της Ελένης Χοντολίδου (*)
Είμαι το δεύτερο και τελευταίο παιδί μιας ενδιαφέρουσας οικογένειας. Kαι οι δύο γονείς ήταν νεόπτωχοι πρόσφυγες Πόντιοι, δηλαδή οι παππούδες μου ήταν πλούσιοι και ως πρόσφυγες έχασαν τη γη κάτω απ’ τα πόδια τους. Αυτό έκανε τον μεν πατέρα μου να είναι πολύ προσγειωμένος τη δε μάνα μου να έχει μονίμως μία ταξική νεύρωση και να ζει ως να μην ανήκει εκεί που ζούσε: λ.χ. στο σπίτι των 75 τετραγωνικών.
Γι αυτό φρόντισε και ο πατέρας μου που την λάτρευε πληρώνοντας για την μη εργαζόμενη γυναίκα του (σε αντίθεση με όλες τις αδελφές της) αυτό που λέγαμε παλιά «υπηρέτρια»: το κορίτσι που έρχεται λόγω καταραμένης φτώχιας από την επαρχία για να δουλέψει εσωτερική σε σπίτι. Η επιλογή αυτή έμοιαζε τόσο παράταιρη, καθώς δεν ήταν αποτέλεσμα οικονομικής ευρωστίας όσο αγάπης και φροντίδας. Το σπίτι μας ήταν τόσο μικρό (δεν κάνω λόγο για τα άθλια «δωμάτια υπηρεσίας» του κέντρου) ώστε η Τουλίτσα μας να κοιμάται με την αδελφή μου κι εμένα. Ντυνόταν κι αυτή με τα ρούχα που έραβε η μάνα μου και η αίσθησή μου είναι ότι δεν ξεχώριζε. Τουλάχιστον στις φωτογραφίες αυτό φαίνεται και στην καρδιά μου το ίδιο. Η ταξική νεύρωση της μάνας μου επιδεινωνόταν τα Σαββατοκύριακα όταν ο σωφέρ του πλούσιου γαμπρού του πατέρα μου που δεν ακολουθούσε την οικογένειά του ποτέ, μας έπαιρνε οικογενειακώς με τη Μερσεντές και πηγαίναμε εκδρομές. Για άγνωστο λόγο δεν γυρνούσαμε στο σπίτι της Πλατείας Αριστοτέλους (όπως ήταν φυσικό στο μυαλό) μου αλλά στις 40 Εκκλησιές, στο 75 τετραγωνικών σπίτι μας. Δεν είμαι πολύ σίγουρη ότι την αρρώστια της μάνας μου δεν την κληρονόμησα κι εγώ.
Το σόι της μάνας μου μέχρι τρεις γενιές πριν από μένα είναι μορφωμένοι: μηχανικοί σπουδαγμένοι στην Ευρώπη, στο ΕΜΠ, δάσκαλοι και δασκάλες, γεωπόνοι. Το σόι του πατέρα μου είναι σχεδόν όλοι αμόρφωτοι αλλά πλούσιοι. Αυτή η διάκριση με έκανε να πιστεύω σε όλη μου τη ζωή ότι ο πλούτος συνοδεύεται από αμορφωσιά και η μόρφωση από λελογισμένη φτώχια (προφανώς για να δικαιολογώ τα οικονομικά μου χάλια) μέχρι που μεγαλώνοντας είδα τον ακατανίκητο συνδυασμό πλούτου οικονομικού και μορφωτικού.
Η μητέρα μου φοίτησε μέχρι την Δ΄ Γυμνασίου και δεν συνέχισε για λόγους που δεν είναι της παρούσης. Δούλεψε για πολλά χρόνια μέχρι να παντρευτεί στα 35 της ως μοδίστρα. Όρος για να παντρευτεί ήταν να μην δουλεύει, πράγμα το οποίο έκανε με χαρά μετανιώνοντας πολύ για την έλλειψη οικονομικής ανεξαρτησίας της. Η υποθήκη ήταν: «να δουλεύετε πάντα». Πού να ’ξερε ότι δεν θα είχαμε καμία επιλογή επ’ αυτού… Ο πατέρας μου φοίτησε μέχρι και το τελευταίο έτος της Γεωπονικής, τα παράτησε λόγω πολέμου και δεν πήρε ποτέ πτυχίο. Δούλεψε στο μαγαζί του εν λόγω πλούσιου γαμπρού του μέχρι τη σύνταξή του που ήρθε με απόλυση. Η υποθήκη ήταν να μην έχουμε επαγγελματικές σχέσεις με τους συγγενείς μας.
