Της Βαρβάρας Ρούσσου
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη Μυθογονία κυκλοφόρησε το 2015 και τιμήθηκε με βραβεία. Αντλώντας τη θεματολογία από γυναικεία μυθικά πρόσωπα επαναπροσδιορισμένα η Κορρυβάντη επιτελεί ό,τι η Adrienne Rich έχει ονομάσει re-vision: την επαναθεώρηση μύθων υπό νέα φεμινιστική οπτική.
Στη νέα συλλογή της με τίτλο Dyno: με τα ζάρια στον αέρα οι έννοιες κίνδυνος, ριψοκίνδυνη αλλά επίμονη προσπάθεια, απόφαση έχουν έντονη παρουσία, όπως και βουνό, άνοδος, ανεβαίνω, πτώση μαζί με λέξεις γύρω από την ορειβασία, όπως π.χ. στο ποίημα «Οι κτήσεις δεν ήταν»: «Αλπική πεταλούδα, ημίδεσμος-/οχτάρι περαστό.». Ωστόσο, ο αναγνώστης είναι προετοιμασμένος γι’ αυτά με την λεπτομερή εισαγωγική περιγραφή-επεξήγηση του dyno, του επικίνδυνου εκείνου άλματος κατά την αναρρίχηση στο οποίο ο αναρριχητής βρίσκεται στο κενό μέχρι να κρατηθεί από κάποιο σημείο. Ακολουθεί ως μότο η φράση της ζωγράφου Τζόρτζια Ο’ Κηφ Ο Θεός μου είπε πως αν ζωγράφιζα αυτό το βουνό αρκετά, θα μπορούσα να το έχω, φράση που μεταθέτει το ζήτημα από την αιώρηση και την αναρρίχηση που εμπεριέχουν το τυχαίο στην επίμονη και επίπονη προσπάθεια ενώ ταυτόχρονα μεταφέρει την εντύπωση για την πίστη στην παντοδυναμία της τέχνης με όρο την αφοσίωση σε αυτήν.
Όπως ακριβώς μεταξύ πρώτης και δεύτερης συλλογής διαφαίνεται μια θεματική μετατόπιση έτσι και εντός της νέας συλλογής η έννοια της μετατόπισης με όσους κινδύνους αυτή εμπεριέχει είναι διάχυτη. Υπονοείται έτσι και διαμορφώνεται μια στάση ζωής, ας μου επιτραπεί το επίθετο «αναρριχητική». Η συλλογή ολόκληρη εξάλλου ακολουθεί μια πορεία αναρρίχησης, μια σειρά μετακινήσεων τοπικών/χωρικών, όπως υποδηλώνουν οι τίτλοι. Ξεκινά από τα «Θεμέλια», ποίημα που κλείνει με τον ενδεικτικό στίχο «Όπου κι αν είσαι, σκαρφαλώνεις την υδρόγειο» και συνεχίζεται με τα «Ορίζοντας» και «Στέγη» όπου εμφανίζεται η ανατροπή: στο πρώτο ακυρώνεται η αναμενόμενη λυρική απεικόνιση των βουνών που «δεν είναι μαβιά, δεν είναι γαλάζια» αλλά «μια συσσωρευμένη βία. Θέλουν καλό αριστερό/και γάντι του μποξ για να τ’ ανέβεις». Η μετατόπιση επομένως εδώ δεν βρίσκεται μόνο στην τοπική έννοια αλλά και στην ίδια την ποιητική. Στη «Στέγη» ακυρώνεται η φράση «ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας» που δηλώνει την κατασκευασμένη κοινωνικά ανάγκη αποκατάστασης και τάξης και μάλιστα έμφυλης: «Στο μεταξύ εσύ στρώσε/ τα φύλλα ακτινωτά στο ταψί.