Η Έφη Κατσουρού, αρχιτεκτόνισσα και ποιήτρια, γράφει “μ΄άλλα μάτια” τις εντυπώσεις της από το διήμερο αφιέρωμα στον Μίλτο Σαχτούρη. (Ύδρα, 18.10 – 20.10. 2019, Συμπόσιο Μίλτου Σαχτούρη)
[για έναν αγαπημένο ποιητή – σε έναν αγαπημένο τόπο]
Ενάμισης μήνας περίπου μετά και έφτανα πάλι εκεί, στον ομορφότερο τόπο, στον ομορφότερο χρόνο μου. Ήταν ένα κοινό μεσημέρι, που η εξέλιξη του καθημερινού διερράγη και η είσοδος στην κοιλιά ενός ιπτάμενου δελφινιού με έκανε να ανακαλέσω την πρότερη μνήμη. Μία μνήμη που στο μέλλον δεν θα είναι παρά ένα ακαθόριστο αίσθημα, μία απόχρωση γύρω απ’ την κόρη των ματιών μου. Ύλη δεν θα ‘χει, ούτε εικόνα. Ο ήχος θα φτάνει σαν απ’ τα βάθη ενός μεγάλου κοχυλιού – σαν κραυγή απ’ τα ενδότερα της σπηλιάς, όπου όλοι κάποτε γεννηθήκαμε. Και θα υπάρχουν άνθρωποι και μέρη και στίχοι με τους οποίους θα νοιώθω μία απαρέγκλιτη οικειότητα, την οποία, μόνο, έπειτα από χρόνια θα αποκρυπτογραφήσω. Η δεύτερη φορά μέσα σε επτά μήνες – συνολικά έξι περίπου μέρες. Τόσο λίγες – τόσο πολλές για έναν άνθρωπο τόσο μικρό.
Εξερχόμενοι από αυτό το τεράστιο ψάρι, που αν και το αποκαλούνε δελφίνι, δεν έχει καμία ομοιότητα με τον Λίνο τον δελφίνο, που όλοι γνωρίζουμε, ο χώρος απλώνονταν απαράλλακτος. Το όχημα, ακολουθούσε την γνώριμη κίνηση της διαρκούς ταλάντευσης διαγράφοντας, εμμονικά, τροχιές περίπου ευθείες. – Τα πλακόστρωτα χαράσσουν τη δική τους γεωγραφία, μια γεωγραφία ιδιότυπη που μοιάζει με τραγούδι -το σούρουπο, συντονιζόμενη με το φλοίσβο, τις φωνές των ευτυχισμένων γάτων και τα ασθμαίνοντα βήματα των ζαλομένων γαϊδάρων γίνεται νανούρισμα.- Ο ήλιος παρέμενε δυνατός και σε αντίθεση σταθερή με το όχημα, συνέχιζε να διαγράφει την ευθεία πορεία του, απαιτώντας στροφή κεφαλής στην κατά μέτωπον σύγκρουση και διαρρηγνύοντας κάθε αίσθημα κόπωσης. Στα τραπεζάκια που μας υποδέχονται, είχαν προστεθεί πέραν των τιμοκαταλόγων, κάτι καλειδοσκοπικά πρίσματα. Στη μία πλευρά τους σχηματιζόταν το πρόσωπο ενός ανθρώπου ακαθόριστα οικείου και στην άλλη ήταν γραμμένοι στίχοι που άλλαζαν προχωρώντας από τραπέζι σε τραπέζι, όπως άλλαζε κι η εικόνα που εμφανίζονταν στην τρίτη και στην τέταρτη πλευρά του καλειδοσκοπικού μας πρίσματος. Το δικό μας πρίσμα, λεγότανε, Ψωμί, και έγραφε: «όλοι τρέχανε στον μικρό άγγελο που μοίραζε ουρανό // Ας μην το κρύβουμε / διψάμε για ουρανό.». Αυτά τα λόγια μού ήταν γνώριμα, ίσως να τα έχει ψιθυρίσει κάποιο βράδυ μυστικά στο αυτί μου Εκείνη, ή να είναι χαραγμένα σε κάποιο από τα πολύχρωμα βιβλία που μετά από προσωπική παρέμβασή μου, περνούν κάθε απόγευμα στα ξύλινα, αναπαυτικά εδάφη του επάνω σαλονιού. Η τρίτη και η τέταρτη πλευρά αλλάζουν διαρκώς, δεν μπορώ να απομονώσω μία μόνη εικόνα, καθώς το κρατώ σφιχτά στα χέρια μου, πότε εμφανίζεται η θάλασσα, πότε ο ουρανός, πότε ένα κότερο, μια πέτρα, το πρόσωπο Εκείνης, τα αγαπημένα ξανθά, κατσαρά μαλλιά, ο καλοκαιρινός μου φίλος, το ποτήρι με τον καφέ, ο ορίζοντας, όλα μαζί· πέφτει κάτω, δεν σπάει, και ξανά από την αρχή.
