Μετρώντας των ωρών τα χτυπήματα (της Αγάθης Γεωργιάδου)

0
484

                                                             

 

της Αγάθης Γεωργιάδου

 Με πλήρη απελευθέρωση της μορφής από τους περιοριστικούς κανόνες της στίξης, κατά την προσφιλή συνήθεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, και με τον τρόπο ενός ανανεωμένου υπερρεαλισμού, ενός μετα-υπερρεαλισμού που έχει ως κύρια γνωρίσματα τον ελεγμένο αυτοματισμό και την ερμητικότητα, η ποιητική συλλογή Σωσίβιο χώμα συνιστά μια αποκαλυπτική ποιητική ενόραση, η οποία λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα πρόσληψης. Κυρίως όμως αποτελεί μια κατάθεση προσωπικής αγωνίας για τη συρρίκνωση του γήινου χρόνου ενόψει της «επουράνιας κρίσης», αφού η κεντρική αρτηρία που φαίνεται να την τροφοδοτεί  είναι η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να τιθασεύσει το επέκεινα και να μετριάσει τη ματαιότητα με την αναψηλάφηση βιωμένων στιγμών και αναμνήσεων του παρελθόντος.

Το σωσίβιο χώμα συνθέτουν αισθήσεις και κατακερματισμένες εικόνες  που διαμόρφωσαν το ποιητικό «είναι», εμπειρίες και εντυπώσεις που τροφοδότησε η ασθμαίνουσα εξωτερική και εσωτερική πραγματικότητα, ό,τι, δηλαδή, αποτέλεσε την πρώτη ύλη για τη συγκρότηση της αυτοεικόνας του ποιητικού υποκειμένου. Κι αυτό δεν είναι, βέβαια, συγκεκριμένοι λεκτικοί, τοπικοί ή χρονικοί προσδιορισμοί, αλλά η σύνθεση όλων των χωροχρονικών συμβάντων που επέδρασαν καθοριστικά στον ψυχισμό του. Έτσι, η ποιητική συλλογή μοιάζει με μια εσωστρεφή και αναστοχαστική ποιητική διεργασία ψυχικής ύλης υπό το πρίσμα του τελικού ορίου, του δυσθεώρητου μέλλοντος, του μεταιχμιακού εκείνου σημείου μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στο «σωσίβιο χώμα»:

«Η ακινησία της σαύρας προετοιμάζει της σκέψης το παρανάλωμα με ασφάλεια σπρώχνει τον τροχό στα σπηλαιώδη στόματα της πείνας στων αιτημάτων το αναπάντητο στερέωμα των λέξεων το αιματηρό εκκρεμές κι ας αιωρείται η μέρα πιασμένη από τις άκρες των ωρών της και ας σφαδάζει ανέτοιμη όπως πάντα να δεχτεί ότι βρυχηθμός σημαίνει εξοικείωση της φθοράς με τη νεότητα και ότι το τέρας της ανίας συσπάται ασύστολα όπου βρει καθρέφτη ανασυρμένο από των εγκοσμίων τα πάθη αφού η ανάσα είναι η τροφή του αθέατου και όρια δεν υπάρχουν ανάμεσα στο βάρος και την ακινησία μιας πέτρας που ξεχάστηκε μετέωρης πτώσης έμβλημα». (σ. 44)

