Χρήστος Τσιάμης (Γράμμα από το Μανχάταν).
Η χαρά στην πιό αγνή της μορφή έρχεται αμεσολάβητα από την περιβάλλουσα φύση και μας πλημμυρίζει. Κι επίσης από τη μουσική, που ίσως να είναι ταυτόσημη με τη φύση αν συμφωνούμε, βέβαια, με την Πυθαγόρεια θεωρία (και πίστη;) περί της αρμονίας των σφαιρών, της μουσικής των πλανητών. Μια τέτοια χαρά μου επεφύλαξε εκείνη τη φθινοπωρινή ημέρα η Νέα Υόρκη όταν, βγαίνοντας στης πολυκατοικίας μου το κατώφλι, αντίκρυσα του ουρανού της το απλωτό και δροσερό γαλάζιο που φαίνεται να σου ανοίγει πύλες που οδηγούν παντού. Διαπίστωσα πως ξαφνικά είχαν εκτιναχτεί στα ύψη οι αξίες των κτιρίων απ’ τις επιχρυσώσεις ενός απροκάλυπτου ήλιου. Ακόμα και τα πλήθη, που συνήθως ενοχλούν, κινούνταν μπρός μου σαν ένα δημιουργικό, χαρούμενο μελίσσι. Γι αυτό, ο αναδιπλασιασμός της χαράς μου, λίγο αργότερα, στις έγκλειστες αίθουσες ενός μουσείου (αποτέλεσμα ενός προκαθορισμένου ραντεβού) υπήρξε μια τρομερή έκπληξη! Επισκεφτόμουν την έκθεση «Τα Ψαλιδιστά του Ανρί Ματίς» (The Henri Matisse Cut-Outs) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. (Να σημειώσω ότι τα έργα της συγκεκριμένης τεχνικής που ο Ματίς είχε βαφτίσει στα γαλλικά gouaches découpés, στα αγγλικά έγιναν γνωστά ως cut-outs, και τ’ αποδίδω στα ελληνικά ως ‘ψαλιδιστά’, λέξη που συμπεριέχει το όργανο και την πράξη της τεχνικής).
Ενα βάπτισμα χαράς, έτσι ένοιωθα καθώς περνούσα από αίθουσα σε αίθουσα όπου τα σχήματα χόρευαν και τα χρώματα τραγουδούσαν και μαζί με άρπαζαν και μ’ έμπαζαν με μιάς στη ζάλη της γιορτής τους! Στην πρώτη αίθουσα συναντάμε, κυρίως, τα ψαλιδιστά και τα κολλάζ που απετέλεσαν το βιβλίο «Τζάζ». Αλλά ας προχωρήσουμε στις άλλες αίθουσες και ας επανέλθουμε στη «Τζάζ» αργότερα. Στην επόμενη αίθουσα δεσπόζει η μεγάλη σύνθεση «Ωκεανία» – σε δύο τεράστια κάδρα, πάνω σε μπέζ χαρτί, το αεικίνητον από άσπρα ψαλιδιστά χελιδόνια, ψάρια, φύκια, αστερίες και άλλες θαλάσσιες μορφές- καθώς και η πολύχρωμη «αφήγηση» από ψαλιδιστά σχήματα «Χίλιες και μια νύχτες». Ανάμεσά τους, υπάρχουν όλων των ειδών τα ευέλικτα σχήματα (κάποιος τα χαρακτήρισε ‘σχεδόν αραβουργήματα’), χώρια και σε συνδυασμούς, και όλα εκείνα τα χρώματα που τα έχουν σμίξει ειδικώς, λές, για να ταιριάζουν στο κάθε σχήμα. Ολα αυτά φαίνεται να απαρτίζουν το λεξικό αυτής της νέας γλώσσας του Ματίς που στις επόμενες αίθουσες θα μας μιλήσει μέσα από ολοκληρωμένες, μεγάλου σχήματος, κατασκευές. Σαν αυτές που χρησιμοποιήθηκαν για να στολίσουν τους τοίχους και τα παράθυρα σ’ ένα εκκλησάκι στη Γαλλία. Σαν την «Πισίνα» (ένα ολόκληρο δωμάτιο δίκην πισίνας, όπου στέκεις στη μέση της βυθισμένος, με τους γαλάζιους κολυμβητές να σε περιτριγυρίζουν λίγο πιό πάνω στους τοίχους. Κι αλλού, σ’ έναν ολόκληρο τοίχο, «Το Παπαγαλάκι και η Γοργόνα», καθώς και η τεράστια σύνθεση «Μεγάλη Διακόσμηση με Μάσκες» προς το τέλος της έκθεσης. Σε μια ξεχωριστή αίθουσα, συναντάμε τα μεγάλα μπλέ ψαλιδιστά που απεικονίζουν σε παραλλαγές τις σαγηνευτικές καθήμενες γυμνές, τις ορθές γυναίκες με τον λευκόν αμφορέα στο κεφάλι, και το μεγάλο, περίπλοκο σύμπλεγμα των εύκαμπτων ακροβατών.
