του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Όλοι περιμένανε το πάρτυ της Βίκυς κάθε χρόνο , παραμονή Πρωτοχρονιάς. Γιορτή και επέτειος. Γιόρταζε και ο δικός της, ο Βασίλης την επομένη, αλλά ήταν και κάτι σαν επέτειος για το ετήσιο ραντεβού όλης της παρέας. Βρισκόμασταν οι πάντες για να επιβεβαιώσουμε ότι υπάρχουμε. Ότι είμαστε εδώ. Ότι έχουμε φίλους που μας αγαπούν και τους αγαπάμε. Ορισμένοι για να επιβεβαιώσουμε ότι είμαστε ακόμα νέοι, ότι μπορούμε να ερωτευτούμε και να εμπνεύσουμε αυτό το μεγάλο και δύσκολο αίσθημα στο άλλο φύλο. Μπορούμε ακόμα – κάθε χρόνο και λιγότεροι το καταφέρναμε – να κάνουμε εκείνο το τσακίρικο σπάσιμο των γόφων , όπως ο Έλβις στο Babe I don’t care. Εγώ έκλαιγα κρυφά και στο Love me tender – επίκληση στο κενό, αλλά αυτό ήταν μια προσωπική υπόθεση χωρίς προεκτάσεις.
Το πρωτόκολλο ήταν το ίδιο χρόνια τώρα. Πρώτα έφταναν οι παντρεμένοι, ορισμένοι με τα παιδιά τους. Μετά τα ζευγάρια και τελευταίοι εμείς οι μπεκιάρηδες. Ακολουθούσε γεύμα. Με το γύρισμα του χρόνου άρχιζε το κυρίως πάρτυ και αφού είχαν αρχίσει ήδη να αποχωρούν οι βαρυφορτωμένοι με ευθύνες γονείς. Ο φίλος μου ο Νίκος μου ΄ριχνε πάντα ένα τελευταίο βλέμμα ανάμικτο εγκαρτέρησης και ειρωνείας.” Μπορείς να μείνεις αν θέλεις”, φώναζε σχεδόν από την πόρτα η Φωτεινή , η γυναίκα του, περισσότερο για να επιβεβαιώσει ότι φεύγουνε παρά για να του δώσει την ύστατη ελπίδα παραμονής.
Ο χορός άνοιγε παραδοσιακά με τη Βίκυ και τον Βασίλη σε κάτι σλόου , Φρανκ Σινάτρα , Ανταμό ενίοτε και κάποιο βαλς. Ακολουθούσε ποτ πουρί για όλες τις ηλικίες, από παπάκια μέχρι τουίστ , και τέλος άρχιζε το κυρίως πάρτυ με χορευτική μουσική εποχής. Σπανίως ξεχώριζα από δω και κάτω τα τραγούδια . Δεν ήξερα αν έμοιαζαν με τραγούδια ή με συντονισμένους θορύβους. Εμείς ,οι πιο παλιοί, περιμέναμε αργά τα ξημερώματα να πέσουν τα παλιά ροκάκια , οπότε καταλαμβάναμε την πίστα, σχεδόν μόνοι μας, και εκτονωνόμαστε χορεύοντας άτσαλα παλιομοδίτικα. Το πάρτυ έκλεινε με λαικό πρόγραμμα, που τα τελευταία χρόνια περιοριζόταν στα τσιφτετέλια . Χασάπικα, ζειμπέκικα, καραγκούνες και τα παρεμφερή είχαν εξοβελιστεί ως old fashioned κατά τη ρήση της Μαρίας , γκαρδιακής φίλης, πρώην κολλητής μου και νυν υστερικής μετα- διανοούμενης κατά δήλωση της.
Στα χορευτικά διαλείμματα υπήρχε πάντα καλό φαΐ ένεκα η μαμά της Βίκυς που ήταν φοβερή μαγείρισσα. Φέτος είχα ανακαλύψει την πουτίγκα της. Η κυρία Τασία, φερμένη από τη Λάρισα, διατεινόταν ότι η πόλη της φημιζόταν για την καλή πουτίγκα. Το είχα ξανακούσει, αλλά μου φάνηκε πολύ αγγλικό αστείο για να το πιστέψω. Είχα ξεμοναχιάσει ,λοιπόν, το πιάτο με την πουτίγκα έως ότου έρθει η ώρα για την αναδρομή στα παλιά και της έδινα να καταλάβει. Τριγύρω ο Δημήτρης πρόσεχε την καινούργια του φίλη, που δυσκολευόταν να καθίσει με το υπερβολικό μίνι που φορούσε. Της έριχνε εικοσιπέντε χρονάκια . Ασυναίσθητα θυμήθηκα την Ερμιόνη , την πρώην γυναίκα του Δημήτρη, μικροκαμωμένη, ευαίσθητη, με ένα φευγάτο βλέμμα. “Είσαι πουρό και δεν θέλεις να το παραδεχτείς”, του έλεγε και αυτός σε πείσμα της και σε πείσμα όλων μας, την χώρισε για να αποδείξει το αντίθετο. Είναι ευτυχισμένος, λέει.