Το «παραμορφωμένο» σόι της μάνας μου ήταν το σόι που αγαπούσα πιο πολύ –όπως γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων– και αισθανόμουνα άνετα μαζί τους. Οι δασκάλες θείες μου, ο γεωπόνος θείος και η νομικός γυναίκα του, τα πρώτα και τα δεύτερα ξαδέλφια μου όλα σπουδαγμένα: γιατροί, βιολόγοι, μηχανικοί, μαθηματικοί αυτοί και οι γονείς τους. Τέσσερα διδακτορικά, πέντε πανεπιστημιακοί. Στη χειρότερη των περιπτώσεων οι γυναίκες (της προπερασμένης γενιάς) ήταν κοπέλες που είχαν σπουδάσει πιάνο, ήταν τρίγλωσσες και μορφωμένες. Ήγουν, χρήματα δεν υπάρχουν υπάρχει όμως απίστευτα μεγάλη περηφάνια για το πολιτισμικό μας κεφάλαιο, παλαιόθεν.
Ο πατέρας μου επιθυμούσε να τελειώσουμε το σχολείο και να δουλέψουμε σε τράπεζα. Αυτό αποδείχτηκε πολύ χαμηλός στόχος καθώς η κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη αδελφή μου που είναι και η διάνοια της οικογένειας διέπρεψε από πολύ νωρίς. Να φανταστείτε τη χαρά του όταν μία χρονιά ως θεατής της μαθητικής παρέλασης έβλεπε τη μεγάλη του κόρη σημαιοφόρο και την μικρή παραστάτρια. Και ακολούθησαν οι σπουδές στο Πανεπιστήμιο και τα υπόλοιπα μεγαλεία: η αδελφή στην Αρχιτεκτονική, εγώ Φιλοσοφική αφού όμως απέδειξα αυτά που όφειλα στον εαυτό μου να αποδείξω, ότι δηλαδή η Φιλοσοφική είναι επιλογή και όχι ανάγκη.
Η πρώτη μου ανάμνηση γραμματισμού ήταν όταν η αδελφή μου διάβαζε και έγραφε τα μαθήματά της και εγώ στο πλάι έσκαγα από τη ζήλεια μου. Το χειρότερο ήταν όταν επισκεπτόμασταν το υπέροχο ιδιωτικό της σχολείο και μου έτρεχαν τα σάλια με όλα τα τετράδια καλλιγραφίας, αντιγραφής, τα μελάνια, τους κονδυλοφόρους και όλα τα σχετικά: κοντολογίς γεννήθηκα «φύτουλας». Άρχισα να «διαβάζω» μόνη μου, δηλαδή να λέω τα παραμύθια μου σαν να τα διαβάζω, γυρνώντας τις σελίδες εκεί που έπρεπε ξεγελώντας τους πάντες πλην του πανέξυπνου θείου Γιάννη. Έμαθα την προπαίδεια πριν πάω σχολείο και διάβασα κανονικά πριν πάω στην Α΄ Δημοτικού. Κάνοντας παρέα με τον αρχιεργάτη της διπλανής πολυκατοικίας που χτιζόταν όσο ήμουνα πέντε χρονών έλεγα διάφορες σπάνιες και εξωτικές λέξεις όπως «κονίαμα», «σκυρόδεμα», «μπετόν»… εξ ου και θεώρησαν ότι είμαι ιδιοφυΐα και με πήγαν στον ψυχίατρο Λυμπεράκη να πιστοποιήσει τον δείκτη ευφυίας μου. Εγώ μούγκα, ούτε στα προβολικά τεστ ανταποκρίθηκα ούτε άνοιξα το στόμα μου. Δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν το τεστ έδειχνε 200… Θα με γυρνούσαν στα παζάρια και στις αγορές; Θα με έβαζαν εσωτερική στο Harvard; Εγώ πάντως δεν συνεργάστηκα με το ψυχιατρικό κατεστημένο της πόλης μας! Αργότερα με τον κατά πολύ μεγαλύτερό μου ψυχίατρο γίναμε συνάδελφοι και του το θύμισα γελώντας…
Στα κανονικά μου έφτιαχνα πέντε ιστορίες στην καθισιά, τις οποίες «παίζαμε» με τις φίλες μου, μελοδραματικές ιστορίες που προέκυπταν από τις ραδιοφωνικές σειρές που άκουγα με πάθος κεντώντας, τις ελληνικές και τουρκικές ταινίες που βλέπαμε διψασμένα, όταν δεν διαβάζαμε κλασσικά εικονογραφημένα, το μικρό και το μεγάλο ΜΙΚΥ ΜΑΟΥΣ που έφερνε ο πατέρας μας κάθε Σάββατο μεσημέρι.
