της Βασιλικής Βασιλούδη (*)
H ανακήρυξη του έτους 2023 ως «Λογοτεχνικού Έτους Άλκη Ζέη» στις αρχές του 2023 από το Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε τον τόνο, μόλις τρία χρόνια μετά τον θάνατό της, να τιμηθεί μια συγγραφέας που κατέστη κλασική εν ζωή και χαρακτηρίστηκε δικαίως «μούσα» της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας και πρέσβειρά της στο εξωτερικό. Εκδηλώσεις στην πρωτεύουσα αλλά και την περιφέρεια, από φορείς, μουσεία, σχολεία και Πανεπιστήμια, εκθέσεις, προβολές του βιογραφικού ντοκιμαντέρ Ο Μεγάλος Περίπατος της Άλκης (2017),[1] περίπατος στα χνάρια μιας πολυκύμαντης, μα συνάμα συναρπαστικής ζωής, κυκλοφορία επετειακών εκδόσεων του έργου της από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, που προλογίζονται από ανθρώπους που «έσκυψαν» προσεκτικά πάνω από το έργο και τη βιοτή της, έκδοση τιμητικών τόμων με μελέτες που εστιάζονται στον πλούσιο αμητό της,[2] συνιστούν διαφορετικές όψεις του Έτους Ζέη και αποδεικνύουν, αν μη τι άλλο, πόσο αγαπήθηκε η ίδια και εκτιμήθηκε το έργο της.
Λίγο πριν εκπνεύσει το έτος Ζέη, έρχεται να προστεθεί στη σωρεία των τιμητικών πράξεων, εν είδει απότισης φόρου τιμής στη συγγραφέα και αγαπημένη φίλη της, μια προσεγμένη έκδοση, ένα βιογραφικό ντοκουμέντο με τον ευρηματικό τίτλο ΑΛΚΗ ΖΕΗ. Μάτια σαν γαλάζια θάλασσα, γραμμένο από τη Μαρίζα Ντεκάστρο. Παιδαγωγός, κριτικός, συγγραφέας, ακάματη θιασώτης της φιλαναγνωσίας, βασίστηκε στο πλούσιο αυτοβιογραφικό έργο της Ζέη και συνέθεσε μια εξαιρετική βιογραφία για παιδιά, η οποία διαβάζεται απνευστί. Ο τίτλος, όπως έμμεσα υποδεικνύεται στο οπισθόφυλλο, οφείλεται σε έναν μικρό θαυμαστή και φίλο της συγγραφέως, από τους πολλούς που άγγιξε η Ζέη στα άπειρα φιλαναγνωστικά ταξίδια της σε σχολεία της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, ο οποίος της είπε: «Κυρία Ζέη, είστε σαν τη γαλάζια θάλασσα».
Η βιογραφία αρθρώνεται σε δώδεκα κεφάλαια, στους τίτλους των οποίων κυριαρχεί το γαλανό χρώμα, τα μάτια και η θάλασσα, που μετωνυμικά εμφαίνουν διαφορετικές περιόδους της ζωής της. Η αφήγηση ακολουθεί χρονολογικά γεγονότα-σταθμούς στη ζωή της Άλκης, από τη γέννησή της το 1923 ως τον θάνατό της το 2020, και συνιστά μια περιδιάβαση, έναν «περίπατο» στους τόπους όπου έζησε και έδρασε η συγγραφέας. Συγχρόνως, αυτή η περιδιάβαση επιτρέπει την πρόσβαση του αναγνώστη στην πινακοθήκη «των δικών της ανθρώπων», όσων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μακρά ζωή της: για παράδειγμα, ο βιβλιόφιλος αρχαιομαθής παππούς Γεώργιος Σωτηρίου, η χαμηλών τόνων επαναστάτρια μητέρα Έλλη Σωτηρίου, ο θείος Πλάτων και η Διδώ Σωτηρίου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, η Ζωρζ Σαρή, η Μελίνα Μερκούρη και πολλοί άλλοι «μεγάλοι» της ελληνικής διανόησης.
