της Όλγας Γεωργιάδου (*)
Η ‘’Μαύρη Ασφαλτος’’ της Βίκυς Χασάνδρα είναι ένα νουάρ αφήγημα, με έντονη αγωνία και ανατροπές, κατάδυση στα έγκατα της ψυχικής ανισορροπίας των ηρώων.
Τα πρόσωπα που εμφανίζονται στο βιβλίο είναι μόνο τρία. Ο κεντρικός ήρωας Αλεξ, ντεντέκτιβ στο επάγγελμα, ο φίλος του Τζόννυ, επίσης ντεντέκτιβ και η νεαρή, όμορφη Εύη, ο συνδετικός μεταξύ τους κρίκος.
Οι ήρωες αγαπούν να βαδίζουν τη νύχτα στους μυστηριακούς δρόμους του κέντρου της Αθήνας, της πόλης που κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία. Μοιάζει να θέλουν να βυθιστούν στο σκοτάδι, να κρύψουν μέσα τους μνήμες και φόβους, που ταράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους.
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Πίσω από λέξεις καθημερινές, κρύβονται βαθειές έννοιες, σ΄ενα ψυχογράφημα γεμάτο σύμβολα.
Ο Αλεξ είναι ιδιόρρυθμος ντεντέκτιβ και δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα των ντεντέκτιβς, όπως τους διαβάζουμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα. Μέσα του κουβαλά δύο ιστορίες, που του έχουν θρυμματίσει τη ψυχή. Η πρώτη συνέβη, όταν δεκαπεντάχρονος έφηβος, επισκεύθηκε τις κατακόμβες στην Αλεξάνδρεια, τη νεκρόπολη που μοιάζει ανοικτό βιβλίο ιστορίας. Σε ένα χώρο μυστηριακής μεγαλοπρέπειας, όπου μέσα στο ημίφως αναδύεται ένας κόσμος ζωής και θανάτου, ο επισκέπτης, μέσα από τη μηχανή του χρόνου, βρίκεται αιώνες πίσω, παρατηρητής της αιώνιας ομορφιάς. Εκεί ο έφηβος Αλεξ βρίσκεται αντιμέτωπος με το θάνατο, όταν πάνω σε μια σαρκοφάγο βλέπει το άψυχο σώμα μιας γυναίκας νέας και όμορφης. Η ιστορία αυτή εμεινε τραύμα ανεπούλωτο, που του καθόρισε τη ζωή. Υστερα, ενήλικας πλέον και επαγγελματίας, δέχτηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας, του ζήτησε να την βοηθήσει να ξεφύγει από την έμφυλη βία, που την βασάνιζε και φοβόταν ότι κινδυνεύει η ζωή της. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, ίσως γιατί θεώρησε τα λεγόμενα της υπερβολές. Λίγο καιρό μετά, όταν έμαθε ότι έχασε τη ζωή της, ένοιωσε ότι ο θάνατος της συμπορευόταν με αυτόν της άλλης νεκρής και οι δυό τους πλέον στοίχειωναν τη ζωή του σ΄ενα χωρό θανάτου. Χρέωνε τη χαμένη ζωή της γυναίκας στον εαυτό του, γιατί δεν άκουσε την απελπισμένη κραυγή, δεν τη βοήθησε. Εγινε ένας από αυτούς, είτε συγγενής, είτε φίλος, είτε ακόμη και φορέας της κοινωνίας που λένε ‘’ε!!! Πηγαίνετε σπίτι και βρείτε τα’’.
Το γεγονός αυτό είναι ο λόγος να νοιώθει ότι δεν είναι ικανός για το επάγγελμα του ντεντέκτιβ. Ετσι λοιπόν, φθάνει στο μεταίχμιο της μεγάλης απόφασης να το εγκαταλείψει και να παραμείνει στη δεύτερη δουλειά του για βιοποριστικούς λόγους, που είναι αυτή του μπάρμαν. Ομως τα γεγονότα πρόλαβαν την απόφαση του. Σημειώματα κάτω από την πόρτα του γραφείου του και μηνύματα στο κινητό του, προάγγελοι θανάτων, τάραζουν τον, ήδη, ταραγμένο ψυχισμό του, ενώ οι φόβοι του, γι΄αυτό που θα μπορούσε να συμβεί, επιβεβαιώθηκαν με τις δολοφονίες. Δολοφονίες προσεκτικά οργανωμένες, με θύματα γυναίκες τοξικοεξαρτημένες και σεξεργάτριες. Τα άψυχα σώματα τους βρίσκοντα πάνω σε σαρκοφάγους αρχαιολογικών χώρων, στο κέντρο της Αθήνας. Ποιός συμβολισμός κρύβεται πίσω από την επιλογή των χώρων και τα κείμενα του δολοφόνου, που μιλούν για την αιώνια γυναικεία ομορφιά; Σαν να προσπαθεί να απενοχοποιήσει/δικαιώσει τις πράξεις του.