Στο σπίτι υπήρχε ραδιόφωνο, πικ απ, και μεγάλη (νόμιζα τότε) βιβλιοθήκη με παιδικά βιβλία (όλα της εποχής), λεξικά, εγκυκλοπαίδειες, ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Και γυναικεία περιοδικά: Γυναίκα και Πάνθεον. Μετά ανακάλυψα τη Δημοτική βιβλιοθήκη παράλληλα με την αίσθηση ότι η γνώση είναι δύναμη: «εκείνος», ανεψιός του Μανόλη Αναγνωστάκη με είχε προσέξει ακριβώς γιατί διάβαζα και νομίζω ότι τότε ήταν που μεταμορφώθηκα από παιδί-αναγνώστρια σε συνειδητή αναγνώστρια. Από εκεί διάβασα τα κλασικά παιδικά βιβλία και άρχισα τις βουτιές και στα πιο σοβαρά… Η κάθοδος από τις 40 Εκκλησιές στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, η περιήγηση στις σειρές των βιβλίων, το άνοιγμα, το χάιδεμα των βιβλίων, η μυρωδιά τους, τα σχόλια των προηγούμενων αναγνωστών και ο υπάλληλος της βιβλιοθήκης που με είχε προσέξει, όλα αυτά διατηρούν ακόμη μία μαγεία μέσα μου, είναι από τις πιο ξεχωριστές μου αναμνήσεις.
¨Εγραφα τις καλύτερες εκθέσεις από όλους τους συμμαθητές μου πάντα, από την Α΄ Δημοτικού μέχρι και την Στ΄ Γυμνασίου. Οι εκθέσεις μου διαβάζονταν και λειτουργούσαν ως υπόδειγμα για τα άλλα παιδιά, ακόμη και για μη συμμαθητές μου. Απορώ γιατί δεν με μισούσαν. Με τους σημερινούς όρους οι εκθέσεις του Δημοτικού ήταν κακοχωνεμένος λυρισμός και του Γυμνασίου (θυμηθείτε τελείωσα το σχολείο με καθαρεύουσα) άνευρα, ανούσια και ανόητα κείμενα που −εάν απαλλάσσονταν από την ακαμψία και από την καθαρεύουσα− ίσως να ήταν καλούτσικες δοκιμές δοκιμίων. Είχαν σύνταξη, σωστή ορθογραφία και κάποια εσωτερική συνοχή.
Ποιος μου έμαθε να «γράφω»; Νομίζω έμαθα να γράφω γιατί οι δικοί μου διάβαζαν εφημερίδες, η ευρύτερη οικογένεια μιλούσε συνέχεια για πολιτική χρησιμοποιώντας τον Μπερνσταϊνικό διευρυμένο κώδικα, συνεχώς. Εξαιρουμένης της μάνας μου, που κι αυτή δεν έκανε κατάχρηση, κανένας δεν μας απευθύνθηκε ποτέ στον κώδικα της ανυπόφορης δήθεν παιδικής γλώσσας, εξ ου κι εγώ μιλούσα και έγραφα σχεδόν πάντα (εκτός των λυρικών μου δακρύβρεχτων ημερολογίων) ως άνθρωπος και όχι ως αδύναμο παιδάκι. Για την ακρίβεια ήθελα να γράφω σαν άντρας.