Για να συνθέσει τη βιογραφία της Ζέη, η Ντεκάστρο ερανίζεται αποσπάσματα από τον αυτοβιογραφικό λόγο της πρώτης, όπως αυτός αρθρώνεται στα έργα της Με Μολύβι Νούμερο Φάμπερ Δύο (2013), Πόσο θα Ζήσεις ακόμα, Γιαγιά; (2017) και στο ντοκιμαντέρ Ο Μεγάλος Περίπατος της Άλκης, καθώς και από τα λογοτεχνικά της έργα, κυρίως στα σημεία εκείνα όπου με έμμεσο τρόπο καταδεικνύει ότι το πραγματικό βίωμα και η μυθοπλασία συμπλέκονται άρρηκτα στην αυτομυθοπλαστική αφήγησή της, όπως στην Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα, τον Θείο Πλάτωνα ή Το Καπλάνι της Βιτρίνας. Συγχρόνως, ακολουθεί την ίδια ενθεματική τακτική που χρησιμοποίησε και η Ζέη στο αυτοβογραφικό της έργο, δημιουργώντας μια διφωνική αφήγηση, όπου ακούγονται η φωνή της βιογράφου, από τη μια, και η φωνή της βιογραφούμενης, από την άλλη, την οποία υποδηλώνει η πλάγια γραφή. Παράλληλα, η αφήγηση της Ντεκάστρο επιτυγχάνει να διατηρήσει όχι μόνο τις αντηχήσεις από τη φωνή της Ζέη, αλλά και την κινηματογραφικότητα της αφήγησης που χαρακτηρίζει το έργο της τελευταίας.
Το έργο της Ντεκάστρο διαβάζεται σαν ένα βιογραφικό ντοκιμαντέρ, εμπλουτισμένο από φωτογραφικό υλικό από το οικογενειακό αρχείο της βιογραφούμενης. Οι φωτογραφίες αποτυπώνουν όχι μόνο τις διάφορες ηλικιακές φάσεις της βιογραφούμενης, αλλά και τα πρόσωπα με τα οποία η Ζέη συνέδεσε την προσωπική της μοίρα και διανοητική πορεία. Σε αυτές τις φωτογραφίες, τα μάτια της που «άλλαξαν χρώματα και χρώματα, άλλοτε φωτεινα ανοιχτογάλανα, άλλοτε ανταριασμένα, σκοτεινά και γκρίζα σαν τη χτυπούσαν τα κύματα» απεικονίζονται πάντα χαμογελαστά, κοιτώντας μας κατευθείαν στα μάτια, αποπνέοντας νηφαλιότητα και αισιοδοξία. Ωστόσο, ούτε μια φορά το φωτογραφικό υλικό δεν αφήνει υπόνοια αντάρας, και δεν ήταν λίγες οι φορές που «οι αέρηδες της Ιστορίας» αντάριασαν τα μάτια τής Ζέη και συντάραξαν συθέμελα τη ζωή της…
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η Ντεκάστρο σε αυτό το έργο της «διασκευάζει» το αυτοβιογραφικό έργο της Ζέη, ώστε να το καταστήσει προσιτό και προσβάσιμο στους μικρούς αναγνώστες. Το κάνει, όμως, με επίγνωση της δυσκολίας που παρουσιάζει ένα τέτοιο εγχείρημα, με σεβασμό προς το αυτοβιογραφικό υλικό (γραπτό και φωτογραφικό) και την Ιστορία, καθώς η βιογραφία της Ζέη, όπως άλλωστε και τα αυτοβιογραφικά της κείμενα, διαβάζονται και ως ένα χρονικό της Ιστορίας της Ελλάδας κατά τον 20ό αι.: δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, τα «πέτρινα» μετεμφυλιακά χρόνια, η απριλιανή δικτατορία είναι έννοιες ιστορικές με τις οποίες εξοικειώνεται ο αναγνώστης χάρη στις ευσύνοπτες επεξηγήσεις που δίνει η Ντεκάστρο. Εξηγεί με απλό τρόπο τι είναι ο εμφύλιος και γιατί εξορίζονταν οι άνθρωποι με αριστερές ιδέες, όπως η Άλκη Ζέη στα πρώτα χρόνια της νεότητάς της. Ίσως, σε αυτό το σημείο, ο ενήλικος αναγνώστης να διαφωνήσει αν θεωρεί ότι η πολιτική δεν έχει θέση σε ένα παιδικό βιβλίο ή να εγείρει αντιρρήσεις σχετικά με τις λιτές, προσεκτικά υπολογισμένες, εξηγήσεις περί κομμουνιστών, ανταρτών και αριστερών ιδεών. Ωστόσο, η Ντεκάστρο δεν συγγράφει ένα εγχειρίδιο πολιτικής ιστορίας, αλλά τη βιογραφία μιας γυναίκας, η ζωή της οποίας σφραγίστηκε από τις πολιτικές της επιλογές.