Μπορούσα, νόμιζα, να μαντέψω τις κινήσεις. Είχα τη μνήμη του θέρους ζωντανή και το αίσθημα της συνήθειας ισχυρό. Είναι ο τόπος ανάλογο της δράσης -αυτός επιτάσσει την κίνηση των σωμάτων και υποβάλλει ακόμη και το χρόνο στον δικό του ρυθμό. Μα ο ήλιος, εκείνο το απόγευμα, κρύφτηκε νωρίτερα, Εκείνη ετοιμάστηκε βιαστικά και ξαφνικά όταν άνοιξα τα μάτια μου, τα οποία σε μια στιγμή αδυναμίας, πρόδωσαν την επιθυμία μου κι έκλεισαν, δεν ήταν πλέον δίπλα μου. Μέσα σε αυτή την -κατά τα άλλα- γλυκιά ζάλη του απογευματινού απόυπνου, προσπάθησα να ανασυγκροτήσω τη μνήμη και να ανακαλέσω την τελευταία στιγμή που ένοιωθα την ανάσα της. Μέχρι να συνέλθω, από το ράθυμο ρυθμό και να προλάβω να εκφράσω το αίσθημα της αγωνίας, βρέθηκα αγκιστρωμένος επάνω στο σώμα της Μεγάλης Μητέρας, να αναρριχόμαστε πάνω σε ένα κατακόρυφο πλακόστρωτο που έμοιαζε να τρυπά, πρώτα τον βράχο κι έπειτα, τον ουρανό. Αριστερά και δεξιά μας υψώνονταν δύο πέτρινοι κύβοι, στον ένα εκ των οποίων, αν δεν απατώμαι, τον αριστερό, κατοικούσε ο άνθρωπος του πρίσματος. Ίσως, από εκεί να τον γνώριζα, τον είχα δει βγαίνοντας από το στόμα του μεγάλου δελφινιού. Στο τέρμα αυτής της κατακόρυφης διαδρομής· την βρήκαμε! Την βρήκαμε! Εκείνη· ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, σε τόσες εικόνες και ήχους ανοίκειους, μα ταυτοχρόνως αρκούντος ελκυστικούς. Μέσα στον πέτρινο κύβο, τη στιγμή της εισόδου μας, οι εικόνες διαδέχονταν η μία την άλλη αστραπιαία, και ο άνθρωπος του πρίσματος είχε αποκτήσει φωνή και τραγουδούσε: «γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός / γύριζε στους δρόμους / ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός / έπεφτε στις λάσπες // Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός ….»[1]
Ύστερα ακούστηκαν κι άλλες φωνές, φωνές που μίλησαν για ιδέες που γίνονται εικόνες, για εικόνες τόσο λίγο υλικές που αγγίζουν την τάξη των ιδεών[2], για όνειρα που συνέχουν τον κόσμο και εικόνες που άρχονται από τον ακατάλυτο χώρο της παιδικής φαντασίας και αντεπιτίθενται στον χρόνο της παράλογης πραγματικότητας[3]. Για χρώματα, για το λευκό, το κόκκινο, το μαύρο σε μία ζωγραφική γραφή[4]. Για έναν πύργο με μεγάλες πόρτες και μικρά παράθυρα χτισμένο από λέξεις. Και για κάποια Μαρία σκεπτική που μεταβαίνει από ποίημα σε ποίημα διατρέχοντας τον ενιαίο χώρο της ποίησης[5], κάποια Μαρία, που, ασφαλώς, δεν είναι η δική μου. Η δική μου Μαρία έχει μαλλιά κατσαρά και ξανθά και φοράει τα μάτια μου. Την ίδια ώρα εγώ, στην όψη και την τραχιά αφή του πέτρινου τοίχου, συντόνιζα τις λέξεις μου, συνθέτοντας σύμφωνα οδοντικά και βροντερά φωνήεντα σε ένα λόγο άναρθρο, που όπως γράφει, συχνά, Εκείνη, στο γαλάζιο τετράδιο, είναι η ποίηση. Η δική μου Μαρία με κράταγε σφιχτά, μέχρι να επιστρέψει Εκείνη και να ματαιώσει το φόβο μου. Μέχρι να πάρουν όλα τον γνώριμο ρυθμό του θέρους και να σβήσουν οι ήχοι στον αχό της θάλασσας. Το επόμενο πρωί, ο άνθρωπος του πρίσματος φάνηκε πάλι. Άρχισε ξανά να κινείται και να μιλά, λιγότερο πρόθυμα αυτή τη φορά – έμοιαζε κουρασμένος, ίσως από το προηγούμενο βράδυ, όπως όλοι μας λίγο-πολύ. Τώρα τον έλεγαν κληρονόμο πουλιών[6]. Και είχαν δίκιο, πώς θα άντεχε αλλιώς; Πώς θα στεκόταν ώρες ολόκληρες, ακούραστος, σε τέτοιο ύψος δίχως φτερά; Από την ώρα που φτάσαμε ισορροπεί στην αριστερή παρειά του πέτρινου τοίχου ακούραστα. Κι ακούστηκαν πάλι κι άλλες φωνές, ακούστηκαν τα λόγια του, τα γνωρίζω καλά τα λόγια του[7] -γιατί γνωρίζω την ποίηση· είναι η μόνη αλήθεια, από ξένες φωνές κι ακούστηκαν και ιστορίες από ανθρώπους που φαίνεται πως μίλησαν πολύ μαζί του[8]..
