Με αφορμή ένα βιβλίο: Ποιητικός ρυθμός και εικονογραφημένο βιβλίο (της Κατερίνας Καρατάσου)

0
1055

 

Της Κατερίνας Καρατάσου(*)

Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αγαπούν τις ιστορίες που εκφράζονται με στίχο. Εξ ου και ο μεγάλος αριθμός έμμετρων ιστοριών, ιδίως σε μορφή εικονογραφημένου βιβλίου, που απευθύνονται στις συγκεκριμένες ηλικίες. Η γλώσσα τους ακολουθεί συνήθως τις προδιαγραφές του παραδοσιακού στίχου, που χαρακτηρίζεται, ανάμεσα σε άλλα, από σταθερό μέτρο (ή μέτρο με μοτίβο εναλλαγής των μορφών), ομοιοκαταληξία, στροφική οργάνωση ή, εν πάση περιπτώσει, οργάνωση σε ποιητικές ενότητες.

Δυστυχώς δεν είναι σπάνια η δυσφορία που αισθάνεται κανείς φυλλομετρώντας τα βιβλία που τις στεγάζουν. Κάπου (κουτσά στραβά) βγαίνει ο στίχος, αλλού εγκαταλείπεται τελείως η προσπάθεια για μέτρο και μένει μια φτωχή ομοιοκαταληξία ή καμιά μίζερη παρήχηση. Και το γλωσσικό αίσθημα; Ενοχλητική χρήση του υποκορισμού, βεβιασμένη σύνταξη (δήθεν ποιητική για να βγαίνει το μέτρο), φτωχό λεξιλόγιο. Όσο για τη θέρμη ή και τη σπιρτάδα του ποιητικού ρυθμού (που εξίσου διαπερνά τον παραδοσιακό και τον ελεύθερο στίχο) και αποτελεί κατεξοχήν ερέθισμα για τη διαφοροποίηση και τον εμπλουτισμό των αισθητικών εμπειριών –ούτε λόγος. Και, όχι, τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από ζωντάνια και ποικιλία: Είναι πρόχειρα. Ούτε, βέβαια, είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο: Είναι προϊόντα άγνοιας της στιχουργικής τέχνης –ενίοτε και μιας κουλτούρας αρπαχτής. Ωσάν το παιδικό βιβλίο να είναι ο φτωχός συγγενής που, το φαντασμένο σόι, τού πετάει τα αποφόρια.

Έχοντας πει αυτά, θέλω να σταθώ σε ένα βιβλίο που άργησα να το διαβάσω, κυκλοφόρησε πέρυσι, αλλά από τη στιγμή που το έπιασα στα χέρια μου το θαύμασα, επικοινώνησα μαζί του και ένιωσα ότι εκπροσωπεί μια δυναμικά διευρυνόμενη κατηγορία εικονογραφημένων βιβλίων, γνήσια ποιητικών: αληθινά εκδοτικά διαμάντια. Μας δίνει, όπως πιστεύω, την αφορμή να μιλήσουμε για κάποιες πτυχές της συνεργασίας ανάμεσα στη λεκτική και την εικαστική αφήγηση, για την παραγωγή του ποιητικού ρυθμού στο πλαίσιο του εικονογραφημένου βιβλίου. Η Σκωτσέζα Louise Greig, συγγραφέας, και η Ιρλανδή Ashling Lindsay, εικονογράφος, έκαναν αίσθηση με το υπέροχο (μουσικό) Κουτί της νύχτας (Διόπτρα, 2018). Επανήλθαν με το Μεταξύ τικ και τακ… (Διόπτρα, 2019) στο οποίο επικεντρώνομαι πιο κάτω. Και τα δύο εξαιρετικά μεταφρασμένα από την ποιήτρια Ευτυχία Παναγιώτου.

