της Κατερίνας Δ. Σχοινά
Ι. «Ποίηση είναι, θα περάσει»
Από την ηλικία των 22 ετών η Χλόη Κουτσουμπέλη δημοσιεύει ποίηση. Με την πρωτόλεια ποιητική της συλλογή Σχέσεις σιωπής επαναπροσδιορίζει δια βίου τη σχέση της με τη σιωπή εμπλέκοντας σε αυτήν και τον αναγνώστη εκείνον που θα βρει στα ποιήματα της συλλογής νησίδες στο πέλαγος της δικής του μοναξιάς, οι οποίες θα μορφοποιήσουν σε λέξεις και ποιητικές εικόνες και τη δική του βαθιά υπαρξιακή σιωπή. Το ότι θα ακολουθήσουν άλλες δέκα ποιητικές συλλογές, μάλλον σημαίνει ότι, για την ποιήτρια, η γλώσσα της ποίησης, λιτή, αφαιρετική, ικανή να εκφράσει τον άνθρωπο στα έσχατα όρια της ύπαρξής του, είναι το πλέον πρόσφορο όχημα να ταξιδέψεις στον κόσμο τα περιεχόμενα και τις ποιότητες της δικής σου σιωπής. Είναι;
40 χρόνια μετά, εν έτει 2024 η τελευταία, ώριμη ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη Αρχαίος Πίθηκος αμφιβάλλει για την τελεσφόρηση της ποιητικής γλώσσας να βρει τον στόχο της κι ευθαρσώς παραδέχεται (μέσω ποιημάτων ποιητικής) πως, για να πετύχει το ποίημα, προαπαιτείται απαραιτήτως η συνενοχή του αναγνώστη ως αποκλειστικού αποδέκτη της ερωτικής επιστολής που, μέσω του ποιήματος, του ταχυδρομεί ο αποστολέας ποιητής[1]. Όπως, δηλαδή, για να τελεσφορήσει ο έρωτας χρειάζεται παράδοση στη μαγεία του από δύο, το ίδιο ισχύει και με το ποιητικό μήνυμα. Η «επιστολή» που το εμπεριέχει μόνον εύκολα δεν γράφεται: μάρτυρας το ποιητικό επιστολικό χαρτί, που είναι ποτισμένο με μελάνι αλλά και αίμα, με ιδρώτα και θερμοκρασία υψηλή από τον πυρετό του συντάκτη και αποστολέα του. «Κάνε υπομονή/ ποίηση είναι/ θα περάσει», διαβάζουμε στο «Μερικές φορές νυχτώνει στα ποιήματα». Ωστόσο ο αγώνας για ποιητική άρθρωση για κάποιον λόγο επανέρχεται δριμύς πάντα: τον συνοδεύουν εργώδεις προσπάθειες επί προσπαθειών, επανειλημμένες διερωτήσεις του ποιητή για τη σωστή λέξη, αμφιβολίες, επαναγραφές. Παρά ταύτα, και πάλι τίποτα τελικά δεν κατακτάται, αφού «όσα ποιήματα και αν γράψεις/ κανένα από αυτά δεν θα σε διαβάσει» («Αποδοχή») και το ποίημα είναι πάντα καταδικασμένο σε αποτυχία (όπως παραδέχεται χωρίς μεμψιμοιρία ή ιερεμιάδα η ποιήτρια στο «Το αποτυχημένο ποίημα»). Έτσι, η «αιώνια σιωπή» είναι συνυφασμένη με την ίδια τη φύση της ποίησης, χίλιοι ποιητές από αρχαιοτάτων χρόνων παραδέχονται το ίδιο και οι «σχέσεις σιωπής» που εγκαινιάζει η Κουτσουμπέλη ήδη από το 1984 στο πέρασμα του χρόνου αναδιαμορφώνονται, αναδιατάσσονται, αναζητούν νέους δεσμούς ή διαλύουν άλλους, παραμένουν, όμως, τέκνα της σιωπής, αφού από τη μήτρα της εκπηγάζουν και σε αυτήν καταλήγουν. Αρθρώνονται κι ύστερα παραδίδονται σε κάτι που μοιάζει με μουσικές παύσεις μιας αρμονίας κοσμικής που έρχεται από μακριά.
