Με αφορμή ένα βιβλίο: Η ηρωίδα πρέπει να ’χει παρελθόν (της Κατερίνας Καρατάσου)

0
716

της Κατερίνας Καρατάσου (*)

 

Η παιδική και εφηβική λογοτεχνία έχει στενούς και μάλλον όχι συγκυριακούς δεσμούς με τις μυθοπλαστικές «σειρές», ίσως διότι πυρηνικό θέμα τέτοιων μυθοπλασιών είναι η προοδευτική κατασκευή ταυτοτήτων και η ενηλικίωση.

Από τα μυστήρια της Νάνσυ Ντριου και τα παιδιά ντετέκτιβ της Ένιντ Μπλάιτον (τους Πέντε ή τους Επτά), για να μην αναφερθούμε σε παλαιότερες, λιγότερο γνωστές πλέον σειρές, μέχρι τις περιπέτειες του Άλεξ Ράιντερ ή το φαινόμενο Χάρι Πότερ, ο ήρωας ή οι ήρωες μεγαλώνουν, ωριμάζουν και μαζί τους οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες. Ναι, το να γράψεις μια σειρά παιδικής ή εφηβικής λογοτεχνίας μοιάζει να υπόσχεται ένα δεκτικό κοινό· αν όχι εξαρχής “ψημένο”, σίγουρα πολύ έτοιμο να αγκαλιάσει τους ήρωες, να μπει στα βαθιά της ιστορίας και να αδημονεί για τη συνέχειά της. Και αυτό σε γενικές γραμμές επιβεβαιώνεται από την αγοραστική απήχηση των σειρών, την ενασχόληση της κριτικής με τις νέες σχετικές εκδόσεις και την εις βάθος γενεαλογία και ανάλυση του φαινομένου από μελετητές της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας που ασχολούνται συστηματικά με το θέμα. Το τελευταίο παρά τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις σε βάρος των σειρών περί επανάληψης, μαζικής κουλτούρας και μηχανής παραγωγής πανομοιότυπων ιστοριών που ακόμη και σήμερα δεν έχουν πλήρως υποχωρήσει στη θεωρία της παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας.

Αλλά, όπως και στα υπόλοιπα πράγματα της μυθοπλασίας, υπάρχουν οι φούσκες, υπάρχει το πρώτο σκαλί, υπάρχουν και οι αληθινά σημαντικές σειρές που απευθύνονται στις τωρινές και στις επόμενες γενιές αναγνωστριών και αναγνωστών.

Ο πρώτος τόμος του Κλαμπ των χαμένων, της Άννας Κουππάνου, με τον τίτλο, Τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο, (ο κόσμος και το πώς παρεμβαίνουμε σε αυτόν μοιάζει να απασχολεί τη συγγραφέα από το πρώτο μυθιστόρημά της, Η Άρια αλλάζει κόσμους) διακρίνεται από ένα ποιοτικό χαρακτηριστικό που το θεωρώ εχέγγυο μιας δουλειάς η οποία διαβάζεται και αγκαλιάζεται τώρα, αλλά επίσης θα μείνει μαζί μας για καιρό. Κι αυτό είναι ότι το αφηγηματικό κείμενο υποβάλλει χωρίς να εξαντλεί έναν ολόκληρο μυθοπλαστικό κόσμο και φωτίζει ορισμένες μόνο από τις επικράτειές του –οι άλλες δεν φαίνονται αλλά ξέρουμε ότι είναι εκεί, αναμένοντας να τις αξιοποιήσουμε αναγνωστικά. Κι έτσι μας “δένει”. Ο τόπος, τα πρόσωπα, οι ήρωες, τα αντικείμενα ακόμη διεκδικούν μια ύπαρξη αυτοτελή σε αυτόν το μυθοπλαστικό κόσμο με παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Μα πάνω απ’ όλα, τρισδιάστατη, σε έναν τέτοιο πολυεπίπεδο μυθοπλαστικό κόσμο, χρειάζεται να είναι η ύπαρξη της ηρωίδας. Όπως είναι η ύπαρξη της Λίζι Γκριν. Αδιαφιλονίκητη πρωταγωνίστρια της σειράς, δεν πνίγει σε καμία περίπτωση τις ιστορίες των άλλων ηρώων. Και γι’ αυτό το βιβλίο Τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο θα μπορούσε να είναι βούτυρο στο ψωμί της fan fiction, αν βέβαια αυτό το είδος δημιουργικής γραφής ανθούσε στα καθ’ ημάς… Όμως η Λίζι έχει ένα πλούσιο και αινιγματικό παρελθόν: Είναι σκοτεινό για τον αναγνώστη, την αναγνώστρια και την ίδια (κι αυτή η γόνιμη και απελευθερωτική απόσταση ανάμεσα στην ύπαρξη και την αυτογνωσία της κεντρικής φιγούρας έχει τη σημασία και την αξία της). Έχει επίσης μια δαιδαλώδη ψυχική ζωή και ένα μέλλον που ποθεί να το ξεδιαλύνει –κι εκείνη κι εμείς. Το παρελθόν, η ψυχική ζωή και το μέλλον δεν δίνονται στο βιβλίο ούτε γραμμικά ούτε εξ ολοκλήρου ούτε από μια σκοπιά από την οποία η αναγνώστρια μπορεί να αναφωνήσει «α, ναι… τώρα σε κατάλαβα, σ’ έπιασα, κι εσένα κι όλους τους άλλους μυστήριους που συναναστρέφεσαι και προσελκύεις» (γιατί κάτι τέτοιες είναι οι παρέες της Λίζι). Για την ακρίβεια ούτε η ηρωίδα μοιάζει να μπορεί να το πει για τον εαυτό της. Κι έτσι, με τα φανερά και τα κρυμμένα μέρη του μυθοπλαστικού κόσμου στον οποίο ζει, σε κερδίζει με τη μία και εξακολουθητικά!