Θυμάμαι πολύ συνειδητά σε ποιες φιλολόγους μου ήθελα να μοιάσω. Σ’ αυτές που μιλούσαν καθαρά και δυνατά, έλεγαν πράγματα με νόημα και μετέφραζαν τα αρχαία κείμενα υποδειγματικά. Δεν χρειάζεται να το κρύψω, είμαι υπέρ του μοντέλου της «φιλολόγου-επιστήμονος» και όχι της «φιλολόγου-μανούλας». Μία τέτοια, της πρώτης κατηγορίας μου άλλαξε την πορεία της ζωής μου στην Δ΄ Πρακτικού το οποίο αυτονόητα ως πολύ καλή μαθήτρια ακολούθησα, έχοντας μία χαλαρή επιθυμία για σπουδές Βιολογίας (που δεν είχα ιδέα τι ήταν) έχοντας όμως μία πολύ μεγάλη ερωτική επιθυμία για τον Μανόλη που την σπούδαζε. Εκεί, στην Δ΄ Γυμνασίου έμαθα ότι η Φιλολογία είναι επιστήμη, μέσω Θουκυδίδη και του προσώπου της Κυριακής Κιαγιαδάκη που ήταν επιστήμων και άνθρωπος, ήγουν όχι φιλική παραπάνω από το κανονικό και πολύ ενθαρρυντική. Ιούνιο της Δ΄ ανακοινώνω στους γονείς και στη φιλόλογό μου ότι μετακινούμαι στο κλασικό. Η πρώτη συνειδητή μου επανάσταση. Το καλοκαίρι κάνω διακοπές στην Κηφισιά και μου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα ο θείος Λάμπης, φιλόλογος πολύ γερός για να δώσω εξετάσεις στα Λατινικά τον Σεπτέμβριο.
Έχει προηγηθεί η εισαγωγή της αδελφής μου στην Αρχιτεκτονική και η εισβολή στη ζωή μου ανθρώπων κουλτουριάρηδων εντός και εκτός εισαγωγικών που εισβάλλουν στο σπίτι και στη ζωή μου κάνοντας και τα δύο ανάστα ο Κύριος! Διαβάζουν ακατανόητα βιβλία, μιλούν για τέχνη με ορολογία που δεν ξέρω. Παρακολουθώ ό,τι μπορώ, πάω στην πρώτη μου έκθεση ζωγραφικής (συγκεκριμένα χαρακτική της Βάσως Κατράκη), παρακολουθώ όσο μου επιτρέπει το σχολείο και ο καπνός τις προβολές του ΦΟΘΚ στο Άνετον και στο Αμαλία εν μέσω βαριάς διανόησης και αφόρητης κάπνας. Αρχίζω και παίρνω ευχαρίστηση από το διάβασμα διαφορετικού τύπου απ’ ό,τι πριν. Αρχίζω και διαβάζω πολιτικά βιβλία και αρχίζω, επίσης, να καταλαβαίνω πρόσωπα και πράγματα της μικρής μας πόλης. Αρχίζω και φτιάχνω στο μυαλό μου κατηγορίες, αγοράζω βιβλία από τον Κοτζιά και την Σακέτα ΜΟΝΗ μου. Μιλάω με τους βιβλιοπώλες, εντυπωσιάζω επιφανείς της μικρής μας πόλης με αυτά που ξέρω: κράμα επίδειξης και ανάγκης να με δεχτούν στους κύκλους τους.
Περνάω στη Φιλοσοφική 100η με 16 σε όλα τα μαθήματα, με άγνωστη ύλη Αρχαίων και Λατινικών, ύλη Ιστορίας που δεν τελείωνε ποτέ και θέμα έκθεσης για το βιβλίο. Κλείνω την έκθεσή μου με χωρίο του Ρήγα από τις εκδόσεις Κάλβος. Σωτήριον έτος 1975.
Μπαίνοντας στη Φιλοσοφική αισθάνομαι ότι είμαι ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Συναντώ φοιτητές που ξεχωρίζουν, που ξέρουν πώς να δουλεύουν στη βιβλιοθήκη, μιλούν καλύτερα από μένα και κινούνται στα φιλοσοφικά ρεύματα με άνεση. Είναι οι απόφοιτοι συγκεκριμένου ιδιωτικού σχολείου της Αθήνας! Υπάρχουν και οι άλλοι, οι συνδικαλιστές αλλά αυτοί δεν μιλούν ελληνικά που να με αφορούν, μέχρι σήμερα. Ο αχτύπητος συνδυασμός είναι απόφοιτος του παραπάνω σχολείου και συνδικαλιστής.