ΙΙ. Αναζητώντας τον «χαμένο κρίκο»
Αυτός είναι μάλλον ο λόγος που τα ποιήματα (και αυτής της συλλογής) αντλούν χυμούς από παμπάλαιες πηγές, από τον λόγο της αρχαίας τραγικής ποίησης, την αρχετυπική θρησκευτική μυθολογία της ησιόδειας Θεογονίας ή αυτό που ο Σολωμός αποκάλεσε σοφά «ανεκλάλητο ηχό» στον Κρητικό του. Έτσι, ακόμα και τώρα με ποιητές σαν την Κουτσουμπέλη η λογοτεχνία αποδύεται σε αγώνα για την αναζήτηση ενός πρωτογενούς λόγου, φιλοδοξώντας να συναντήσει -μέσα στο χάος- από την αρχή τον Κόσμο. Στην προσπάθεια αυτή δεν μπορεί να κάνει θαύματα, απάντηση δεν περιμένει, απλώς, ως μορφή Τέχνης, προκαλεί «ολικές κι αμίλητες συγκινήσεις»[2]. Πώς, όμως, βρίσκει σε τέτοια συνθήκη τη γλώσσα της; Επιλέγοντας μια έκφραση που να συνθέτει τα συντρίμμια, όπως υποστηρίζει ο Beckett, θραυσματική, διαρκώς ημιτελή; Πώς να αρθρώσεις το άλεκτο;
Με την ποιητική γλώσσα, απαντά και η Τζούλια Κρίστεβα στη μελέτη της Η επανάσταση στην ποιητική γλώσσα, αφού η ποίηση είναι που διατηρεί ίχνη από τα «περιεχόμενα» της «μητρικής» υποδοχής-χώρας και την προομιλητική γλωσσική μήτρα μέσω του ρυθμού, των χασμάτων, της ασυνταξίας, της α-νοησίας κλπ. Σε τέτοια περίπου μονοπάτια κινείται η ποιητική γλώσσα της Κουτσουμπέλη και στον τελευταίο της «Αρχαίο Πίθηκο». Εκεί, λοιπόν, με ησιόδεια τεχνική συνείρονται κατ’αρχάς οι μύθοι, αναδημιουργείται με θραύσματα ποιητικά ο κόσμος. Απομακρύνοντας τον φελλό/ πατέρα που σφραγίζει «την τρύπα του ουρανού», η ποιήτρια αναζητά την αρχετυπική μητρική χώρα και γι’ αυτό κοιτάζει ανεμπόδιστα από «την κλειδαρότρυπα του αιώνιου» και τη σχισμή του κόσμου (σαν κι αυτήν του γυναικείου αιδοίου), που κάποτε «θα μας αφομοιώσει στην κοιλιά του». Εκεί βλέπει τους ανθρωπίδες, τα αβέβαια ίχνη του πρώτου ανθρώπου στην ηφαιστειακή σκόνη, την εύθρυπτη φύση αυτού του μικρού αρχαίου πιθήκου που, ωστόσο, «λανθασμένα υπέθεσε πως θα ζει για πάντα»[3]. Η ποιήτρια ανασκάπτει με επιμονή την παγκόσμια «αρχαία μνήμη», διαβάζει αιρετικά και μετασχηματίζει τους μύθους (ακόμα και τους λογοτεχνικούς), κοιτάζει με προσοχή αρχαίες βραχογραφίες, αιωρείται στο κοσμικό χάος, αναδιατάσσει τον κόσμο σε μια διαπλοκή ονείρου και πραγματικότητας, διατρέχει την παγκόσμια Ιστορία των ανθρώπων που δεν κρύβει τους απαρέγκλιτους νόμους της: από τα άψυχα σώματα των Ρομανώφ ως τον μικρό Αχμέτ που ξεβράζει νεκρό η θάλασσα της Μεσογείου, διαρκής σταθερά της ανθρώπινης ιστορίας είναι «η συνεχής απώλεια», απτό δεδομένο η επανάληψη, κυρίως αυτή του πόνου: «Γι’ αυτό όταν μου λες πρώτη φορά/ εγώ ακούω πάλι» (από το ποίημα «Επανάληψη»). Πάγκοινες ανθρώπινες διαπιστώσεις, οι οποίες δικαιολογούν το διακειμενικό διϊστορικό κουβεντολόι που η Κουτσουμπέλη μοιράζεται με τους ομοτέχνους της στην αχρονική παγκόσμια γλώσσα της Τέχνης: πιάνει κουβέντα με τους μύθους, τη Σαπφώ και τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή και τον Σαίξπηρ, τον Φλωμπέρ και τον Πόε, τον Πικάσο και τον Σεφέρη, τον Ίψεν, τον Μπέκετ, τον Φρόυντ, μια μεγάλη αλυσίδα ανθρώπων που επιδίδονται, έκαστος με τον τρόπο του, στην αναζήτηση του ανεύρετου μυστηριώδους κρίκου που μας ενώνει με τον Κόσμο. Καθώς, όμως, μια τέτοια μακροκοσμική φιλοδοξία φαίνεται εντελώς ανέφικτη, η ποιήτρια επιστρέφει στον εδώ μικρόκοσμο: ξεφυλλίζει άλμπουμ, ξαναβλέπει παλιές φωτογραφίες, αφηγείται οικογενειακές