Είναι 4 παρά 5 και ψηλά, απ’ το παράθυρο του κτιρίου όπου βρίσκεται το αρχετυπικό Μεγάλο Ρολόι, η Λίζελ βλέπει προς την πλατεία, κι ακούει την Πόλη καθώς παρακινεί τον κόσμο να βιαστεί, να τρέξει: «Τικ-τακ, τικ-τακ. Φωνάζει η πόλη, Βιάσου! Δε σταματώ! Ο χρόνος τρέχει σαν νερό! […] Ό,τι είναι Μόνο του στριφογυρίζει σε πάρκα. Ό,τι έχει χαθεί κυλάει κάτω από παγκάκια. Ό,τι είναι Αδέσποτο κλαψουρίζει σιγανά. Από τα δέντρα νιαουρίζει ό.τι έχει Παγιδευτεί. Η πόλη είναι απασχολημένη για να δει».

Το πρώτο δισέλιδο αποδίδει πανοραμικά τη μεγάλη εικόνα και περιέχει ουσιαστικά όλες τις μικροϊστορίες του βιβλίου, στα σημεία αφηγηματικής καμπής τους. Σε αυτές θα εστιάσει την προσοχή της η ποιητική (λεκτική και εικαστική) αφήγηση στην πορεία: Από πάνω προς τα κάτω, με μια ποιητική γλώσσα και ματιά που συνθέτει το Όλον με το επιμέρους, τη μεγάλη ιστορία της Πόλης με τις μικρές ιστορίες των κατοίκων της –ανθρώπων και ζώων.

Ο τυφλός ατομικιστικός ρυθμός υποχωρεί, καθώς η Λίζελ παρεμβαίνει. Η φιγούρα της πρωταγωνίστριας, που κάνει εντύπωση με τη μοναδική κοτσίδα της -σαν την ουρά της αλεπούς- (η λαμπερή αλεπουδίσια ουρά φαίνεται να είναι μια εικαστική υπογραφή της Ashling Lindsay, τη βρίσκουμε και στο Κουτί της νύχτας), ενσαρκώνει έναν εναλλακτικό, προσωπικό ρυθμό. Η Λίζελ, μάλλον, θέλει να μην είναι απλώς μοναδική αλλά και αντιπροσωπευτική. Έχει έναν μοχλό και, ώρα 4, σταματάει για λίγο το ρολόι της πόλης. Πώς έκανε σπίτι της το ρολόι της πόλης; Πού είναι η μαμά και ο μπαμπάς της; Ποιος έφτιαξε τον μοχλό; Δεν γνωρίζουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι κατεβαίνει στην πλατεία και αναλαμβάνει δράση, ενορχηστρώνοντας την κίνηση σε έναν ρυθμό στο πλαίσιο του οποίου ο κάθε άνθρωπος, το κάθε πλάσμα μετρά· όπου η προσωπική μέριμνα ρυθμίζει την κίνηση, με παύσεις, ψιθύρους, σιωπές και κοντινές λήψεις: «Μ’ ένα τράνταγμα η πόλη κάνει ΠΑΥΣΗ. / η ΣΙΩΠΉ φουσκώνει σαν ήσυχη θάλασσα / και καταπίνει κάθε ήχο. […] Η Λίζελ όμως κινείται. /Ο Πανικός της πόλης έχει παγώσει κι εκείνη τρέχει».

Ξαναβλέπουμε πανοραμικά την πόλη στο τρίτο δισέλιδο από το τέλος του βιβλίου. Η Λίζελ της έχει προσθέσει χρώμα, είναι αλήθεια, με το γκράφιτι που ζωγραφίζει στο σοκάκι δίπλα στο ρολόι της πόλης.

Αυτό που βαραίνει ακόμη περισσότερο, κατά την άποψή μου, επειδή διαπερνά και επηρεάζει το σύνολο της εικαστικής και αφηγηματικής σύνθεσης είναι ότι, με τη δική της φροντίδα, το κάθε τι έχει βρει μια θέση δίπλα σε κάτι ή κάποιον άλλο που είναι σε θέση να εκτιμήσει τη λάμψη, το χρώμα και τη μοναδική αξία του: «Τικ-τακ, τικ-τακ. Η πόλη τραγουδά και λαμπυρίζει… Το σοκάκι ακούει… Ω, τι όμορφα! Λάμπει το κέρμα ανάμεσα σε δύο κόκκινα παπούτσια. Δύο χούφτες χωρίζουν. Εδώ είναι η στάση σου. Στο καλό, Πεταλούδα!» Η δε πρωταγωνίστρια έχει πάρει μαζί της το Αδέσποτο σκυλάκι και του αποκαλύπτει κάτι τις από τα μυστικά της: «Πάνω, πάνω ψηλά απ’ τη βουή, όπου οι πλατειές φτερούγες πετούν, το Αδέσποτο μαθαίνει το όνομα του ρολογιού –είναι μικρότερο από το δικό του- Τοκ. Κι αν πρέπει η πόλη να χάσει να χάσει τον δρόμο της, τα καλοσυνάτα χέρια θα ξέρουν πια τι να κάνουν».