Απέναντι μου χόρευε ο Βασίλης της Βίκυς. Πιστός σε μια περίεργη χριστιανική τάση, πρώην φρικιό, πρώην αναρχοαυτόνομος, πρώην επίδοξος κριτικός μουσικής σε ποπ περιοδικά και νυν υπάλληλος απροσδιορίστων καθηκόντων σε ιδιωτική επιχείρηση. Φλέρταρε την ξανθιά σύζυγο του Αλέξανδρου. Ένα από τα αστεία του ήταν να λέει μπροστά σε όλους ότι αν την είχε γνωρίσει πρώτος θα την είχε κάνει ευτυχισμένη. Κανείς δεν του έδινε σημασία και ιδίως εμείς οι κολλητοί που ξέραμε ότι ο Αλέξανδρος ζούσε έρωτα μεγάλο με τη γραμματέα του και άρα ποσώς τον ενδιέφερε. Ίσως μια μικρή απιστία της γυναίκας του να τον βοηθούσε να καθησυχάσει τις τελευταίες ενοχές του.
Ήταν τέσσερις και μισή η ώρα όταν άρχισαν τα πρώτα ριφ από τις ηλεκτρικές κιθάρες. Πεταχτήκαμε σαν κουρδισμένοι. Ο Αλέξανδρος, ο Δημήτρης, ο Τάκης με τα σπυράκια στο πρόσωπο για τα οποία περηφανευόταν – αιώνιο δείγμα εφηβείας, έλεγε, ο άλλος Δημήτρης – γιάπις με ενοχές, ο Βασίλης κι εγώ. Κάποιοι μας ακολούθησαν είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε γιατί διείδαν την αρχή ενός περιέργου χάπενινγκ. Όλα τα μουσικά κομμάτια ήταν δεκαετίας ΄50-΄60 κι εμείς να προσπαθούμε να θυμηθούμε τις φιγούρες, το κούνημα του Έλβις, το περπάτημα του Τσακ Μπέρι, το τίναγμα στο μαλλί του Λιούις. Ιδρωμένοι καταγινόμασταν σε περίτεχνα σκέρτσα, να δείξουμε, να εντυπωσιάσουμε όλους αυτούς που τόση ώρα χόρευαν σαν μηχανικές ρέπλικες, να τους πούμε ότι το ροκ θέλει κούνημα σεξουαλικό από ανθρώπους που τελειώνοντας το κομμάτι θα παρθούν με την παρτενέρ τους πίσω από τα λουλούδια της βεράντας. Ο ιδρώτας άρχισε ήδη να μας στεφανώνει και η ηλικία ορισμένων να σαλπίζει υποχώρηση. Είχαν μπει και τα κορίτσια στην πίστα , η Μαρία, η Βίκυ, η Ελένη να μας κάνουν παρέα, να μετριάσουν το όποιο ρεζιλίκι μας.
Σε μισή ώρα είχαμε παραδώσει σώμα και πνεύμα και ο άλλος Βασίλης, ξάδελφος της Βίκυς και επίσημος ντι τζέι στο πάρτυ, που μας ξέρει το γύρισε αμέσως στα λαϊκά για να μας ξελασπώσει. Τρέξαμε για τα ποτά μας. Σχεδόν ξημέρωνε. Βγήκα στην βεράντα. Ιδρωμένος, άδειος. Τόση αναμονή για να κάνουμε μια παράσταση που κάθε χρόνο είχε κάτι από τη μελαγχολία των συνταξιούχων κλόουν . Το αεράκι με συνέφερε. Κοίταξα το ρολόι. Πέντε και μισή. Έβγαλα από την μέσα τσέπη του σακακιού μου ένα ασημένιο χαρτάκι , ξετύλιξα την άσπρη καραμελίτσα και την έφερα απαλά στο στόμα μου. Πριν δέκα χρόνια σε αυτό το πάρτυ είχα χορέψει το Love me tender με τη Νίκη. Έρωτας κεραυνοβόλος. Ξημερώνοντας κάναμε έρωτα μέσα στο αμάξι της, σε μια πάροδο στην Κυψέλη. Με το πρώτο φως ήπιαμε καφέ εγώ, ζεστή σοκολάτα αυτή, σε ένα γαλατάδικο που μόλις άνοιγε στη Φωκίωνος Νέγρη. Ο καταστηματάρχης μας κέρασε κάτι μικρές άσπρες μέντες, μάρκας ΜΕΖ. “Για την καλή χρονιά στους πρώτους πελάτες μου, “είπε. Το μεσημέρι η Νίκη έφυγε για την Αμερική. Θα σπούδαζε. Παντρεύτηκε εκεί και δεν ξαναγύρισε. Έμεινε η αμοιβαία υπόσχεση που είχαμε δώσει: Ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, θα μασουλάγαμε μια ΜΕΖ και θα σκεφτόταν ο ένας τον άλλο. Κάτω από τη γλώσσα μου έλιωνε η τελευταία καραμέλα που είχα κρατήσει από πέρυσι. Φέτος όπου κι αν ρώτησα μου είπανε ότι αυτή η μάρκα έχει αποσυρθεί από χρόνια.
Y.Γ. Οι καραμέλες ΜΕΖ κυκλοφορούν ακόμα αλλά όταν γράφτηκε το διήγημα το αγνοούσα
Πάρα πολύ ωραίο! Ευχαριστούμε, οι της ίδιας γενιάς.