προς τη διαχείριση των υλικών αποτυπωμάτων του παρελθόντος. Στο ένα άκρο του φάσματος βρίσκεται η προμελετημένη καταστροφή: στην περίπτωση αυτή η αναστήλωση είναι μηδενική, ενώ η ανάπλαση είναι ολοκληρωτική (κάτι άλλο θα υπάρξει στη θέση του Μνημείου: στη Σμύρνη η κατακαμμένη ελληνική συνοικία ισοπεδώθηκε για να γίνει εκεί ένα τεράστιο Πάρκο). Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι στην Ιρλανδία υπάρχει μια στάση περιφρόνησης προς τους πύργους των πάλαι ποτέ Αγγλων φεουδαρχών, που αφήνονται να καταρρεύσουν: δεν είναι όλα τα φαντάσματα προς διατήρηση. Τέτοιες συμπεριφορές παρατηρούνται όχι μόνο όταν είναι πολύ πρόσφατες οι δυσάρεστες ιστορικές εμπειρίες, αλλά και σε συνδυασμό ότι το πρόβλημα αντιπαλότητας (εν προκειμένω το ζήτημα της Βόρειας Ιρλανδίας) εξακολουθεί να υπάρχει, κάνοντας τοξικές τις μνήμες. Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο στην Κυπριακή Δημοκρατία όπου τα τεμένη των τουρκοκυπρίων φυλάσσονται με φροντίδα. Αντίθετα, στα Κατεχόμενα της Κύπρου έχουν υπάρξει μεγάλες καταστροφές των χριστιανικών μνημείων: είναι το φαινόμενο της εθνοκάθαρσης όπως αποτυπώνεται στις κατασκευές.
Δεν είναι μόνο οι πόλεμοι με όπλα που συνηγορούν υπέρ των καταστροφών. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη, υπήρχαν δυνατές φωνές του τύπου: “να απαλλαγούμε πλέον από αυτή την παλιατζούρα!”, αναφερόμενες στα υφιστάμενα κτίρια των πόλεων. Οι Φουτουριστές στην Ιταλία ζητούσαν να ισοπεδωθεί η Βενετία και να σκεπαστούν τα κανάλια της με τσιμέντο. Ο Le Corbusier στη Γαλλία, αρχιτέκτονας του άγριου μοντερνισμού, πρότεινε την κατεδάφιση της ιστορικής συνοικίας Μαραί των Παρισίων για να χτιστούν στη θέση της ουρανοξύστες σχήματος Χ. Ηρθε στις συνέχεια ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος με τους ακραία καταστρεπτικούς βομβαρδισμούς, οπότε τα μεσοπολεμικά οράματα υλοποιήθηκαν εκ των πραγμάτων με τον πιό απρόβλεπτο τρόπο.
Στον αντίποδα αυτής της στάσης, η διαχείριση των αρχαίων ναών στην Ιαπωνία και σε μεγάλα μέρη της Ασίας συνίσταται στην ολοκληρωτική, πλήρη αναστήλωσή τους. Εκεί δεν υπάρχει ανάπλαση: με την αναστήλωση αποδίδουν τιμές στη θεότητα για την οποία χτίστηκε αρχικά. Θεωρείται μάλιστα ασέβεια το να φαίνεται το κτίριο παλιό, γερασμένο. Η παλινόρθωση είναι πλήρης, χωρίς να υφίσταται η έννοια της ανάπλασης του νοήματος. Για αυτό τον λόγο, εξακολουθεί διαχρονικά να υπάρχει ένα δίκτυο τεχνιτών και υλικών, ώστε η αποκατάσταση να είναι ευχερής.