Ο Ματίς δημιούργησε τις είκοσι εικόνες της «Τζάζ» κατά τη διάρκεια του πολέμου, στις αρχές της δεκαετίας του ’40, αλλά το βιβλίο εκδόθηκε αργότερα, το 1947 (οι εικόνες σε εναλλαγή με το χειρόγραφο κείμενο του ζωγράφου, με μεγάλου μεγέθους γραφικούς χαρακτήρες έτσι ώστε η γραφή να είναι σε ‘μια διακοσμητική σχέση με τον χαρακτήρα των έγχρωμων εικόνων’ κατά τον ίδιο.) Κι ενώ πολλές από τις εικόνες του βιβλίου σχετίζονται με τον κόσμο του τσίρκου, ο Ματίς προτίμησε τον τίτλο «Τζάζ» κατά προτροπή του εκδότη του Teriade (πρόκειται για τον Ελληνα Στρατή Ελευθεριάδη από τη Λέσβο, που πήγε για να σπουδάσει νομική στο Παρίσι και τελικά συνέδεσε το όνομά του με τον Γαλλικό μοντερνισμό ως εκδότης βιβλίων και περιοδικών σύγχρονης τέχνης.)
Προφανώς ο Ματίς αναγνώρισε τις αναλογίες αυτής της δουλειάς του με τη τζάζ που εκείνη την εποχή ήταν μια σχετικά νέα μορφή της μουσικής τέχνης. Είχε γράψει σ’ έναν φίλο του το 1947: ‘ Υπάρχουν θαυμάσια πράγματα στην αληθινή τζάζ, όπως το ταλέντο για αυτοσχεδιασμό, η ζωντάνια, και η δυνατότητα να γίνεσαι ένα με το κοινό.’ Η μόνη λέξη που είχε παραλείψει μα που φωτίζει τα λεγόμενά του είναι η λέξη χαρά. Γιατί, τελικά, αυτή είναι η απόρροια της πράξης που συνδυάζει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Δηλαδή, ο Ματίς περιγράφοντας τη τζάζ, με τα στοιχεία που εμπεριέχει γι αυτόν και με τη σημασία που τους αποδίδει, περιγράφει μια τέχνη της χαράς. Αυτό τον ενθουσίαζε και αυτό ήταν που επεδίωξε να επιτύχει στα έργα που δημιουργούσε εν τώ μέσω της απελπισίας και της καταστροφής ενός παγκοσμίου πολέμου.
Μέσω συνειρμών, τα παραπάνω λόγια του Ματίς με οδηγούν σε δυο συμβάντα μέσα ακριβώς στην ατμόσφαιρα αυτής της ‘αληθινής τζάζ,’ εν τω γίγνεσθαι, και της χαράς που τη χαρακτηρίζει. Είμαστε στο Μανχάτταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη περίπτωση, δώρο μιας εύπορης φίλης, με φέρνει σε ένα ακριβό κλάμπ στο μέσον (mid-town) του Μανχάτταν όπου εμφανίζεται ο τρομπετίστας Ντίζυ Γκιλλέσπι και η μεγάλη (big band) ορχήστρα του. Θές να είναι η φοβερή παγωνιά, θές οι τσουχτερές τιμές του κλάμπ (βρισκόμαστε στην εποχή που η Νέα Υόρκη πορεύεται πρός την πτώχευση), αλλά αρχίζει το δεύτερο και τελευταίο set της βραδυάς και η ορχήστρα είναι πιό πολυπληθής από τους θαμώνες! Φαντάζομαι των μουσικών την απογοήτευση και προσπαθώ να την διαβάσω στα πρόσωπά τους. Ομως δεν προφταίνω. Μετά από την μουσική εισαγωγή του πρώτου κομματιού από ολόκληρη την ορχήστρα, μπαίνει ο Γκιλλέσπι με το πρώτο σόλο. Τα μάγουλά του μεταμορφώνονται σε δυο ολοστρόγγυλα μπαλλόνια έτοιμα να σκάσουν, και το στόμιο της ιδιόμορφης τρομπέτας του, που είναι στην άκρη της λυγισμένη πρός τα πάνω, στέλνει κραυγές έξαρσης πρός τον δημιουργό, ανοίγοντας τρύπες στο ταβάνι του κλάμπ και διαπερνώντας όλους τους ορόφους από πάνω. Μπαίνει λοιπόν με την τρομπέτα του ο Γκιλλέσπι και τα πράγματα στον χώρο αλλάζουν άρδην.