Εσωτερικός ρυθμός του ελεύθερου στίχου, γραμματικοσυντακτικοί παραλληλισμοί, εύστοχες παρηχήσεις, μουσικότητα και ευθυμία της γλώσσας, ποιητικό λεξικό με γλώσσα του σήμερα που σέβεται τον αναγνώστη και την αναγνώστρια, εικαστικά στοιχεία στα διαδοχικά δισέλιδα και στο καθένα από αυτά που μοιάζει να ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους, κυκλική δομή που διέπει τα θεματικό, το αφηγηματικό και το γλωσσικό σκέλος του βιβλίου, συνειρμοί ανάμεσα στις λέξεις και τις εικαστικές μορφές.

Στο βιβλίο Μεταξύ τικ και τακ… πρωταγωνιστεί η Πόλη, η μικρή Λίζελ, η μαγεία που κρύβει μέσα στην καρδιά της η πραγματικότητα (εμείς οι ίδιοι), τα ρολόγια, ο Πανικός, η Σιωπή και η Παύση· από τη μία πλευρά το ασφυκτικό (και φυσικό, κυριολεκτικά μιλώντας) αίσθημα του χρόνου, που μας πάει όπου εκείνο θέλει με την έξαλλη δύναμή του· κι από την άλλη το εξανθρωπισμένο, οργανικό αίσθημα του χρόνου, όπως το βιώνουμε όταν επιβραδύνουμε για να ζήσουμε με τους άλλους και να πάμε εκεί όπου εμείς θέλουμε.

Τα προηγούμενα δεν “λέγονται” στο βιβλίο. Όπως εγώ το διαβάζω, θεωρώ ότι υποβάλλονται μέσα από την λεκτική και εικαστική αφήγηση. Και ο μικρός αναγνώστης; Η μικρή αναγνώστρια; Τώρα η αφήγηση ξυπνά την ακοή και την όραση, συμβάλλει στην αισθητική της διαπαιδαγώγηση. Αύριο, θησαυρισμένη μαζί με άλλες κι άλλες ιστορίες, υποστηρίζει, ίσως, μια έμπρακτη και παρεμβατική ανθρωπιστική αντίληψη του εαυτού και του κόσμου.

Το Μεταξύ τικ και τακ (όπως και το Κουτί της νύχτας) είναι ιστορία για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ιστορία για καληνύχτα, για πριν από τον ύπνο, δίπλα στο κρεβάτι (bedtime stories). Αλλά είναι και μικρή ιστορία με καλλιτεχνική πνοή και νοηματικό βάθος που μπορεί να κερδίσει τον ενήλικο αναγνώστη και την ενήλικη αναγνώστρια.

(*) Η Κατερίνα Καρατάσου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Frederick

INFO

Louise Greig & Ashling Lindsay, Μεταξύ τικ και τακ, μτφρ. Ευτυχία Παναγιώτου, Αθήνα, Διόπτρα, 2019

 

 

 

Louise Greig & Ashling Lindsay, Το κουτί της νύχτας, μτφρ. Ευτυχία Παναγιώτου, Αθήνα, Διόπτρα, 2018

 

Προηγούμενο άρθρο100 χρόνια Agatha Christie – 5 βιβλία της που πρέπει να έχεις διαβάσει (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθρο“Πυθαγόρας”- “Τάϊσέ με” : Δύο ιδιαίτερα και ίσως αναπάντεχα μυθιστορήματα (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