της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Στον χθεσινό κόσμο δεν θα είχα τολμήσει, αλλά στον σημερινό κόσμο, μα τον αληθινό Θεό, επέτρεψα στον εαυτό μου το αδιανόητο». Το αδιανόητο του πολέμου, ειδικά του «Μεγάλου Πολέμου» που καθόρισε την ευρωπαϊκή μοίρα και γέννησε τις φρικτές σφαγές του εικοστού αιώνα, προβάλλει το μυθιστόρημα «Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα» του Νταβίντ Ντιόπ (εκδ. Πόλις). Προσεγγίζοντας την ακραία βία του πολέμου από μια ασυνήθιστη οπτική και με μια καταπληκτική γραφή, ο 53χρονος Γάλλος συγγραφέας, σενεγαλέζικης καταγωγής, ο οποίος ειδικεύεται στη γαλλική γραμματολογία του 18ου αιώνα και επιπλέον διδάσκει γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία, ανανεώνει το είδος του αντιπολεμικού μυθιστορήματος.
Φιλία και πόλεμος κυριαρχούν. Αλλά μια φιλία που συμπιέζεται προς την τρέλα, διεισδύοντας στην τρέλα του πολέμου, ενώ η αλήθεια απογυμνώνεται από τις μάσκες της.
Ο Νταβίντ Ντιόπ ανοίγει το θέμα της αφρικανικής διάστασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μαύροι τυφεκιοφόροι στρατολογήθηκαν από τις μεγάλες αποικιοκρατικές χώρες, όπως τη Γαλλία, για να πολεμήσουν με τον στρατό της μητρόπολης. Προέρχονταν από διάφορες γαλλικές αποικίες κάτω από τον Νίγηρα, αλλά έμειναν στην ιστορία ως «Σενεγαλέζοι». Ο αριθμός τους, όπως μας λέει στο κατατοπιστικό επίμετρο η ιστορικός Έφη Ραζή, κυμαινόταν μεταξύ 130.000 και 200.000, εκ των οποίων περίπου το πέντε τοις εκατό αφορούσε την εθελοντική κατάταξη, ενώ στους υπολοίπους επιβλήθηκε η συμμετοχή στον πόλεμο είτε μέσω υποχρεωτικής κατάταξης είτε με ανταλλάγματα (παραχώρηση γαλλικής ιθαγένειας κ.ά.). Παρά τους επικριτές της στρατολόγησης Αφρικανών, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι «μαύροι», ως απειθάρχητοι και ανυπάκουοι, και σεξουαλικά ακόρεστοι, αποτελούσαν μια «σεξουαλική απειλή» και «υγειονομική βόμβα» για την Ευρώπη, το σχέδιο αυτό του στρατηγού Σαρλ Μανζέν, ο οποίος είχε θητεύσει επί μακρόν στις γαλλικές αποικίες στην Αφρική, εφαρμόστηκε πλήρως στον Μεγάλο Πόλεμο. Γιατί;
«Η “μαύρη δύναμη” θα μπορούσε να αποσοβήσει τον θάνατο λευκών Γάλλων στρατιωτών παίρνοντας τη θέση τους, αφού η Αφρική αποτελούσε “αποθήκη ανδρών” , ενώ ο “ψυχολογικός πόλεμος” θα ήταν αποτελεσματικότερος μέσω των μαύρων στρατιωτών, αφού θα χρησιμοποιούνταν ως “μονάδες σοκ”», απαντά η Έφη Ραζή.