Γι’ αυτό και ο χρόνος στην ποιητική συλλογή μοιάζει με ένα αδιαίρετο όλον, που το συναρμόζουν θραύσματα στοχασμών και συναισθημάτων, όπως αυτά αναμετρώνται με το ανόσιο μέλλον. Τα θραύσματα αυτά, ωστόσο, δεν ανήκουν μόνο στην προσωπική μυθολογία του ποιητικού υποκειμένου αλλά και στη συλλογική, την κοινά βιωμένη ιστορική πραγματικότητα. Κουρέλια από «μετέωρα οράματα […] πληγές φανερές και κρυφές […] ίχνη από γονάτων σούρσιμο τόσο που δεν διέκρινες ανάμεσά τους χώρισμα» (σ.14-15) και μια τυφλή φωνή που ψηλαφεί μέσα στη νυχτωμένη μνήμη βήματα και χειρονομίες αλλά και φιλήματα σκιαγραφούν μια λεηλατημένη νεότητα που τη διαδέχτηκε η «χειμερία νάρκη». «Τοπία αγάπης» και ονείρου, «τυχαίες διασταυρώσεις βλεμμάτων», αλλά και τόποι δακρύων, πένθους και οδύνης, άδεια δωμάτια και απουσίες σημαδεύουν τα χτυπήματα των ωρών, τα οποία φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά στο κλείσιμο του διαβήτη:

«Ανάρτηση των ημερών στον μαυροπίνακα του ήλιου. Οι ώρες σέρνονται ας αλέθουν των μοιρών το μαλακό περίβλημα διαρκώς μικραίνει τόσο η δρασκελιά ώσπου ο διαβήτης χωρίς άνοιγμα ένα γίνονται τα σκέλη του στενεύουν τα όρια του ταξιδιού και ο κόσμος όλος γίνεται περίκλειστη αποβάθρα με αγγέλους κάτι πάμφωτους χαμάληδες να στέκονται στο ουράνιο ξέφωτο». (σ. 11)

Αυτό ίσως σηματοδοτεί και η διάταξη της ποιητικής ύλης σε τριάντα ενότητες (όσες και οι μέρες του μήνα) που αποτυπώνουν τους συνειρμούς που γεννώνται καθημερινά από τον πλούτο των συναναστροφών και των ενδοσκοπήσεων. Τα τριάντα αυτά ποιήματα μοιάζουν με πεζά κι όμως διαβάζονται με τις σωστές ανάσες ως στίχοι. Σε κάθε ποίημα ενσωματώνεται κι ένα χωρίο σε αγκύλες, πότε ως σχολιασμός της ποιητικής ύλης, πότε ως παρένθετη εξομολόγηση και πότε ως κρυφή συνάντηση του ποιητή με τον αναγνώστη.

Η ποίηση του Παπαγεωργίου συνομιλεί και στην παρούσα συλλογή με τη φιλοσοφία μέσω ευρηματικών ποιητικών τεχνικών και πολύσημης γλώσσας, στην οποία χρώματα, ήχοι, μουσικές και θροΐσματα, τολμηρές εικόνες και έντονες μεταφορές δείχνουν πως ο ποιητικός λόγος δεν είναι ένας εύκολος τοκετός αλλά μια σύνθετη διεργασία που γεννιέται από τη γόνιμη και εσωτερικευμένη βίωση της πραγματικότητας, η οποία έχει μπολιαστεί με πλούσια φαντασία, όνειρα και οράματα, αλλά και με μια απόλυτη συναίσθηση πως το φως δεν υπάρχει χωρίς ίσκιους και μαύρο χρώμα.

Διαβάζοντας το Σωσίβιο χώμα, αυτό που μένει ως ποιητικό απόσταγμα είναι ένα κράμα από ανεπαίσθητα αντιφεγγίσματα, ριπές ανέμου, χάδια και «ραφές βλεφάρων», αλλά και τριγμοί, ρίγη, κραυγές και ραγίσματα, τα οποία συνθέτουν, όλα μαζί, ένα πλούσιο μωσαϊκό συνδηλώσεων, εντυπώσεων και αντιθέσεων, ό,τι δηλαδή συνιστά τη ζωή ως έναν οριοθετημένο και δυσανάγνωστο χάρτη.

 

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Σωσίβιο χώμα,Εκδόσεις Μελάνι, 2020

      Αναζητήστετο εδώ     

Προηγούμενο άρθροΟι δικοί μας “καταραμένοι”(της Δήμητρας Τζανάκη)
Επόμενο άρθροΔεν είμαι κορίτσι, γυναίκα, άλλο εγώ;  (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