Μεσημέριασε, κι απέμενε ένα περίπου εικοσιτετράωρο να το ξοδέψουμε σε αυτό το έκπαγλο τοπίο. Ήρθε κι η συννεφιά κι έφυγε. Ήρθε κι ένας υγρός αέρας -έφυγε κι αυτός. Κι όλα κύλησαν απλά, όπως κυλούν μόνο τα όμορφα πράγματα. Το άλλο πρωί, μετά το πρωινό στο λιμάνι, ακολουθήσαμε την καμπυλότητα της θάλασσας, στην ίδια πάντα γνώριμη στροφή, που η σκιά του βράχου γίνεται παχιά, έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω λίγο ύπνο θερινό, από εκείνον που σε ζαλίζει γλυκά και σε δροσίζει ελαφρά καθώς το βορινό αεράκι στεγνώνει το ιδρωμένο μέτωπο. Όταν άνοιξα τα ματοτσίνορά μου, είχαμε σταθεί στο αγαπημένο μπαλκόνι με τα μεγάλα κανόνια. Εκείνη μύριζε θάλασσα και τα αφημένα στον άνεμο μαλλιά της, το υγρό κορμί της πρόδιδε πως είναι αυτή η γοργόνα Ανδρομάχη, για την οποία μου μιλά τις νύχτες και μου γνέφει απ’ τα όνειρα.
Το νερό απ’ το πρόσωπο της εξατμίστηκε γρήγορα, τόσο γρήγορα όσο εξατμίστηκαν κι οι στιγμές. Μεσημέριασε και το μεγάλο ψάρι είχε ανοίξει το στόμα του και περίμενε να μας καταπιεί και πάλι. Να μας φέρει πίσω σε ένα χώρο λιγότερο ποιητικό – σε ένα χρόνο λιγότερο ποιοτικό. Μα τώρα δεν το φοβάμαι και συνεχίζω το τραγούδι μου. Ο άνθρωπος του πρίσματος από τον πέτρινο κύβο μου κλείνει το μάτι. Και οι καλειδοσκοπικές εικόνες, η θάλασσα, ο ουρανός, το κότερο, η πέτρα, το πρόσωπο Εκείνης υγρό και φωτισμένο, τα αγαπημένα ξανθά, κατσαρά μαλλιά αλμυρά, οι καλοκαιρινοί φίλοι κι οι νέοι φίλοι του φθινοπώρου, το ποτήρι με τον καφέ, ο ορίζοντας, είναι όλα δικά μου. Και ο λόγος είναι δικός μου. Κι η ποίηση. Γιατί εγώ, όπως κάθε αθωότητα, κατοικώ πιο ψηλά απ’ τη γη, πιο χαμηλά απ’ το φεγγάρι. Και το τραγούδι / που δε φτάνει ως το ναύτη // Φτάνει ως το λιμάνι / φτάνει ως το καράβι / φτάνει ως τα κατάρτια, φτάνει ως εμένα, τον καπετάνιο του ονείρου.
Ως εμένα, που έχοντας φτάσει δεύτερη φορά μέσα σε εφτά μήνες σε αυτόν τον τόπο, κι απόψε αναχωρώντας, μπορώ να είμαι σίγουρος πως όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν… μέχρι να αρχίσουνε ξανά.
* Το κείμενο αποτελεί μια αναφορά / ένα βλέμμα στο διήμερο συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε στην Ύδρα στις 18 και 19 Οκτωβρίου για τον Υδραίο ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, μέσα από τα μάτια του μικρότερου συμμετέχοντα.
[1] Προβολή της ταινίας «Ο τρελός λαγός» του Λευτέρη Ξανθόπουλου.
[2] Αναφορά στην ομιλία της Βερονίκης Δαλακούρα.
[3] Αναφορά στην ομιλία της Λίνας Τσουκαλά.
[4] Αναφορά στην ομιλία του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
[5] Αναφορά στην ομιλία της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη.
[6] Προβολή της ταινίας «Κληρονόμος πουλιών» του Λευτέρη Ξανθόπουλου, στην οποία ο ποιητής εμφανίζεται φανερά κουρασμένος στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
[7] Ανάγνωση ανέκδοτων ποιημάτων, τα οποία εμπιστεύτηκε η Εύα Περσάκη, κόρη της συντρόφου του ποιητή, από τον Λευτέρη Ξανθόπουλο και ενός νεανικού διηγήματος του Μίλτου Σαχτούρη, το οποίο διαβάστηκε από τον Γιάννη Μπασκόζο.
[8] Αναφορά στις προσωπικές μνήμες που μοιράστηκαν οι Λευτέρης Ξανθόπυλος και Αργύρης Παλούκας.