Άλλη μια δυσκολία την οποία πιθανόν κλήθηκε να διαχειριστεί η βιογράφος, ήταν η μακρόχρονη προσωπική της σχέση με την Άλκη Ζέη, που ξεκίνησε σε μια από τις περίφημες πλέον κουζίνες της Άλκης το 1973: «Επειδή η Άλκη ήταν φίλη, διαβάζαμε τα βιβλία μας η μια της άλλης, κάναμε διακοπές στο σπίτι της στο Πήλιο… Ήταν και μέντοράς μου, αφού με εισήγαγε στην παιδική λογοτεχνία. Έχω γράψει κι αν έχω γράψει για την Άλκη Ζέη, αυτό όμως το βιβλίο που θα διαβάσετε είναι διαφορετικό. Η ματιά μου εδώ είναι αλλιώτικη, γιατί από τη μια πλημμύριζα με συναισθήματα και από την άλλη έπρεπε να γράψω τη βιογραφία της …». Η βιογραφία απαιτεί βαθιά γνώση όχι μόνο της ζωής, αλλά και του έργου του βιογραφούμενου προσώπου, συγχρόνως όμως και μια απόσταση, που εξασφαλίζει έναν βαθμό αντικειμενικότητας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος η βιογραφία να γίνει αγιογραφία, σκόπελο που αναμφισβήτητα έχει αποφύγει η Ντεκάστρο.
Αναντίρρητα, η συγγραφή βιογραφίας για παιδιά –υποκατηγορία του βιβλίου γνώσεων για παιδιά, που στην ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια γνωρίζει άνθηση– εγκυμονεί έναν ακόμη κίνδυνο: εκείνον της πλήξης του νεαρού αναγνώστη, πολλώ δε όταν καλείται να διαβάσει τη βιογραφία μιας συγγραφέως, έστω πασίγνωστης. Μια σειρά από τεχνικές επιλέγονται συνειδητά ή ασύνειδα, προκειμένου το έργο της Ντεκάστρο να εγείρει το ενδιαφέρον του παιδιού: η κινηματογραφική γραφή, η έμφαση στις εμπειρίες της Ζέη που συνδέονται με την παιδικότητα και την παιδική ηλικία, τη δική της ή των παιδιών της, η διάνθιση της αφήγησης με αποσπάσματα από τα έργα της για παιδιά και η διαίρεση της αφήγησης σε αυτοτελή επεισόδια-βινιέτες, με βάση τον προσωπικό και ιστορικό χρόνο και την αλλαγή τόπου. Προς την ίδια κατεύθυνση – της εισόδου στο παιδικό σύμπαν της Άλκης Ζέη – συμβάλλουν τόσο το εξώφυλλο της έκδοσης, το οποίο φιλοτέχνησε η Στρατηγούλα Γιαννικοπούλου, με αφορμή την έκθεση «Ένα Παραμύθι για την Άλκη», που διοργάνωσε η Ελληνοαμερικανική Ένωση σε συνεργασία με τις εκδόσεις Μεταίχμιο (Σεπτέμβριος 2023), όσο και η εύστοχη προσθήκη επεξεργασμένου φωτογραφικού υλικού σε καίρια σημεία της αφήγησης.
