Μέρα νύχτα , πέντε φορές (του Γιώργου Βέη)

0
330

 

                                                               (συνέχεια από το προηγούμενο)

 

του Γιώργου Βέη

 

 

 

Η ταυτότητα των αναφωνήσεων

Η διάρκεια του ευλαβικού παρόντος: ο μαθηματικός σεβασμός της συνέχειας θα επικυρώνει πάντα την επανεκκίνηση από το μηδέν. Tα γυμνασμένα  γόνατα των επικλήσεων θα συνεργούν αγόγγυστα. Πρόκειται άλλωστε για το αίτημα της επανεγγραφής της ύπαρξης στο μητρώο των πιστών του αθέατου, αλλά παντεπόπτη Αλλάχ. Ο πάγιος προσανατολισμός προς το τζαμί τη θεσμικά κατοχυρωμένη ώρα αποτελεί, μεταξύ άλλων, ανανέωση δέσμευσης: το πρόσωπο, το δοσμένο ανενδοίαστα στο δόγμα, οφείλει να υπερασπίζεται κάθε στιγμή την αναγκαιότητα της εμμονής στον τύπο. Έτσι, η προσευχή δεν θα τελειώσει ποτέ. Όπως αντιστοίχως και «το Ταλμούδ δεν τελείωσε ποτέ», σύμφωνα με ένα εβραϊκό γνωμικό. Αυτό  το υπέρτατο τιμαλφές του Ισραήλ διαιωνίζεται σαν αστείρευτη πηγή ιδεών. Τα μεταγενέστερα κείμενα θεμελιώνονται στο Ταλμούδ, «αντλώντας από αυτό το κύρος τους και αναφερόμενα σε αυτό για να το φωτίσουν θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα». Το Ταλμούδ είναι σαν δέντρο: «Ο οργανισμός απέκτησε την ολοκληρωμένη μορφή του, αλλά συνεχίζει να παράγει καινούρια βλαστάρια που τρέφονται από τις ρίζες του και συνεχίζουν να μεγαλώνουν». Δεν έχει συγγραφέα ούτε κεντρικό πρόσωπο: είναι η προσπάθεια ολόκληρου του εβραϊκού λαού, μαθαίνουμε από τον Adin Steinsaltz, στο έργο του Εισαγωγή στο Ταλμούδ. Αντιλαμβάνομαι την επανάληψη και στις δύο περιπτώσεις ως οδηγό εφαρμοσμένης, ανελαστικής οντολογίας.

 

*

Το κλίμα της αέναης επιστροφής.

«Αν σε λατρεύω από τον φόβο της Κόλασης, ρίξε με στο πυρ της Κόλασης. Κι αν σε λατρεύω με την ελπίδα της Παραδείσου, απόκλεισέ με από την Παράδεισο. Αλλά αν σε λατρεύω μόνο για χάρη Σου, μη μου στερήσεις το αιώνιο κάλλος Σου!». Θεωρείται και δικαίως ότι συνιστά μια από τις αντιπροσωπευτικότερες παρακλήσεις των εμφανώς μυστικοπαθών φορέων του Ισλάμ, κοντολογίς των σούφι (ṣūfi). Εδώ βέβαια η έκσταση  αποτελεί το Ιερό Δισκοπότηρο της ανακύκλησης των συλλαβών. Η πολιτική του ρίγους διατηρεί στο ακέραιο την άσκηση των δικαιωμάτων της: οι δεδομένες λέξεις, οι μαγνήτες του είναι, απορροφούν την ύπαρξη. Η μερική τουλάχιστον έξαψη προϋποτίθεται: η είσοδος στο νοητό τέμενος δεν νοείται χωρίς αυτήν. Έχω συναντήσει τέσσερις φορές έως σήμερα έναν από τους πλέον δημοφιλείς σούφι του Χαρτούμ. Οι συζητήσεις μας για τη σημασία της δικρ (dhikr), της αδιάπτωτης δηλαδή μνήμης του Θεού, ήταν επόμενο να συμπεριληφθούν περιληπτικά στις σημειώσεις, τις οποίες κρατούσα στο διάστημα των ετών 2004-2008, όταν δηλαδή υπηρετούσα εκεί ως πρέσβυς. Πρόκειται για τη σεβαστική επανάληψη των ενενήντα εννέα ωραιοτάτων ονομάτων του Θεού. Η μνεία είναι σαφής άλλωστε, όπως προκύπτει κατά λέξη από το Κοράνιο: «Ουκ έστιν άλλος Θεός πλην αυτού˙ ούτος φέρει τα ωραιότερα ονόματα». Ενίοτε αρκεί να επιλεγεί αυθόρμητα ένα μόλις από αυτά, το οποίο όμως θα πρέπει στη συνέχεια να ακουστεί δεκάδες φορές χωρίς καμιά απολύτως διακοπή. Εννοείται με την δέουσα βέβαια προσήλωση στην απόλυτη μορφή της ευλάβειας. Μου τονίστηκε κάποια στιγμή ότι ένα κομποσκοίνι, με ενενήντα εννέα ή τριάντα τρεις κόμπους, τέθηκε ήδη από τον ένατο αιώνα στην υπηρεσία των σούφι. Η διευκόλυνση που παρέχεται στην πράξη για την πληρέστερη απαγγελία είναι προφανής: τα ιερά συνώνυμα του θείου γίνονται οι κόμποι της φωνητικής πορείας προς τα άνω. Τα ονόματα είναι συνεπώς η άλλη πατρίδα. Δεν συμβολίζουν απλώς κάτι. Είναι η προβολή στο επέκεινα. Η καταξίωση στους κόλπους του θείου. Ό, τι ορισμένοι εκπρόσωποι του σουφισμού είδαν στην περίπτωση του ανθρώπου-ενσαρκωμένου Θεού.