Έτσι ο Αλφά Ντιάγε και ο Μαντέμπα Ντιόπ βρίσκονται για να υπερασπιστούν την «πατρίδα» σε μια ξένη γη, που δεν προσφέρει πια τροφή αλλά θάνατο, καταβροχθίζοντας τους άνδρες: μια «γη του κανενός», αν όχι του καθολικού θανάτου. Στο χωριό Γκαντιόλ στη Σενεγάλη, ο όμορφος Αλφά, μια «δύναμη της φύσης» που δεν αγαπά τα γράμματα, και ο Μαντέμπα, καχεκτικός και κοντός νεαρός που παρακολουθεί το σχολείο και μιλάει γαλλικά, είναι δύο αδελφικοί φίλοι. Όταν λοιπόν ο δεύτερος αποφασίζει να ενταχθεί στα γαλλικά στρατεύματα –«Αλφά, ο κόσμος είναι απέραντος… Ο πόλεμος είναι μια ευκαιρία να φύγουμε από το Γκαντιόλ» -, ο πρώτος ακολουθεί τον «περισσότερο κι από αδελφό» στο όνειρό του για να τον προστατεύσει. Αλλά μια μέρα, στην κόλαση των φονικών επιθέσεων που ορίζει η σφυρίχτρα του λοχαγού Αρμάν, ο Μαντέμπα πέφτει από τη σφαίρα του Γερμανού εχθρού. Ξεκοιλιασμένος ουρλιάζει από τον πόνο, ξεψυχάει βασανιστικά, ικετεύει τον φίλο του να τον αποτελειώσει, αλλά εκείνος δεν βρίσκει το θάρρος να παραβιάσει τους πατρογονικούς νόμους.
Από αυτή τη στιγμή που περνά από την κόλαση στη «γη του κανενός» ξεκινά και η ιστορία του Αλφά, ο οποίος στη συνέχεια βασανίζεται από ντροπή και ενοχή. Το μόνο που του μένει είναι η εκδίκηση. Επιδίδεται σε μια αιματηρή τελετουργία, σκοτώνοντας τους εχθρούς με «τα μπλε μάτια» και ακρωτηριάζοντάς τους. Με κίνδυνο της ζωής του, όταν πέφτει η νύχτα, γλιστρά αθόρυβα στο εχθρικό στρατόπεδο, καλύπτεται με λάσπη, περιμένει το θήραμά του, το σκοτώνει, ανοίγει την κοιλιά του και κόβει λαιμό του, όπως συνέβη με το φίλο του. Επιστρέφει στο χαράκωμα με δύο τρόπαια: Ένα εχθρικό τουφέκι μαζί με το χέρι που το κράτησε. Στην αρχή τα κατορθώματά του χαιρετίζονται ως ηρωικά από τον λοχαγό και τους «Άσπρους και Σοκολατί» συμπολεμιστές του. Έχει γίνει το τοτέμ τους. Δεν τους ενδιαφέρει πώς έχει πιάσει τον εχθρό, ούτε πώς έχει κόψει το χέρι, αλλά το αποτέλεσμα, η κτηνωδία. Όμως, από τα τέταρτο χέρι και μετά, τα χαμόγελα σβήνουν. Η εμμονή της επανάληψης των κομμένων χεριών κάνει τον Αλφά να φαίνεται ως επικίνδυνος τρελός, ένας άγριος. Φοβισμένοι, χωρίς να τολμούν να τον δείξουν, τον βλέπουν ως μάγο, ως δαίμονα που καταβροχθίζει τις ψυχές. Όλοι τον αποφεύγουν κι εκείνος, όταν του ζητούν τα κομμένα χέρια ως αποδείξεις της θηριωδίας, δεν ομολογεί την κρυψώνα, όπου τα έχει αποξηράνει όπως κάνουν οι γυναίκες των ψαράδων του Γκαντιόλ. Έτσι ο λοχαγός τον στέλνει στα Μετόπισθεν για ένα μήνα. «Στο πεδίο της μάχης χρειάζονται μόνο την πρόσκαιρη τρέλα. Όταν τελειώνει η επίθεση, πρέπει να παραμερίζεις τη λύσσα σου». Ο Αλφά έχει παραβιάσει τους κανόνες του πολιτισμένου πολέμου!