Η αμερικάνικη στάση για αυτά τα πράγματα έχει μια χολιγουντιανή διάσταση, καθώς είναι υπέρ της εξ αρχής κατασκευής του κτιρίου, ως καινούριου, χωρίς απαραίτητα να υπάρχει η απόλυτη πιστότητα ως προς το παλαιό. Η στοά του Αττάλου στην Αθήνα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, μα πιό χαρακτηριστικοί είναι οι Παρθενώνες και οι Πύργοι του Αϊφελ εκτός αρχαιολογικού πλαισίου σε διάφορες περιοχές της Αμερικής. Έχει ενδιαφέρον ότι ανάλογη στάση- και μάλιστα σε σχέση με δυτικά μνημεία- φαίνεται να έχει επικρατήσει τελευταία στην Κίνα. Θα άξιζε να ερευνηθεί αν η Πολιτιστική Επανάσταση των ερυθροφρουρών του Μάο που δυσφημούσε έργα παλαιότερων εποχών στην Κίνα ως δημιουργήματα των καταπιεστικών τάξεων, προκάλεσε τέτοια πολιτιστική ερήμωση ως προς την κινέζικη παράδοση, ώστε τώρα να ανθίζουν δεξιά και αριστερά ρέπλικες μνημείων του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Ενα ξεχωριστό φαινόμενο συνιστούν οι μαζικές αναστηλώσεις, που αφορούν ολόκληρες πόλεις. Κάποιες από αυτές, με αρκετή δόση μή αυθεντικότητας τόσο ως προς τα υλικά όσο και ως προς τη συνολική αναπαράσταση, γίνονται για να τονώσουν τη φήμη κάποιων καθεστώτων, όπως ήταν η μεταπολεμική αναστήλωση της Περσέπολης (που είχε ισοπεδώσει ο Μέγας Αλέξανδρος) από τον Σάχη του Ιράν, ή της Βαβυλώνας στη δεκαετία του 1980 από τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ. Η αλήθεια είναι ότι πολλές από αυτές τις επεμβάσεις θεωρούνται ως “τοπικές παραξενιές”, χαμηλής έμπνευσης και προφανούς στενής σκοπιμότητας, οπότε δεν συμπεριλαμβάνονται σε σοβαρούς χάρτες αρχαιοτήτων. Δεν ισχύει το ίδιο για την αναστήλωση της Κνωσού από τον Έβανς ή της Παλμύρας από Γάλλους αρχαιολόγους το 1932, παρ’όλο ότι υλοποιήθηκαν με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας σε σχέση με τις αρχικές κατασκευές. Στις περιπτώσεις αυτές, όσο και αν το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται σήμερα ως μάλλον παραπλανητικό, θεωρείται ότι συνιστούν γνήσιες αρχαιολογικές προσπάθειες με τα δεδομένα της εποχής τους, και πάντως συνιστούν “πύλες γνωριμίας” με εκείνους τους πολιτισμούς.
Η αναστήλωση της “πόλης των Ιπποτών” στη Ρόδο από Ιταλούς, κατά τη διάρκεια της Ιταλικής κατοχής των Δωδεκανήσων στον μεσοπόλεμο, είναι μια εντελώς ειδική περίπτωση. Μολονότι σήμερα δεν θα πληρούσε πολλά από τα κριτήρια προκειμένου να εγκριθεί από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, συνιστά μια πολύ θελκτική παρέμβαση. Εδώ πρόκειται για τον ιταλικό πολιτισμό στα καλλίτερά του: να κάνει πράγματα όπως τα κάνουν οι άλλοι, αλλά με σκέρτσο. Είναι αυτό το σκέρτσο, στην προκείμενη περίπτωση η αντίληψη της σκηνογραφίας και η υψηλή αισθητική που καθιστούν την αναστήλωση ιδιαίτερη. Συνιστά λοιπόν μια αναστήλωση με υψηλή δόση ανάπλασης, η οποία βασίζεται στην ώσμωση δύο ετεροχρονισμένων πολιτισμών.
Οι περιπτώσεις που αναφέραμε είναι χαρακτηριστικές. Θα μπορούσαν οι αναφορές να συνεχιστούν, μα έχουμε ήδη το υλικό να προχωρήσουμε.
Η έννοια της αυθεντικότητας
Αν ως αυθεντικό ορίσουμε το γνήσιο, όπως αναλύσαμε παραπάνω το όντως γνήσιο δεν μπορεί να περιοριστεί στην πιστότητα των υλικών και να αγνοήσει την αναντιστοιχία της λειτουργίας του σε σχέση με τον σχετιζόμενο με αυτό, κάποτε και τώρα. Με αυτή την έννοια, το αυθεντικό, το γνήσιο μπορεί να υπάρξει μόνο μερικώς. Μια τέτοια αναγνώριση της πραγματικότητας δεν έχει νόημα να μας στενοχωρεί: θα ήταν κωμικό να ντυνόμαστε Αρχαίοι Έλληνες και να προσευχόμαστε στην Αθηνά, προκειμένου να επισκεφθούμε τον Παρθενώνα ή Παριζιάνοι του 19ου αιώνα για να δούμε όπως πρέπει τον Πύργο του Άιφελ. Αντίθετα, η αναγνώριση μπορεί να μας βοηθήσει να πλησιάσουμε δημιουργικά τα πράγματα.