*

 

«Αλάθητη μητέρα των λαθών η επανάληψη»

 

Ο στίχος ανήκει στη Μαρία Κούρση. Τον θυμήθηκα πολλές σε ένα ακόμη διαδοχικό πέρασμα σε τόπους προσφιλείς, όπου η προσευχή συνιστά Δίκαιο. Και μάλιστα cogens. Η επανάληψη μου έδειχνε πόσο πολύτιμη είναι ως δράση.

*

 

Να μαθαίνω χρήση και μέθοδο βίου στις πόλεις – ηχεία.

Η ρωγμή του τοπίου αφήνει χώρο για να ριζώσει εν τέλει η πεποίθηση περί της μη απουσίας του άφωνου, α- πρόσωπου Υπερ-Άλλου. Προεκτείνω τη σημασία αυτών ακριβώς των στιγμών, τις γεμάτες από τις πασίγνωστες για τους εδώ κατοίκους ιαχές του μεσημεριού. Προσεγγίζουν τις εξής σκέψεις από το μακρινό προσώρας Παρίσι: «Να κάνουμε την ίδια την επανάληψη κάτι το καινούργιο˙ να τη συνδέσουμε με μια δοκιμασία, μια επιλογή, ένα τεστ επιλογής˙ να την εκλάβουμε ως ύψιστο αντικείμενο της θέλησης και της ελευθερίας. Ο Κίρκεγκωρ το λέει καθαρά: Δεν είναι θέμα να αντλήσουμε από την επανάληψη κάτι καινούργιο, να της αποσπάσουμε κάτι το καινούργιο. Μόνο η θεωρία, ο νους που θεωρεί έξωθεν, «αποσπά». Αντιθέτως, πρέπει να δράσουμε, να κάνουμε την επανάληψη καθ΄ εαυτήν μια καινοτομία, δηλαδή ελευθερία και έργο ελευθερίας». Ακολουθεί η προβλεπόμενη παύση. Ο μουεζίνης αποσύρεται από τη σκηνή των ήχων. Το πρώτο, το αναπόφευκτο προ ετών μούδιασμά μου έχει εξελιχθεί στις ποιότητες ενός καθολικότερου συνειδέναι. Το ανοίκειο καθίσταται ζήλος

*

 

Η ιδιαιτερότητα της Παρασκευής.

Ο μυστικισμός δρα κάθε άλλο παρά σπασμωδικά. Το υποκείμενο του εθισμού στο ιερό κατά κανόνα ενισχύεται, ανατροφοδοτούμενο  από τους καρπούς της αυθυποβολής. H τακτική ροή των επωδών, η ανταπόκριση στις συγκεκριμένες υποχρεώσεις του δόγματος, η υποταγή του εγώ στο υπερκόσμιο στοιχείο, η περιοδικότητα της προσφοράς του εαυτού στο αλλού συνεγείρουν φρόνημα. Ο Φραντζ Κάφκα, αναφερόμενος σε ένα άλλο πλαίσιο τήρησης των κανόνων της δέησης, στο χώρο του Ιουδαϊσμού συγκεκριμένα, διαπιστώνει ότι «σύμφωνα με την Καμπάλα, οι πιστοί αποκτούν την Παρασκευή μια νέα, εντελώς ουράνια και πιο τρυφερή ψυχή, που μένει μέσα τους ως το Σάββατο το βράδυ». Η εκλεκτή μέρα των πνευμάτων. Ίσως η προσευχή παύει να είναι μια ακόμα προσευχή. Στο Χαρτούμ φέρ’ ειπείν διεπίστωσα από τις πρώτες κιόλας μέρες την ετοιμότητα της ύπαρξης να σαγηνευτεί σε δεύτερο βαθμό την Παρασκευή. Η αναμονή της έλευσής της ήταν ήδη η πραγματικότητα της ευλογίας. Η ημέρα ως  η επιτομή των συγκινήσεων.