Ο φίλος του ο Τζόννυ στέκεται δίπλα του, σε ένα ρόλο μεταξύ υποστήριξης και κρυφών κινήσεων, αναλαμβάνοντας να διελευκάνει το θάνατο μιας από τις νεκρές γυναίκες με εντολή της μητέρας της. Οι αντιδράσεις του, όμως, είναι πολύ περίεργες, τόσο που ο αναγνώστης αναρωτιέται για την καθαρότητα των προθέσεων του.
Μέσα σ΄αυτό τον κυκεώνα των μαύρων γεγονότων, ο Αλεξ κουβαλώντας τις αλήθειες των μηνυμάτων, με τη μνήμη του να ανακαλεί το άψυχο σώμα στον αρχαιολογικό χώρο της Αλεξάνδρειας και τις ενοχές του για τη νεκρή της έμφυλης βίας, ψάχνει απεγνωσμένα απαντήσεις για τα κίνητρα των θανάτων. Περπατά μέσα στη νύχτα, στους δρόμους του κέντρου της πρωταγωνίστριας Αθήνας και πάντα πάνω στη μαύρη άσφαλτο, λες και εκεί νοιώθει ασφάλεια. Ομως, σε μια ιστορία θανάτων δεν υπάρχει ασφάλεια, αντίθετα ο Αλεξ στις περιπλανήσεις του αισθάνεται κάποιον να τον ακολουθεί, γύριζει βλέπει μια σκιά, κάποιες στιγμές νομίζει πως οι σκιές είναι δύο, άντρα είναι ή γυναίκα ή και τα δύο. Ενα κουβάρι η σκέψη του.
Η ιστορία ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασίωση
Οι άλλοι δύο ήρωες ο Τζόννυ και η Εύη περπατούν μέσα στη νύχτα, στις ίδιες διαδρομές με τον Αλεξ. Αραγε τον ακολουθούν ή τυχαία τα πατήματα τους συμπορευόταν με τα δικά του, ψάχνοντας όμως τις δικές τους αλήθειες
Η Εύη, το σιωπηλό όμορφο κορίτσι, στέκεται αποτραβηγμένη και χαμένη στο δικό της κόσμο. Έχει και δεν έχει ερωτική σχέση με τον Αλεξ. Ζητά απεγνωσμένα επιβεβαιώση για το ότι είναι ερωτικό ζευγάρι. Ζητά όμως και επιβεβαίωση και για τη γυναικεία της υπόσταση. Εκείνος δεν επιβεβαιώνει τίποτα από τα δύο. Αραγε η αγωνιά της είναι το αποτέλεσμα από ανασφάλειες ή είναι αποτέλεσμα εκείνων των γυναικείων στερεότυπων, που θέλουν τη γυναίκα να στηρίζεται πάντα σε έναν σύντροφο; Η Εύη όμως ποιά σχέση είχε με τον Τζόννυ; Οι τρεις μαζί σχηματίζουν ένα τρίγωνο κάτι μεταξύ φιλίας και έρωτα; Ποιός λοιπόν μπορεί να είναι ο ρόλος των δύο στην ιστορία;
Το βιβλίο, αν και κεντρικό ήρωα έχει άντρα, τον Αλεξ, προσεγγίζει με ιδιαίτερη σοβαρότητα γυναικεία στερεότυπα και ό,τι αυτά συνεπάγονται. Η ιστορία της γυναίκας, θύμα της έμφυλης βίας, μας βάζει το ερώτημα, για το ποιά θα ήταν η δική μας αντίδραση σε ένα παρόμοι περιστατικό. Θα προσπαθούσαμε να την απεγκλωβίσουμε/σώσουμε ίσως με κάποιο κόστος και για εμάς ή θα προσπερνούσαμε.
Τα θύματα, οι τοξικοεξαρτημένες σεξεργάτριες, είναι γυναίκες αναλώσιμες. Η περιγραφή της οικογενειακής κατάστασης της μίας εξ΄αυτών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Μια οικογένεια μπορεί να φαίνεται προς τα έξω πολύ καλή. Ομως πίσω από την κλειστή πόρτα ένας πάρα πολύ αυστηρός πατέρας και μια άβουλη μητέρα είναι αρνητικό μοντέλο για το παιδί και το πως εκλαμβάνει την κατάσταση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Το λυπηρό, όμως, είναι ότι μπορεί να οδηγηθεί σε λανθασμένες και επικίνδυνες διαδρομές.
Το κείμενο της Βίκυς Χασάνδρα λογοτεχνικά δεν έχει καμία υπερβολή. Εχει όμως δυναμική και μεταφέρει τον αναγνώστη δίπλα στους ήρωες, συνοδοιπόρο μέσα στο βαθύ σκοτάδι και την απόλυτη σιωπή, στους μυστηριακούς δρόμους του ιστορικού κέντρου της Αθήνας.
Το βιβλίο έχει κινηματογραφική ροή. Είναι, επίσης, ένας πολύ καλός οδηγός για φωτογραφική περιπλάνηση. Οι κινηματογραφιστές και οι φωτογράφοι ας εκμεταλλευτούν την ανάγνωση του.
Βίκυ Χασάνδρα, Μαύρη άσφαλτος, εκδόσεις BELL
(*) Η Όλγα Γεωργιάδου είναι συντονίστρια της Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο.