του Φίλιππου Φιλίππου
Στον Δημήτρη Μπούσουλα
Ήμουν δεκαοχτώ χρονών κι έχουν περάσει από τότε κάμποσες δεκαετίες. Εκείνη τη χρονιά πήγαινα στην τελευταία τάξη του Ναυτικού Γυμνασίου στις Βροντάδες της Χίου. Παραμονές των Χριστουγέννων, είχε παιχτεί σε μιαν αίθουσα του σχολείου η ταινία Αντιγόνη του Γιώργου Τζαβέλλα με την Ειρήνη Παππά ως Αντιγόνη, τη Μάρω Κοντού ως Ισμήνη, τον Μάνο Κατράκη ως Κρέοντα και τον Τζαβαλά Καρούσο ως μάντη Τειρεσία. Μετά την προβολή, πήρα μια κιμωλία, ζωγράφισα σ’ ένα κόντρα πλακέ τον Τειρεσία και κρέμασα το «έργο» μου στον τοίχο. Ήθελα να δείξω τι άξιζα: μπορούσα εκτός από φιλόλογος, όπως πίστευαν όλοι, να γίνω και ζωγράφος.
Όταν μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής φιλολογίας και το είδε, κάτι έπαθε.
«Ποιος το έκανε αυτό;» ρώτησε απότομα.
Οι συμμαθητές μου έμειναν σύξυλοι.
«Εγώ», είπα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήμουν περήφανος για το “έργο” μου και μάλιστα περίμενα να πάρω συγχαρητήρια. Ατυχώς, όμως έπεσα έξω. Διότι, ο καθηγητής πήγε στο γραφείο του γυμνασιάρχη που ήρθε στην τάξη κόκκινος από την ταραχή.
«Ποιος το έκανε αυτό;» ρώτησε με τη σειρά του.
«Εγώ», είπα πάλι.
«Γιατί το έκανες;»
Σκέφτηκα πως έπρεπε να του δείξω τη φιλομάθειά μου.
«Επηρεάστηκα από τον Τειρεσία της ταινίας».
Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες οργής.
«Εδώ δεν φτιάχνουμε ζωγράφους. Να το πας στη μάνα σου. Να της πεις “αυτό το έκανα εγώ και πήρα δύο μέρες αποβολή”».
Απογοητευμένος από τη συμπεριφορά του φιλόλογου και του γυμνασιάρχη, ξεκρέμασα το «έργο» και το πέταξα στην άκρη της αίθουσας. Όλα μου τα όνειρα είχαν καταρρεύσει. Ένιωθα ολομόναχος στην τάξη, ήξερα πως οι συμμαθητές μου δεν μπορούσαν να συμμεριστούν όσα ένιωθα.
Με το μυαλό θολωμένο βγήκα στο τσουχτερό κρύο και πήγα στη μητέρα μου. Μέναμε στο σπίτι του εφοπλιστή Κωστή Λω που μετά τον θάνατο του πατέρα μου είχε αναλάβει τη συντήρηση της μητέρας, της αδελφής μου και τη δική μου. Ο Λως με προετοίμαζε για ναυτικό, ήθελε να με κάνει καπετάνιο στα καράβια του. Η γυναίκα του, η Ματρώνη, με την ισχύ της χρηματοδότριας του Ναυτικού Γυμνασίου πήρε τηλέφωνο τον γυμνασιάρχη:
«Γιατί δώσατε αποβολή στον Δημήτρη;»
«Ξέρετε, ζωγράφισε σ’ ένα κόντρα πλακέ τον Τειρεσία και το κρέμασε στην τάξη».
«Καλά. Θα τον στείλω τώρα σχολείο. Η αποβολή του είναι άκυρη».
«Δεν μπορούμε να τον δεχτούμε. Τι θα πουν οι άλλοι;».
«Τίποτα. Δεν μπορεί να γυρίζει έξω στο κρύο, θα ξεπαγιάσει».
Η φωνή της ήταν αυστηρή, εκείνη είχε το πάνω χέρι.
Επέστρεψα στο σχολείο, όπου όλοι με κοίταζαν με μισό μάτι, ούτε ένας δεν ήρθε να μου πει λίγα λόγια παρηγοριάς. Ένιωθα απομονωμένος, σαν να με είχαν βάλει σε καραντίνα, με κανέναν συμμαθητή ή καθηγητή δεν αντάλλαξα γιορτινές ευχές, έτσι πέρασα μαύρα Χριστούγεννα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
*
Θυμήθηκα το περιστατικό της ταινίας Αντιγόνη του Τζαβέλλα με τον Καρούσο ως Τειρεσία, μερικά χρόνια αργότερα, κάπου αλλού, με άλλη αφορμή. Τότε ήμουν ανθυποπλοίαρχος στο φορτηγό «Μαίρη Ξυλά». Παρά τις φιλοδοξίες και τα όνειρά νου, δεν είχα γίνει ούτε φιλόλογος, ούτε ζωγράφος. Ήταν Δεκέμβριος και το καράβι έπλεε στον Ατλαντικό, είχαμε ξεκινήσει από την Αμερική και κατευθυνόμαστε στο Λίβερπουλ. Η θάλασσα την ώρα που περνούσαμε έξω από τα νησιά Αζόρες, στη μέση του ωκεανού, ήταν αγριεμένη. Τα Χριστούγεννα τα περάσαμε στο πέλαγος, στη μέση του πουθενά. Στο καπνιστήριο κάτι ναύτες είχαν φτιάξει μια φάτνη και το ψεύτικο δέντρο το είχαν στολίσει με λαμπάκια.
Η εορταστική όψη στις τραπεζαρίες των αξιωματικών και του πληρώματος έδινε την ψευδαίσθηση πως βρισκόμαστε κάπου στη στεριά. Το περιβάλλον όμως δεν ήταν καθόλου φιλικό. Αυτό το ένιωσα την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν είχα βάρδια 12-4 στη γέφυρα και πήγα νωρίτερα για να παραλάβω από τον συνάδελφό μου, δίνοντάς του την ευκαιρία να διασκεδάσει με τους υπόλοιπους. Έβγαλα τη βάρδια μόνος, χωρίς τον ναύτη-τιμονιέρη γιατί κι εκείνος διασκέδαζε μαζί τους –το τιμόνι ήταν στον αυτόματο. H θάλασσα εξακολουθούσε να είναι φουρτουνιασμένη κι έκανε τσουχτερό κρύο. Στ’ αφτιά μου έφταναν τα τραγούδια των ανδρών του πληρώματος που βρίσκονταν σε μεγάλα κέφια.
Ένιωθα μεγάλη μοναξιά, πίστευα πως με είχαν ξεχάσει. Ξαφνικά, η εξωτερική πόρτα μισάνοιξε και είδα μια σιλουέτα να ξεπροβάλει από την κουρτίνα. Ήταν ο Άντονι, ο κοντούλης ναύτης από την Κεϋλάνη.
«Merry Christmas, Second!»
«Σ’ ευχαριστώ, Άντονι. Καλά Χριστούγεννα!»
Ήρθε κοντά μου, μου έσφιξε το χέρι, μου είπε για το πώς γιόρταζαν εκείνες τις μέρες οι καθολικοί στο Κολόμπο κι ύστερα έφυγε.
Κανένας συμπατριώτης μου δεν με σκέφτηκε, δεν ήρθε να μου ευχηθεί, ή να μου πει μια κουβέντα. Ούτε ένας. Είχαν όλοι αποξεχαστεί με το χριστουγεννιάτικο γλέντι. Εκεί στη γέφυρα, ήμουν ολομόναχος όπως τότε στην τάξη, όταν οι συμμαθητές μου δεν μπορούσαν να συμμεριστούν τα αισθήματα που με είχαν πλημμυρίσει τη στιγμή της απόρριψής μου ως καλλιτέχνη από τον φιλόλογο και τον γυμνασιάρχη. Ένιωθα ξανά απομονωμένος σαν να με είχαν βάλει σε καραντίνα και πέρασα μαύρα Χριστούγεννα για δεύτερη φορά στη ζωή μου.