Ασφαλώς και μας ενδιαφέρει η αυθεντικότητα: είναι σαν να πίνεις νερό από την πηγή, σε σχέση με το εμφιαλωμένο. Εχει σημασία όμως πως εκτός από τη μερικότητά της ή ίσως και εξ αιτίας της, η αυθεντικότητα μπορεί να είναι ορισμένως αναφομοίωτη. Για παράδειγμα, ένας Ευρωπαίος που του αρέσει η κινέζικη κουζίνα στη χώρα του, ενδέχεται να απογοητευθεί αν δοκιμάσει το ίδιο φαγητό “αυθεντικά” στην Κίνα: τελικά αυτό που τον θέλγει είναι η εξευρωπαϊσμένη κινέζικη κουζίνα.
Επομένως, το ζητούμενο είναι η ένταξη του μνημείου στη συγχρονικότητα, με έναν τρόπο που να θέλγει και να εμπνέει. Δεν είναι εύκολη δουλειά, και απαιτεί ένα δημιουργικό πνεύμα που μαζί με την κατά το δυνατόν πιστότητα υλικών και δομικών στοιχείων, θα δώσει μια καινούρια, άλλου τύπου ζωή στο φάντασμα μιας παρελθούσας ζωής. Ο Γάλλος διανοούμενος του 20ου αιώνα Ζαν Κοκτώ, εμπνεόμενος από τη ζωγραφική του ντε Κίρικο, φαντάζεται μια προσομοίωση της ιδανικής αναστήλωσης: “ Αν κλείσει κανείς τα μάτια του σ’ένα δωμάτιο και ανακαλέσει μια ανάμνηση που συνέβη σ’αυτό το δωμάτιο, το πιθανότερο είναι να αναπαραστήσει το δωμάτιο της ανάμνησης σε άλλο μέρος, έξω από το δωμάτιο που αναθυμάται. Θα ήταν ωραίο να ζωγραφίσει κάποιος τα δύο δωμάτια, το ένα μέσα στο άλλο.»
Μεταφερόμενη η προσομοίωση του Κοκτώ στο πεδίο, επί της ουσίας λέμε ότι η αναστήλωση θα ήταν ιδανικό να διέπεται από τον δια-πολιτισμό, μια ώσμωση διαφορετικών πολιτισμών. Ο δια-πολιτισμός διαφέρει από τον πολύ-πολιτισμό (παράλληλοι πολιτισμοί σε επαφή ο ένας με τον άλλο), όπως και τον κοσμο-πολιτισμό (ο αριστοκράτης που θέλγεται από την παραξενιά των άλλων πολιτισμών). Κοντολογής, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μία ιδανική συνάντηση της αυθεντικότητας της εποχής που φτιάχτηκε το μνημείο, με την αυθεντικότητα της δικής μας εποχής.
Τα μνημεία σήμερα
Τελικά τα μνημεία ασφαλώς και με τον τρόπο τους μαρτυρούν αδιαμεσολάβητα πτυχές της διαχρονικής ανθρώπινης περιπέτειας. Το κάνουν μάλιστα διαφορετικά από τα κοινά κτίρια που μαρτυρούν την κοινωνία της εποχής τους: τα μνημεία έχουν πολλές στρώσεις νοημάτων, καθώς κουβαλούν μαζί με τα της ανέγερσής τους και όλες τις μετέπειτα επεμβάσεις από εξουσίες και πολιτισμούς κάθε λογής. Μαζί με τα ερείπια της συγχρονικότητας έχουν και μια άλλη λειτουργία: συνιστούν «μεταφυσικές πύλες» για όσους έχουν μάτια να τις δουν, καθώς συνιστούν τομή στον χρόνο, δεν υπάγονται στον χρόνο της κανονικότητα. Για αυτούς τους λόγους, μα και άλλους, συνιστούν μια σπάνια, πολύτιμη περιουσία της ανθρωπότητας.