Γνωρίζουμε ότι «στις συζητήσεις του με τον Waismann κατά το 1930, ο Βιτγκενστάιν», όπως συγκρατεί ο Κάι Νίλσεν, «ακούγεται σχεδόν σαν δάσκαλος του Ζεν, ο οποίος μας λέει ότι ο λόγος δεν είναι καν ουσιώδης στη θρησκεία, και ως εκ τούτου δεν είναι καίριας σημασίας για τη θρησκεία το εάν οι θρησκευτικές διατυπώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παραχθούν, από τη μία, αληθείς ή ψευδείς δηλώσεις ή, από την άλλη διατυπώσεις που δεν έχουν νόημα. Αυτό που είναι καίριο στο σημείο αυτό είναι οι ανθρώπινες διαθέσεις και η συμπεριφορά που χαρακτηρίζει εγγενώς τη θρησκεία». Τις Παρασκευές αισθανόμουν ότι η κατανόηση της σχέσης με το θείο ήταν μάλλον έξω από την περιφέρεια του λόγου, έξω, πολύ μακριά από τα σημεία του μηνύματος. Η κατανόηση είναι το πέραν.

 

*

Με τις πρώτες συλλαβές της προσευχής των 18:00.

Η θητεία στο αυτό. Επιστρέφω στο ίδιο παρισινό μήνυμα. Υπογραμμίζω με άνεση ότι αρμόζει περισσότερο στην περίσταση. Η θερμοκρασία στο μεταξύ πλησιάζει αισίως τους σαράντα βαθμούς: «Κι ο Νίτσε γράφει: Ζητούμενο είναι η απελευθέρωση της θέλησης από καθετί που την αλυσοδένει, κάνοντάς την αντικείμενο της θέλησης. Αναμφίβολα, η ίδια η επανάληψη αλυσοδένει. Αλλ’  όμως, αν υποφέρουμε από επανάληψη, η ίδια η μας θεραπεύει  – και μας θεραπεύει από την άλλη επανάληψη. Μέσα επομένως στην επανάληψη υπάρχει ολόκληρο το μυστικό παιγνίδι της απώλειας και της σωτηρίας, ολόκληρο το θεατρικό παιχνίδι του θανάτου και της ζωής, ολόκληρο το θετικό παιχνίδι της ασθένειας και της υγείας (παράδειγμα ο Ζαρατούστρας ασθενής κι ο Ζαρατούστρας στην ανάρρωση από μια και την ίδια δύναμη που είναι η δύναμη της επανάληψης στην αιώνια επιστροφή)[. . .]οι δηλώσεις του Νίτσε είναι χαρακτηριστικές. Ανακαλύπτει τη φύση στην ίδια την επανάληψη ακριβώς γιατί ανακαλύπτει στη φύση κάτι πάνω από την επικράτεια των νόμων: Μια θέληση που θέλει τον εαυτό της μέσα σε όλες τις μεταβολές, μια δύναμη ενάντια στον νόμο, ένα εσωτερικό της γης που αντιτίθεται σε όλους τους νόμους της επιφάνειας». Νομίζω ότι κατανοώ πλήρως τα όσα παρέθεσα παραπάνω από την κύρια διδακτορική διατριβή του Ζιλ Ντελέζ με τίτλο Διαφορά κι επανάληψη. Έτος δημοσίευσης: το κρίσιμο κι άλλο τόσο καθοριστικό  για τα ευρωπαϊκά πράγματα 1968. Μάλιστα, στο Αρχιπέλαγος της Ινδονησίας τα προαναφερόμενα αποκτούν μιαν επιπρόσθετη σημασία. Αυτήν της διάρκειας του δράματος της ύπαρξης, η οποία επιδιώκει την αναδίπλωσή της, έστω τη στιγμιαία, για να αναχθεί στον κόσμο της αντι-ύλης. Το παιδί που έχει κλάψει πολύ όταν έμεινε κάποτε ολομόναχο ενυπάρχει κατά βάθος στον τακτικά προσευχόμενο. Η επανάληψη συνιστά το ξόρκι λοιπόν για να επουλωθεί το τραύμα της ανασφάλειας. Το όνειδος της απόρριψης, το θραύσμα της εγκατάλειψης.