Το ένα σόλο ακολουθεί το άλλο με διαδοχή οργάνων. Ο διάλογος ζωηρεύει ανάμεσα στον έναν μουσικό και της ορχήστρας το σύνολο. Επανέρχεται ο Γκιλλέσπι, και τώρα είναι για τα καλά κεφάτος. Παίζει με την ορχήστρα. Τους προκαλεί επιταχύνοντας το be-bop της τρομπέτας του, κι όλως αποτόμως τους σερβίρει μια συγκοπή, μπάπ!, και μια στροφή που πάει αλλού τη μουσική φράση. Στρίβει προς τη μεριά των λίγων θαμώνων και μας κλείνει με νόημα το μάτι. Τώρα είμαστε όλοι μπασμένοι στο κόλπο, με γέλιο, με ποτό, με δάχτυλα που κρατάν το ρυθμό, και τα όργανα έχουν ανάψει φωτιές χαράς μέσα στης βραδυάς το κρύο. Ακόμα και όταν το μουσικό κομμάτι μελαγχολεί και γίνεται ελεγειακό, στο χώρο συνεχίζει να αιωρείται η χαρά. Είναι η χαρά της επικοινωνίας, της ψυχής μας με την ψυχή των μουσικών.
Το δεύτερο περιστατικό αφορά και πάλι τον Γκιλλέσπι, αυτή τη φορά λίγα χρόνια αργότερα στο περίφημο κλάμπ του Γκρήνουϊτς Βίλλετζ «The Village Gate». Επαιζε μ’ ένα κουϊντέττο, και στη μέση του σέτ έκανε χώρο στη σκηνή για να παρουσιάσει ένα νεαρό ‘ταλαντούχο’ μουσικό. Του δίνει το πρώτο σόλο στο κομμάτι, κι όταν ο νεαρός, λίγο μετά, στρέφεται πρός τον Ντίζυ σαν σινιάλο ότι το τέλος του σόλο πλησιάζει εκείνος, από τα πλάγια οπου έχει αποτραβηχτεί και μ’ ένα πλατύ χαμόγελο φαίνεται να απολαμβάνει τη μουσική, ενθαρρύνει μ’ ένα δυνατό yeah! τον νεαρό μουσικό να συνεχίσει. Πρόκειται γιά τη χαρά της αναγνώρισης του νέου ταλέντου και της απλοχεριάς μιάς γενιάς πρός τη γενιά που την ακολουθεί (πράγμα που δεν το συναντάς συχνά σε άλλους της τέχνης κύκλους.) Οσο για εκείνον τον νεαρό μουσικό, δεν ήταν άλλος από τον 18χρονο τότε και τώρα διάσημο Γουίντον Μαρσάλις.
Αυτή την τέχνη της χαράς (ή τη χαρά της τέχνης) είναι κάτι που ανεπιφυλάκτως θα έλεγα ότι το συναντάμε και στη λογοτεχνία. Για μένα προσωπικά, σε ποιήματα του Ελύτη, του ε.ε. κάμμινγκς και του Γιώργου Σαραντάρη ( όπου συναντάμε την ίδια τη λέξη, χαρά, συχνά μέσα στα ποιήματα), και στο «Λούνα Πάρκ του Νού» του Λώρενς Φερλινγκέττι. Επίσης, έρχονται στο νού κάποια μυθιστορήματα. Οπως ο «Χάκλεμπερρυ Φίνν» του Μάρκ Τουέϊν, με τη χαρά της περιπέτειας του ταξιδιού στους άγνωστους κόσμους του μεγάλου ποταμού και της συνεχούς ανακάλυψης. Οπως τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ, με τη χαρά της ελαστικότητας του χώρου και του χρόνου. Οπως η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, με τη χαρά της μύησης στον κόσμο των ιδεών, σε εφηβική ηλικία γυρίζοντας αχόρταγα τις σελίδες του βιβλίου ξαπλωμένος στο χορτάρι με φόντο τον ουρανό. Και ίσως ακόμα (σε μια εκδοχή της χαράς στα όρια μιας γλυκιάς διαστροφής) «Το Κουτσό» του Χούλιο Κορτάσαρ, με τη χαρά τού να ζείς αποσπασματικά και μόνος από στιγμή σε στιγμή.