Θα πάρει άραγε το Κλαμπ των Χαμένων κάπως τυποποιημένη μορφή, με προβλέψιμους χαρακτήρες και πλοκή, όπως συμβαίνει κάποτε στις σειρές; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αλλά αν έπρεπε να στοιχηματίσω, υπολογίζοντας την ώς τώρα δουλειά της συγγραφέως και το καλειδοσκοπικό στυλ, καθώς και τις στοχαστικές αναφορές του πρώτου αυτού μέρους του Κλαμπ (όπως σε απαιτητικές θεωρίες του χρόνου και της φυσικής), θα στοιχημάτιζα ότι όχι! (Αν και για να είμαστε δίκαιοι, μια κάποια τυποποίηση στους χαρακτήρες και την πλοκή, σε μεταμοντέρνο πλαίσιο, διόλου δεν συνεπάγεται ότι το έργο που διακρίνεται από αυτή στερείται ενδιαφέροντος ή αισθητικής αξίας –βλ. για παράδειγμα το αγαπημένο Μια σειρά από ατυχή γεγονότα).

Δεν θα γράψω πολλά για την αφηγηματική τέχνη της Κουππάνου. Ας πούμε για αυτό που συμβαίνει με τη Μέρα που σπάσαμε τον κόσμο: θέλουμε από τη μία να γυρίσουμε σελίδα να δούμε τι γίνεται πιο κάτω κι από την άλλη σταματάμε σε κομμάτια που διαβάζουμε ξανά και ξανά για την ένταση της αφηγηματικής στιγμής, τη γλωσσική δύναμη της αποτύπωσής της και το ανθρωπογνωστικό βάθος που φανερώνει. Μια τέτοια διαλεκτική ένταση της αγωνίας με την αυτάρκεια της σκηνής είναι ζήτημα μαεστρίας στη ρύθμιση της αφηγηματικής ταχύτητας… Η Κουππάνου έχει ξεκάθαρα το αφηγηματικό χάρισμα (εννοώ έχει ιδέες, έχει ιστορίες που θα τη βασανίζουν πότε να γραφτούν), ενώ λίγο προσεκτικός να είναι κανείς αντιλαμβάνεται πόσο μεριμνά για το τελευταίο κόμμα, για την τελευταία πολύτιμη λέξη του βιβλίου της. Δεν είναι άσχετη η ποιητική ιδιότητά της. Σταματώ εδώ, διότι το θέμα θέλει εξειδικευμένη προσέγγιση και σίγουρα δεν μπορεί να κλείσει στο πλαίσιο ενός κειμένου που προορίζεται να θίξει ένα γενικότερο ζήτημα με αφορμή ένα βιβλίο.

Οπότε, προσωπικά, ανυπομονώ για το επόμενο!

(Όπως και για τη συνέχεια του άλλου σπουδαίου μυθιστορήματός της, Η εξαφάνιση της Κ. Παπαδάκου και τι έγινε εκείνο το καλοκαίρι, ενός, κατά τη γνώμη μου, από τα καλύτερα εφηβικά βιβλία που έχουν γραφτεί τις τελευταίες δεκαετίες σε Ελλάδα και Κύπρο· και εκείνου του παλιού, των Αργοναυτών του χρόνου, που φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί οριστικά –αλλά ποιος ξέρει ποτέ τι διαδρομές ακολουθούν οι ιστορίες και πότε διασταυρωνόμαστε πάλι μαζί τους;)

(*) Η Κατερίνα Καρατάσου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Frederick

INFO, Άννα Κουππάνου, Τη μέρα που σπάσαμε τον κόσμο. Το κλαμπ των χαμένων Α΄, Αθήνα, Πατάκης, 2019

 

 

  Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΕυαγγελία Μινάρδου – Αδάμου: «Με φυλαχτό το πάθος της γραφής» (συνέντευξη στην Χριστίνα Σανούδου)
Επόμενο άρθροΗ λύπη που μας τρώει (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