 

*

Η διαστολή των συλλαβών, το βάρος του δευτερόλεπτου

O Ζιλ Ντελέζ εγγράφεται και στο δικό μου παρόν. Αξιολογώ, μελετώντας τον,  τη μετάγγιση των επαναλαμβανομένων αγορεύσεων πίστης ως ένα είδος δραστικού φαρμάκου. Και ως αμυντικό τέχνασμα κατά του πειρασμού της απραξίας. Εντός των κόλπων ενός κατ΄ επίφασιν, ενός παθητικού δηλαδή θρησκεύεσθαι, η άσκηση στο διηνεκές των δημόσιων προσευχών είναι η διακήρυξη της προσήλωσης σε ένα καθόλα εναργές φαντασιακό. Ή μήπως η υπερβολή της επανάληψης δεν είναι το εξ αντικειμένου μέτρο μιας πρόσφορης διαβίωσης: Εννοώ παρεμπιπτόντως τα εξής: «Επανάληψη είναι αυτό που μεταμφιέζεται καθώς συγκροτείται, αυτό που συνεχίζεται καθώς μεταμφιέζεται[. . .] Κοντολογίς, η επανάληψη είναι ουσιαστικά συμβολική˙ σύμβολα και είδωλα είναι το γράμμα της επανάληψης[…]Δεν επαναλαμβάνω επειδή καταστέλλω. Καταστέλλω επειδή επαναλαμβάνω, λησμονώ επειδή καταστέλλω. Καταστέλλω επειδή μπορώ να βιώνω ορισμένα πράγματα μόνο με τον τρόπο της επανάληψης[. . .]Η πλέον δραματική και θεατρική διαδικασία μέσω της οποίας θεραπευόμαστε ή δεν θεραπευόμαστε έχει όνομα: μεταβίβαση. Η μεταβίβαση είναι πάνω απ’  όλα επανάληψη. Η επανάληψη που μας αρρωσταίνει μας κάνει επίσης καλά˙ μας αλυσοδένει και μας καταστρέφει, αλλά επίσης μας απελευθερώνει, δείχνοντας κατ΄ αυτό τον τρόπο και στις δύο και στις δύο περιπτώσεις τη «δαιμονική» της δύναμη. Κάθε θεραπεία είναι ταξίδι στον βυθό της επανάληψης[. . .]Τω όντι, ο αναστοχασμός με αντικείμενο τη μεταβίβαση αποτέλεσε το αποφασιστικό κίνητρο για την εξεύρεση ενός “πέραν”». Η αποτελεσματική προσφυγή στη μέθη μιας πρόχειρης μεταφυσικής είναι και στα περίχωρα της Τζακάρτας, όπου γράφω την περίοδο αυτή, υπόθεση μιας ρητής, επ’ άπειρον επαναφοράς του συντάγματος των συγκεκριμένων λέξεων.

*

[Θα μπορούσα να γράψω άραγε ένα Zeitroman, ένα μυθιστόρημα εποχής, με κύριο άξονα αναφορών και αυτοαναφορών την αυστηρά τακτική, την πράγματι επιτελεστική προσευχή; Η δομή ενός συγκεκριμένου χωρόχρονου μπορεί να υφίσταται ως εύλογη αιτία της επαναλαμβανόμενης παράκλησης; Αν όντως «το εγώ είναι κατά συνέπεια η ύπαρξη που αν θέλουμε, περιέχει την ύπαρξη σαν στιγμή», όπως μας έμαθε ο Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ, τότε το δυναμικό, το υπερ-πλήρες  δευτερόλεπτο της προσευχής  δεν είναι το παν; Ή σχεδόν το παν; ]