[…ακολουθούν μια σειρά ανατροπών] Ό,τι χρειαστεί για να έχουμε/ένα κεραμίδι κάτω απ’ τα πόδια μας». Οι ακυρώσεις αυτές, αντανακλούν και την ποιητική στάση της Κορρυβάντη: αποτυπώνει τον κόσμο αφενός με την αίσθηση της επιβεβλημένης συνεχούς προσπάθειας/αγώνα αφετέρου με το αίσθημα της αμφιβολίας και της ματαιωμένης προσδοκίας που όμως δεν οδηγεί στην απόγνωση και παραίτηση αλλά στην προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί ο φόβος και στην ήρεμη ενατένιση των «Γυμνών κορφών». Προς το τέλος του βιβλίου κυρίως με το «Ντόκλαντς» αρχίζει η κάθοδος από το βουνό, ακόμη μια χωρική μετακίνηση, που θα ολοκληρωθεί με τις «Γυμνές κορφές», το τελευταίο ποίημα της συλλογής, «ένα καλά ακονισμένο τέλος» του οποίου οι καταληκτικοί στίχοι: «Μα οι κορφές είναι γυμνές σαν την αλήθεια./δεν έχουν τίποτα να κατακτήσεις.// Έλα να κυλιστούμε στην πτώση.» ολοκληρώνουν την καθοδική πορεία.
Έτσι, η διαρκής προσπάθεια να ζωγραφιστεί το βουνό αλλά και να αναρριχηθεί κάποιος σε αυτό αφενός ακολουθεί μια πορεία ανόδου πτώσης με στοιχεία ματαίωσης («κι απάνω μας περιμένουν τα μαύρα τα σκυλιά»- «Η Λατόμος») αφετέρου γίνεται με τη βεβαιότητα του μοιραίου συμβιβασμού ή της αποτυχίας, ακόμη και στον έρωτα. Αυτά τα παραπάνω στοιχεία αποδίδονται άμεσα ως τέλος-κορύφωση-απόσταγμα-κατάληξη σε αρκετά ποιήματα -εκτός από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν («Θεμέλια», «Στέγη») ενώ ενέχεται το στοιχείο μιας εκτίμησης-διαπίστωσης που υπερβαίνει το πεδίο της ατομικής εμπειρίας: « Πολλοί από εμάς έφτασαν να λαχταρούν ένα χαμηλό ναύλο όσο τίποτε. Αύριο θα νοσταλγούν τα νησιά που δεν γνώρισαν, αφού ό,τι γνώρισαν το αγάπησαν άτολμα και λίγο.» («Ο Φόβος»), «Πόσες κόρες, πόσοι γιοί/μείναν θαμμένοι ζωντανοί/στα διώροφα.» («Σκληρές επιφάνειες»), «μπαίνει ο πυρετός σε αυλάκια/ όπως -περίπου- μπαίνει η ζωή σε τάξη» («Ρωγμές»), «Μία απόφαση οριστική./καθαρή τύχη ή αποτυχία.» («Πειραιάς»), «Θα μείνεις εδώ/μ’ όλα σου τα ζάρια στον αέρα.» («Ίος»). Όπως στον τίτλο, έτσι και στο ποίημα «Ίος», τα ζάρια στον αέρα υπονομεύουν τη λογική της προσπάθειας και παρεισφρέει η αμφιβολία του τυχαίου, η αιώρηση πάνω από το κενό. Το αποτέλεσμα του dyno και της εκτίναξης εγγράφεται ως απόφαση στη ζωή.