Μα τα μνημεία σήμερα κινδυνεύουν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη μεταπολεμική εποχή, την εποχή που μετά την τεράστια καταστρεπτικότητα του Β Παγκοσμίου Πολέμου και την (δημιουργική) καταστρεπτικότητα των καταναλωτικών κοινωνιών που ήθελαν να αντικαταστήσουν τα «παλιά» με τα καινούρια, φροντίστηκαν σε μεγάλο βαθμό τα μνημεία και επί πλέον έγιναν κτήμα της μεγάλης πλειοψηφία του πληθυσμού. Κινδυνεύουν από τον διαρκή πόλεμο χωρίς κανόνες σε όλη την υφήλιο, αλλά και από μια διάθεση ισοπέδωσης των υλικών αποτυπωμάτων του παρελθόντος, είτε επειδή η διατήρησή τους κοστίζει είτε επειδή δεν συμμορφώνονται με σύγχρονα κριτήρια πολιτικής ορθότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε καταστροφή μνημείου ισοδυναμεί με μια νέα «μαύρη τρύπα» στον πολιτισμό της ανθρωπότητας, μια συνολική δε καταστροφή θα δημιουργούσε μια έρημο, μια tabula rasa ως ιδανικό υπόβαθρο του πιο σκληρού ολοκληρωτισμού, τύπου Όργουελ. Παράλληλα, όπως συμβαίνει σε όλα τα πεδία, στις έκτακτες περιστάσεις πρέπει να μπαίνουν προτεραιότητες. Για παράδειγμα, έχει εκδηλωθεί σοβαρό ενδιαφέρον από ευρωπαϊκές χώρες για την αναστήλωση της Παλμύρας των Γάλλων αρχαιολόγους που ανατινάχτηκε από τον Isis. Σύμφωνοι, με τέτοιο εκδηλωμένο ενδιαφέρον θα έρθει κάποια στιγμή η ώρα των μνημείων. Αλλά στην, από το ένα της άκρο ως το άλλο, ολοσχερώς κατεστραμμένη Συρία η ασφυκτική προτεραιότητα δεν θα έπρεπε να είναι η αναστήλωση των ερειπωμένων πόλεων των ζωντανών;
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το βιβλίο του «Ο πολιτισμός των φαντασμάτων» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
Είναι πολύ αναλυτικό και χρήσιμο το κείμενο αυτό, στο ξεκαθάρισμα κάποιων εννοιών. Πρέπει όμως να επισημάνω ένα λάθος σε ό,τι αφορά στην Περσέπολη: όντως ο προηγούμενος Σάχης (ο Ρεζά, όχι ο τελευταίος) ασχολήθηκε πολύ με τις εργασίες αποκατάστασης στην Περσέπολη, αυτές όμως έγιναν από διαπρεπείς αρχαιολόγους τής εποχής, στο ίδιο πνεύμα που έγιναν και οι εργασίες στην Ακρόπολη μετά την απελευθέρωση. Αυτά ξεκίνησαν τη δεκαετία τού 30, και φυσικά συνεχίστηκαν και μεταπολεμικώς με τον τελευταίο Σάχη, και μέχρι και σήμερα. Δεν εχουν καμμία σχέση με αυτα που έκανε ο Σαντάμ Χουσεϊν στη Βαβυλώνα – άλλωστε το Ιράκ ειναι μια νέα αραβικη χώρα που δεν έχει σχέση με το παρελθόν της περιοχής που καταλαμβάνει, ενώ το Ιράν είναι μια περίπτωση όπως η Ελλάδα, (αλλά με πολύ μακρότερη συνέχεια κρατικής υπόστασης): υπάρχει μια αδιάλειπτη γλωσσική και πολιτιστική συνέχεια χιλιετιών. Εδώ, για την αυθεντικότητα τής Περσέπολης από την Unesco https://whc.unesco.org/en/list/114/. Μερικά στοιχεία ακόμη, από το Πανεπιστήμιο τού Σικάγο: https://www.uchicago.edu/features/preserving_persias_glorious_past/?fbclid=IwAR1OmhewOdTIkDJ_oALa1VyCpqtvFsn008pEB-3XapmTJhXojun8iapxskc