Εκεί στα Μετόπισθεν, ο Αλφά παραδίνεται σε έναν μονόλογο σαν να ζητά συγχώρεση από τον φίλο του, που «στάθηκε απάνθρωπος», για «να σώσει την ψυχή του». Σε μια αφήγηση πιο κοντά στα συναισθήματά του, αλλά μέσα στον ανεμοστρόβιλο της παραφροσύνης, ανιχνεύει τους κρυμμένους εκείνους λόγους που δικαιολογούν τη συμπεριφορά προς τον φίλο του, ενώ ο γιατρός Φρανσουά προσπαθεί να «καθαρίσει το μυαλό του από τις βρωμιές του πολέμου». Μακριά από τη σφυρίχτρα του θανάτου, η σκέψη του τρέχει στην Αφρική, στη μορφή του γέροντα πατέρα, στην εξαφάνιση της όμορφης νεαρής μητέρας και ποτέ δεν έμαθε αν όντως την άρπαξαν οι Μαυριτανοί του Βορρά για να την πουλήσουν σκλάβα, στην πρώτη του ερωτική σχέση με τη Φαρί Τιαμ που τον διάλεξε «μια νύχτα της εποχής των βροχών», στο αδελφικό δέσιμο με τον Μαντέμπα, στους λόγους που τους οδήγησαν στον πόλεμο, στην πορεία προς αυτόν, στο σοκ του πολέμου και του θανάτου.
Αντιμέτωπος με τη συνείδησή του, ο Αλφά σκέφτεται ότι παραβίασε ό,σα μυστικά της ενήλικης ζωής τού έμαθε ο αρχαιότερος άνθρωπος του χωριού του: «Δεν κατευθύνει ο άνθρωπος τα γεγονότα, αλλά τα γεγονότα τον άνθρωπο». Νιώθει προδότης, αφού «το να σκέφτεσαι ό,τι σου λέει το δικό σου μυαλό, είναι προδοσία. Όποιος καταλαβαίνει αυτό το μυστικό έχει πιθανότητες να ζήσει ειρηνικά».
Ρίχνοντας το βλέμμα του πάνω στην ευρωπαϊκή εκπροσώπηση της Αφρικής και πλάθοντας τον χαρακτήρα του κεντρικού του ήρωα, ο συγγραφέας διερευνά τις έννοιες της λογικής και της παράνοιας, της ανθρωπιάς και της αγριότητας, της αλληλεγγύης και της ακραίας βίας. Ο θάνατος του Μαντέμπα οδηγεί τον Αλφά στην τρέλα. Γίνεται απάνθρωπος, μη τολμώντας να παραβιάσει τους άγραφους νόμους και να απαλλάξει τον φίλο του από τους πολύωρους οδυνηρούς πόνους, και στη συνέχεια επιτίθεται βάρβαρα και θανάσιμα στα θύματά του, θέλοντας να βρει την ανθρωπιά του με το να γίνει απάνθρωπος – «έγινα άγριος μετά από σκέψη».
Όλα αυτά, τα γεγονότα, τις αντιθέσεις, τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα, ο συγγραφέας αποδίδει με μια ιδιαίτερη γλώσσα που λειτουργεί σχεδόν με ήχους, τραγουδιστά, κι έναν ελεγχόμενο ρυθμό. Στο πρώτο μέρος η γλώσσα είναι απλή, σχεδόν προφορική, αλλά πολύ υποβλητική, με επαναλαμβανόμενες συγκεκριμένες εκφράσεις σαν μάντρα, που δημιουργεί μια εντύπωση λεκτικής φτώχειας και κάνει τον αναγνώστη να αισθάνεται άβολα. Αυτή η γλώσσα όμως αλλάζει στο δεύτερο μέρος, γίνεται πιο πλούσια και ποιητική, όταν ο ήρωας πηγαίνει στα μετόπισθεν, χαλαρώνει, σκέπτεται και «επιστρέφει» στην Αφρική όπου το σκοτάδι είναι λιγότερο από το φως.
Τιμημένο με το βραβείο Γκονκούρ των μαθητών λυκείου (2018) κι άλλες διακρίσεις, το μυθιστόρημα αυτό, που δίνει φωνή σε όσους ελάχιστα έχουμε ακούσει, τους Αφρικανούς που στρατολογήθηκαν για την άγρια ικανότητά τους να τρομάξουν τον εχθρό με τις ματσέτες τους στην πρώτη γραμμή και οδηγήθηκαν στο θάνατο, αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη ίσως περισσότερο από ένα κλασικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Λειτουργεί σαν μια ισχυρή κραυγή για κάθε πόλεμο που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε μηχανές θανάτου και αλλοιώνει συνειδήσεις.
nfo: David Diop,«Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα»,εκδόσεις «Πόλις», μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, επίμετρο Έφη Ραζή, σελ. 155