και άλλες ιστορίες, από φωτογραφικά στιγμιότυπα δημιουργεί ποιητικά στιγμιότυπα αληθινά ή μη, τι σημασία έχει; Για την ψυχανάλυση και για τη λογοτεχνία, ό,τι ενδιαφέρει εν τέλει δεν είναι η ιστορική αλήθεια, αλλά η αφηγηματική. Στο σημειακό σύστημα που εμπεριέχουν οι ποιητικές εικόνες και οι ποιητικές ιστορίες της Κουτσουμπέλη δεν υπάρχουν τόσο συγκεκριμένα γεγονότα όσο σημεία που λειτουργούν ως γεγονότα: για παράδειγμα, η σοφόκλεια Αντιγόνη και πάλι, «ένα μπαλκόνι στο κενό», μια «κενή σκηνή» θεάτρου, ιψενικά κουκλόσπιτα, «αδιέξοδα στενά μ’ ονόματα εντόμων», ο Πέτρος που τρώει τον λύκο και αντιστρόφως, η μάνα που τρώει το παιδί της, μπορεί και αντιστρόφως, πολλά «είδη ανθρώπων» (λογικά και παράλογα), η παράλυσή τους, ο έρωτας, η μοναξιά ως έρημος, η αποδοχή (της). Από τον «αρχαίο πίθηκο» και τον «αρχαίο κόσμο»[4] ως τον σύγχρονο άνθρωπο μήτηρ πάσης μαθήσεως είναι αυτή η δύσκολη επανάληψη, η ατελέσφορη αναζήτηση απαντήσεων, η α-πορία, η παρηγοριά που δίνουμε ο ένας στον άλλον, όπως: «Συμβουλές για μια πιο ανάλαφρη ζωή: Μάθε να πηδάς πάνω απ’ το κενό». Με αποδοχή της αδυναμίας, με σαρκασμό, με σθένος.
«Η Απώλεια πλεξούδα είναι στα κύτταρα./ Αυτό όμως που λείπει περισσότερο/ δεν είναι ο χαμένος κρίκος,/ αλλά αυτός που ποτέ μας δεν θα βρούμε» (από το ποίημα «Απώλεια»).
ΙΙΙ. Αυλαία
Παρά την αδυναμία τους να συνεχίσουν, τα πρόσωπα του Μπέκετ, με τον οποίο, όπως προαναφέρθηκε, διαλέγεται διακειμενικά η ποίηση της Κουτσουμπέλη, συνεχίζουν. Τα πρόσωπα (προσωπεία της ποιήτριας) στις μικρές ιστορίες αυτής της ποιητικής συλλογής περιμένουν τον δικό τους Γκοντό[5] κι ας γνωρίζουν πως με τη σειρά του τα περιμένει μόνον ένα μεγάλο στόμα που θα τα καταπιεί. Όπως το μεγάλο στόμα του μπεκετικού «Όχι εγώ»[6] παραδέχονται πως όχι, δεν έχουν πεθάνει, αλλά αντίθετα, σε μια γυμνή θεατρική σκηνή, μια «έρημη χώρα» όπου «βραδιάζει πάντα νωρίς», εμβάλλουν λέξεις στη σιωπή και, παρά τη ματαιότητα ίσως του εγχειρήματος, τις μοιράζονται με τον αναγνώστη. Έτσι, δεν κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, δεν υποτάσσονται στο μηδέν, επιτελούν, δρουν: απελευθερωμένα από αυταπάτες, παίρνουν μια γεμάτη ελπίδα απόφαση για συνέχεια, η οποία λαμβάνεται, όπως φαίνεται, κάθε φορά που η ποιήτρια ολοκληρώνει το τελευταίο της βιβλίο. Κάθε νέο βιβλίο, κάθε νέα «σχέση σιωπής» παραδίδει στο ανθρώπινο χάος μια δυναμική υλική μορφή, μια δυναμική και εν τέλει όχι απαισιόδοξη ποίηση, που μιλά κατευθείαν στην ψυχή κι ας διατείνεται την αποτυχία της. Ας συνεχίσει, λοιπόν, η ποίηση να ράβει «με στοχασμό το κουμπί του φεγγαριού στο πουκάμισο του γαλαξία»[7], κάτι προλαβαίνει πριν διαλυθεί σε αστρική χρυσόσκονη. Δεν είναι αυτό και μόνον ελπιδοφόρο;
[1] Βλ. το ποίημα της συλλογής «Ερωτική επιστολή σε άγνωστο παραλήπτη».
[2] Αυτό υποστηρίζει ο Γ.Χειμωνάς για τον σημερινό λόγο της Τέχνης (βλ. «Φαινομενολογία του λόγου» στο Έξι μαθήματα για τον λόγο, ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1984, σ.32).
[3] Βλ. τα ποιήματα «Αρχαίο φεγγάρι», «Απώλεια», «Το μαύρο ρόδο».
[4] Βλ. την 6η ποιητική συλλογή της Κουτσουμπέλη Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς (Γαβριηλίδης, Αθήνα 2012).
[5] Βλ. και το ποίημα «Περιμένοντας τον Γκοντό».
[6] Η φράση λέγεται από τον Ρωμαίο στο ομότιτλο ποίημα.
[7] Από το ποίημα «Η τέχνη της ραπτικής».