Πράγματι, το ασπρόμαυρο φωτογραφικό υλικό, το οποίο μπορεί να τροφοδοτεί τη νοσταλγία του ενηλίκου, συνιστά πρόκληση, όταν συνοδεύει μια έκδοση για νεαρούς αναγνώστες. Με τεχνικές που συνομιλούν με το avant-garde στυλ, όπως η προσθήκη του γαλάζιου χρώματος σε διάφορα σημεία του φωτογραφικού υλικού, τα «πειραγμένα» γεωμετρικά σχήματα, η απεικόνιση των ματιών, και το συνεχές παιχνίδι μεταξύ γαλάζιου και μαύρου χρώματος, άλλοτε για να δοθεί έμφαση ή να τονιστεί το δύσκολο βίωμα ή το «ξάνοιγμα» στους άστατους ιστορικούς καιρούς, αποδίδονται όχι μόνο οι συναισθηματικές διακυμάνσεις και οι αλλαγές στη ζωή της Άλκης, αλλά και η αίσθηση ότι παρακολουθεί κανείς το καρούλι μιας ταινίας να ξετυλίγεται. Αναρωτιέμαι αν είναι η διαστροφή του επαγγέλματος που με ωθεί να σκεφτώ το έργο της Ντεκάστρο ως ένα βιβλίο ακορντεόν, που ξεδιπλώνεται όπως η μπομπίνα μιας παλιάς ταινίας, ή αν πρόκειται για συνειδητή επιλογή; Η απάντηση θετική ή αρνητική δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει το αποτέλεσμα: Το έργο διαβάζεται ως ταινία που ξετυλίγεται στα μάτια του αναγνώστη.
Ο χάρτης που συνοδεύει τη βιογραφία συμβάλλει αποτελεσματικά, ώστε ο αναγνώστης να τοποθετηθεί και στον χώρο, σε σχέση με τη ζωή μιας οικογένειας «που τριγυρνούσε τις χώρες σαν τους τσιγγάνους…». Ίσως εδώ να ενδείκνυτο, προκειμένου να αποδοθεί και η ιστορικότητα, ένας χάρτης του κόσμου, όπως ακριβώς ήταν πριν από την κατάρρευση του κομμουνιστικού μετώπου, με διακριτά τα σύνορα μεταξύ των κρατών. Αν και το Ουζμπεκιστάν αποτελούσε μέρος της ΕΣΣΔ, στον χάρτη της εποχής για τον σημερινό αναγνώστη απεικονίζεται ως κράτος με τα σημερινά του σύνορα, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον μη ειδότα αναγνώστη. Δεν θα ήταν χωρίς σημασία και η τοποθέτηση χρονολογικών ενδείξεων στον χάρτη. Εξίσου απαραίτητο κι ένα χρονολόγιο που θα απεικόνιζε τις πολλές «αφετηρίες» στη ζωή της Άλκης, καθώς και τα «ταξίδια» της.
Δεν πρέπει να μείνει ασχολίαστη και η έξυπνη επιλογή να απεικονιστεί η βιβλιοπαραγωγή της Άλκης Ζέη, και εν μέρει και της Μαρίζας Ντεκάστρο, εν είδει βιβλιοθήκης. Στην περίπτωση της Ζέη, η ειδολογική κατηγοριοποίηση είναι ένας έμμεσος οδηγός για τους ενήλικους αναγνώστες, αλλά και μια πρόσκληση προς τον αναγνώστη – παιδί ή ενήλικο – να συνεχίσει τον αναγνωστικό περίπατό του μέσα στον πολυδαίδαλο αφηγηματικό κόσμο της Ζέη.
Συμβαδίζοντας με τις επιταγές της τεχνολογίας, ένας ραβδωτός κώδικας στέλνει τον εκπαιδευτικό ή τον γονέα στην ιστοσελίδα του εκδοτικού οίκου, όπου έχει αναρτηθεί σχετικό εκπαιδευτικό υλικό, που αφορά το σύνολο του έργου της Ζέη. Οι εκδόσεις Μεταίχμιο, ακολουθώντας τις αρχές καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας προτείνουν κάποιες δραστηριότητες, με αφορμή συγκεκριμένα έργα της Άλκης Ζέη. Αν και οι δραστηριότητες είναι παιγνιώδεις, το ερώτημα που τίθεται πάντα κάθε φορά είναι αν οδηγούν τον αναγνώστη στο βιβλίο ή αν τον απομακρύνουν από αυτό. Ενδιαφέρον θα είχε να βλέπαμε τι είδους δράσεις εμπνέονται και υλοποιούν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, δράσεις που θα είναι μεν παιγνιώδεις, όχι αποσπασματικές εν είδει σύντομου παιχνιδιού, αλλά θα ωθούν τους μαθητές σε αναγνωστικές διαδρομές προς το έργο του εξεταζόμενου συγγραφέα, ή και γιατί όχι και άλλων συγγραφέων προς το οποίο οδηγούν θεματικές ή διακειμενικές συνδέσεις. Σε κάθε περίπτωση σκόπιμο είναι να αναδεικνύεται κι ο σκοπός τον οποίο εξυπηρετεί κάθε προτεινόμενη δραστηριότητα.