Στη συλλογή της Κορρυβάντη η εμπειρία της ζωής και της επικοινωνίας συλλαμβάνεται με μια αναντίρρητα τοπική (spatiale) διάσταση: ο κόσμος είναι και μια χωρική/γεωγραφική πραγματικότητα. Η υλικότητα αυτής της πραγματικότητας προβάλλεται με τις αναφορές στο βουνό και την αναρρίχηση ενώ ο τόπος/χώρος/τοπίο (space, place, landscape) και η κίνηση σε αυτό συνάπτεται με έννοιες όπως ταυτότητα, εθνικότητα, φύλο, ανθρώπινη επαφή, ακόμη και μετανάστευση. Παράλληλα, το ανθρώπινο σώμα σχεδόν αποσωματοποιείται ή καλύτερα αφομοιώνεται από την υλικότητα των χώρων, όπως στο ποίημα «Φολέγανδρος». Οι τίτλοι τόποι («Φολέγανδρος», «Ίος», «Ντόκλαντς» κλπ) αποκτούν τη βαρύτητα συμβόλων αλλά ταυτόχρονα λειτουργούν ως δείκτες μια διαρκούς κινητικότητας στο χώρο.
Η Κορρυβάντη εκμεταλλεύεται τυπογραφικά τη φόρμα για τη νοηματική οργάνωση του ποιήματος. Συνθέτει τα ποιήματά της κυρίως σε δίστιχα που οπτικά υποβάλλουν μια εναλλασσόμενη και ποικίλη ρυθμικότητα ενώ προσεκτικά τοποθετημένη η στίξη φορτίζει τους στίχους με την καθετότητα μιας απόφανσης ή με την αιχμαλώτιση του στιγμιαίου μιας φωτογραφίας: «Το κάστρο απόρθητο. Η γη σιδηρά. Απόψε θα πέσουν/οι Περσείδες βροχή.» (Φολέγανδρος, ποίημα αποτελούμενο από δύο μέρη που η οπτική απεικόνιση είναι σημαίνουσα.). Επισημαίνω ότι στη διάταξη της συλλογής, τέσσερα είναι τα πεζόμορφα ποιήματα, όχι τυχαία νομίζω: «Οι Προσπάθειες», «Η Προσδοκία», «Ο Φόβος», «Το Θάρρος». Και τα τέσσερα αποδίδουν όσα υπόσχεται ο τίτλος του βιβλίου, την εκτίναξη στο κενό, τα ζάρια στον αέρα.
Και αυτή η συλλογή δεν παραιτείται από την προβολή της έμφυλης οπτικής της, οφθαλμοφανή σε ποιήματα όπως «Στέγη», «Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος», «Η Γέφυρα των Κυριών» (ιδίως αυτά τα δυο αποτελούν έναν ιδιαίτερο προβληματισμό για τις κοινωνικές κατασκευές και τον παραγκωνισμό των γυναικών) και κατά την ανάγνωσή μου το «Γυάλινη Οροφή». Σε αυτήν εξάλλου την οπτική νομίζω ότι έρχεται ως επιστέγασμα ο πίνακας του Seurat «Τα μοντέλα», στο οπισθόφυλλο με λεπτομέρεια στο εξώφυλλο, στην ουσία ένα και το ίδιο μοντέλο καθώς γδύνεται για να ποζάρει στον ζωγράφο. Ο πίνακας δέχεται, γενικά, διάφορες ερμηνείες: από την έκθεση του γυμνού γυναικείου σώματος σε μια νέα οπτική της ιστορίας αυτής της έκθεσης, καθώς ο ζωγράφος έχει κατά νου πρότυπα παλαιότερων γυμνών (κάτι που συνάδει με την επαναθεώρηση μύθων της Κορρυβάντη) μέχρι την απεικόνιση της τέχνης ως διεργασίας, ως τεχνικής κατασκευής που αποκαλύπτει τα υλικά της, ως μια υλικής και καλλιτεχνικής μετατόπισης.
Θα κλείσω παρατηρώντας ότι με τη συλλογή αυτή μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι το ποιητικό παιχνίδι δεν παίζεται στις κατασκευές και τις -οτητες (ή τουλάχιστον μόνο με αυτές) αλλά στη γλώσσα και τις λέξεις που η καθαρότητά τους μπορεί να βρει ανταπόκριση.
info: Κωνσταντίνα Κορρυβάντη, Dyno: με τα ζάρια στον αέρα, Πόλις