*

Στα μεσοδιαστήματα των προσευχών

Από συνήθεια παρατηρώ κάποιες φορές τα πρόσωπά τους. Έχουν μόλις ολοκληρώσει ό, τι προβλέπει το πρωτόκολλο  της απογευματινής λατρείας και βγαίνουν από το τζαμί. Μοναχικοί ή κατά ομάδες. Τυχαίνει να περνώ εκείνη την ώρα από τα μέρη τους. Η περιέργεια μου ανοίγει την όρεξη. Δεν δυσκολεύομαι πάντως να αναγνωρίσω κάτι το ιδιαίτερα οικείο. Πρόκειται για την αναμενόμενη ανακούφιση από τα τρέχοντα πάθη. Άλλοτε πάλι να είναι ενδεχομένως σημάδι παραίτησης. Ή ανάκαμψης. Μαρτυρία αυτοπεποίθησης. Ξανακερδισμένης αισιοδοξίας άραγε; Ή μήπως είναι μια ακόμη απλή ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Γεννήτορα όλων. Η αναγωγή στη μη-στέρηση. Στο σύνδρομο της εξάρτησης: το εικονοφαντασιακό σημαινόμενο έχει προ πολλού παραχωρήσει τη θέση του στη βεβαιότητα Ενός φίλιου Μέγιστου. Το ξέρω, το βλέπω: σε λίγα λεπτά όλοι θα επανέλθουν στον αναμφισβήτητα δικό τους απαιτητικό μικρόκοσμο, στην αδήριτη υλικότητα των αντικειμένων, στην εξυπηρέτηση των ζωτικών αναγκών, στην καθημερινότητα της απόπειρας ικανοποίησης των επιθυμιών, στην πιθανότητα της καταπίεσης και της αναπόφευκτης κατά κανόνα απώθησής τους. Ίσως οι μεταβατικές αυτές στιγμές να είναι εν τέλει ένας πρόχειρος παράδεισος. Εξ ου και η προσέλευση στη συμμετοχική απόλαυση.

Δεν απομακρύνομαι. Αισθάνομαι ότι ενώ (σχεδόν) με βλέπουν δεν με προσέχουν καθόλου. Σα να είμαι διαφανής. Δεν διασταυρώνομαι εκεί που θέλω. Δεν με παρατηρεί κανείς. Παράταιρος αλλά όχι οχληρός. Έτσι φαίνεται. Ίσως αποσπάσω κάποια στιγμή το διερευνητικό βλέμμα ενός που θα ήθελε να δείξει κάτι. Η κατοπτρική μου εικόνα μάλλον αφορά κάποιον εδώ. Αλλά δεν μπορώ να ξέρω. Στον αντίποδα της ανοικειότητας θα σταθώ μόλις με δει/δουν. Δεν θα αργήσω να φύγω. Στο νου μου η φράση του ζωγράφου Αντρέ Μαρσάν ως αντιπερισπασμός: «Μέσα σε ένα δάσος, αισθάνθηκα πάμπολλες φορές ότι δεν ήμουν εγώ αυτός που κοιτούσε το δάσος. Αισθάνθηκα ορισμένες μέρες ότι ήταν τα δέντρα που με κοιτούσαν και μου μιλούσαν».

Είμαι ήδη αλλού. Χωροταξικά εννοώ. Τα σύμβολα όμως είναι παντού. Δεν χρειάζεται να επιμείνω: αφήνομαι στο δικό τους ποτάμι. Γι΄ αυτό και δεν μετατοπίζομαι εν τέλει, αλλά συνυπάρχω. Σε λίγες ώρες το ίδιο ακουστικό βίωμα. Η παλινόρθωση του αυτού. Ως ταυτότητα καλειδοσκοπική, ως σφραγίδα από το πέραν.

Βιβλιογραφία παραθεμάτων

Φραντζ Κάφκα, Τα ημερολόγια 1910- 1923, μετάφραση: Άρτεμη Αγγέλα Βερυκοκάκη, Εξάντας, 2018

 

Μαρία Κούρση, Τρεις κλωστές, Εκδοτική Αθηνών, 2019

Αντρέ Μαρσάν, βλ. Ζακ- Αλέν Μιλέρ, Το βλέμμα στη νεύρωση, περιοδικό Η Ψυχανάλυση τεύχος 7, Άνοιξη 2011

 

 

Κάι Νίλσεν, Εισαγωγή στη φιλοσοφία της θρησκείας, μετάφραση – πρόλογος: Βασίλης Αδραχτάς, εκδόσεις Ψυχογιός, 2002

 

Ζιλ Ντελέζ, Διαφορά και επανάληψη, εισαγωγή, μετάφραση: Κωνσταντίνος Β. Μπούντας, εκδόσεις Εκκρεμές, 2019

Adin Steinsaltz, Introduction au Talmud [1976], Abin Michel, Παρίσι 1987 [ βλ. Michel Juffé, Ζίγκμουντ Φρόιντ Μπενεντίκτους Ντε Σπινόζα, Αλληλογραφία 1676 – 1938, Μετάφραση Μήνα Πατεράκη – Γαρέφη, εκδόσεις  Utopia, 2018]

 

Προηγούμενο άρθροΑνάμεσα στην τέχνη και την υπέρβαση (της Άννας Λυδάκη)
Επόμενο άρθροΗ Κόλαση είναι αυτός που παρατηρεί:Στον Ασημένιο Πλανήτη τού Αντρέι Ζουλάφσκι (του Ελ. Μακεδόνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