Επιστρέφοντας πίσω στη βιογραφία της Ντεκάστρο για την Άλκη Ζέη, ας μας επιτραπεί μια πρόταση και μια διόρθωση: η πρόταση αφορά την αναφορά στην πρώιμη εμφάνιση της Άλκης Ζέη στο περιοδικό Νεανική Φωνή και την παρουσία της στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, αλλά και τις μεταφράσεις του έργου της στο εξωτερικό – τα εξώφυλλα, για παράδειγμα από το πολυμεταφρασμένο Καπλάνι δεν θα έπρεπε να λείπουν από αυτή τη βιογραφία – καθώς και τις μεταφράσεις έργων Ρώσων και Ιταλών συγγραφέων. Η αναφορά εδώ στη μετάφραση σημαντικών έργων του Ροντάρι δεν θα ήταν χωρίς σημασία. Η διόρθωση αφορά την τριλογία του πολέμου – Το Καπλάνι της Βιτρίνας, Η Μωβ Ομπρέλα και Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου – στην οποία αποτυπώνεται η παιδική ηλικία της Ζέη. Εκ παραδρομής, προφανώς, αναφέρεται ότι ο μυθιστορηματικός χρόνος στη Μωβ Ομπρέλα είναι προγενέστερος των γεγονότων που παρουσιάζονται στο Καπλάνι. Σε μια επόμενη έκδοση, ας διορθωθεί τούτη η μικροαβλεψία.
Σε μια εποχή που το βιβλίο γνώσεων και δη η βιογραφία σπουδαίων προσωπικοτήτων που έδρασαν στον χώρο της πολιτικής ή της λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ας μη μας διαφεύγει ότι η βιογραφία που συνέθεσε η Ντεκάστρο είναι η βιογραφία μιας σπουδαίας γυναίκας. Ας μην ξεχνάμε, στο όνομα της πολυφωνίας και της κοινωνικής ισότητας, και τη διάσταση του φύλου, καθώς οι περισσότερες βιογραφίες επιφανών Ελλήνων που έχουν κυκλοφορήσει στην ελληνική αγορά, με εξαίρεση την περίπτωση της Πηνελόπης Δέλτα, είναι βιογραφίες σπουδαίων ανδρών.
Το στακάτο κείμενο, η έξυπνη εικονογράφηση και η κινηματογραφικότητα της αφήγησης καθιστούν το νέο βιβλίο της Ντεκάστρο ελκυστικό σε ένα διηλικιακό κοινό, αλλά και εξαιρετικό σημείο (επαν)εισόδου στο έργο της Ζέη.
Μαρίζα Ντεκάστρο, ΑΛΚΗ ΖΕΗ. Μάτια σαν γαλάζια θάλασσα.Αθήνα: Μεταίχμιο, 2023.
(*) Η Βασιλική Βασιλούδη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας στο
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κρήτης.
[1] Σενάριο: Μαρία Μαντά και Πέτρος Σεβαστίκογλου, σκηνοθεσία: Μαρία Μαντά.
[2] Βλ. τον επετειακό τόμο του ΥΠΠΟ ΑΛΚΗ ΖΕΗ, Ο μεγάλος περίπατος της Άλκης, 1923-2020, τον άρτι δημοσιευθέντα τόμο Άλκη Ζέη. Ιστορία, Μνήμη, Αυτοβιογραφία σε επιμέλεια Τασούλας Τσιλιμένη και Βασιλικής Βασιλούδη από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική, τον οποίο συνυπογράφουν είκοσι μέλη της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας, με συμβολές που εστιάζονται στο πολύπτυχο έργο της.