Ας επιστρέψουμε όμως στον χώρο της έκθεσης. Στην προτελευταία αίθουσα υπάρχει η σύνθεση «Το Παπαγαλάκι και η Γοργόνα». Στο αριστερό μέρος της εικόνας υπάρχει ένα γαλάζιο παπαγαλάκι και στο επάνω δεξιό η μορφή μιας επίσης γαλάζιας γοργόνας. Ανάμεσά τους υπάρχει μια ομοιομορφία ψαλιδιστών σχημάτων σε μια εκρηκτική ποικιλία χρωμάτων. Θέλουμε να σταθούμε μπροστά στο έργο αυτό γιά λίγο και να αναλογιστούμε αυτά που διαβάζουμε στην πινακίδα της περιγραφής του. Γιατί νομίζουμε οτι πρόκειται για το κλειδί της έκθεσης αυτής. Μας λέει, λοιπόν, ο Ματίς ότι εδημιούργησε πρώτα το παπαγαλάκι, στο αριστερό μέρος της σύνθεσης, και ότι συνέχισε να συνθέτει το έργο δουλεύοντας προς το δεξιό όριο του πίνακα. ‘Εγινα,’ λέει, ‘ένα παπαγαλάκι. Κι έτσι ανακάλυψα τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό μου το έργο.’ Που εμείς θα το ερμηνεύαμε ως εξής: το παπαγαλάκι από την κούρνια του κοιτάει και βλέπει της γυναίκας τη μαγική (στο σχήμα γοργόνας) μορφή. Στο αναμεταξύ τους διάστημα ο κόσμος δεν είναι παρά ένα πεδίον της χαράς που η έντασή του, σαν τις ομοιόμορφες καμπύλες γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου, υποδηλώνεται από τις ιδιόμορφες δικές του γραμμές/σχήματα και τα χρώματα ποικίλης έντασης. Μια οπτική καθαρής αγαλλίασης, θα λέγαμε, όπου ο νοηματικά στημένος κόσμος δεν έχει θέση.
Η έκθεση κλείνει με ένα από τα τελευταία έργα του Ματίς, τον «Σαλίγκαρο» (1953). Πρόκειται γιά ένα σύνολο από ψαλιδιστά, μη κανονικού σχήματος, τετράγωνα τοποθετημένα σ’ εναν πορτοκαλή φόντο που δίνουν την αίσθηση ενός σαλίγκαρου εν κινήσει. Κι ενώ το έργο έχει μια συγκλονιστική απλότητα, παρατηρούμε ότι αυτά τα ψαλιδιστά δεν έχουν πιά την ευκινησία των ψαλιδιστών σχημάτων στα προηγούμενα έργα του. Εχουμε την αίσθηση ότι ο δημιουργός, διαισθανόμενος το τέλος μα ακόμα μετέχων στη χαρά της τέχνης, επιβραδύνει τις κινήσεις του σε μια στερνή προσπάθεια να ακινητοποιήσει την ομορφιά και τον ίδιο τον χρόνο!
Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου.
Μιά αληθινή χαρά όταν διαβάζει κανείς κείμενα του Χρήστου Τσιάμη. Η νοητική συγκρότησή του ‘κραυγάζει’νου που στίλβει ανάμεσα στην ποίηση και την ακρίβεια του επιστήμονος νου. τον ευχαριστώ.και για την μακρινή μου Ν. Υόρκη..
Σας ευχαριστώ πολύ για το γενναιόδωρο σχόλιό σας. Και πόσο ακριβής η παρατήρησή σας! Οντως, είμαι επιστήμονας, χημικός μηχανικός (ασκώ το επάγγελμα και ενίοτε διδάσκω σε πανεπιστήμιο). Εκ παραλλήλου, δημοσιεύω ποίηση στην Ελλάδα (τελευταία, το βιβλίο ῾Μαγικό Μανχάτταν῾, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα).
Με τους χαιρετισμούς μου από τη ῾μακρινή῾σας Νέα Υόρκη,
Χ.Τ.
Μόλις πληρωθώ τέλος του μήνα θα πάρω την οικογένεια και θα τρέξω στον Ματίς