Δουλεύω σκληρά, «πρώτη στα μαθήματα και πρώτη στον αγώνα». Μέχρι το Γ΄ έτος Σπουδών δεν γράφω δημόσια παρά μόνον στις εξετάσεις! Ενδιαφέρων τρόπος να σπουδάζει κανείς, δεν νομίζετε; Εξαίρεση το μάθημα της Ελένης Τσαντσάνογλου όπου συνέγραψα εργασία για τον Βάρναλη. Πρωτόλεια και αδύναμη. Τα αντίστοιχα Εγγλεζάκια έχουν γράψει καμιά διακοσαριά essays μέχρι αυτήν την ηλικία. Οι πρώτες μου πραγματικές επιστημονικές εργασίες γράφονται στο Γ΄ έτος για τον Καθηγητή μου τον Παναγιώτη Ξωχέλλη. Δίνει θέματα, ψάχνουμε για βιβλιογραφία μόνοι μας και μετά μας διορθώνει την εργασία!!! Πρώτη φορά βλέπω εν δράσει την έννοια του draft και redraft και κατανοώ ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος εργασίας σε επιστημονικό επίπεδο. Αρχίζω να κατανοώ ότι πρέπει να διαβάζεις 100 για να πεις 10 και με δικό σου τρόπο. Χρησιμοποιώ τα αυτούσια παραθέματα αδέξια. Παρά ταύτα, το παρελθόν του φύτουλα με βοηθάει να επιπλεύσω, η αυτοπεποίθησή μου και η φλυαρία μου εντυπωσιάζουν τον καθηγητή μου και με επιλέγει να δουλέψω μετά την αποφοίτησή μου σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα της Volkswagen που διευθύνει. Στο μεταπτυχιακό προχωρώ κάπως τον τρόπο γραφής μου, άρα και σκέψης μου.
Αρχίζω, λοιπόν, να γράφω απαιτητικότερες εργασίες για το μεταπτυχιακό μου και παρατηρώ τον τρόπο που με διορθώνουν οι δάσκαλοί μου. Δεν συμφωνούν σε όλα και έχουν ένα ιδιόμορφο στυλ διόρθωσης ο καθένας: ο Τερζής γράφει στο περιθώριο αναλυτικότατα σημειώματα, ο Ξωχέλλης είναι πιο λιτός, η Δικαίου είναι μεθοδική και με slogan, λ.χ. στη βιασύνη μου συνεχώς αντιπαραθέτει: «η έρευνα είναι μία εξελικτική διαδικασία…». Πού τα έμαθαν αυτά; Προφανώς είναι μία γνώση που αποκτάται με τη μέθοδο learning by doing, από τους δικούς τους καθηγητές;
Στη συγγραφή της μεταπτυχιακής εργασίας και της διατριβής είμαι μόνη με τις αγωνίες και τις ανεπάρκειές μου, καταλαβαίνω ότι οι εργασίες μου «δεν θα αλλάξουν τον κόσμο» και στενοχωριέμαι, ζω τη «θανάσιμη μοναξιά» του νέου και αδέξιου που επιχειρεί να κάνει τα πρώτα του επιστημονικά βήματα.
Γράφω πάντοτε τις εργασίες μου έχοντας στο μυαλό μου όχι μόνο τον παραλήπτη τους αλλά και τον επιστήμονα που προσπαθώ να μιμηθώ. Δε γράφω εύκολα αλλά γράφω κατανοητά και με σωστό τρόπο. Δεν γράφω σαν τους Γάλλους, γράφω σαν τους Εγγλέζους, στρωτά και κατανοητά. Με οδυνηρό τρόπο στην αρχή της ακαδημαϊκής μου πορείας πνίγω το συναίσθημα και το πρόσωπό μου, το φύλο μου πίσω από το «εμείς» και το τρίτο ενικό. Το μόνο που δεν καταφέρνω να πνίξω είναι η ιδεολογία μου, ενοχλητικά και παιδαριωδώς προφανής στα πρώτα μου κείμενα, πιο ραφιναρισμένη στα ωριμότερα. Παρά και κόντρα στην ταξική μου προέλευση είμαι συνειδητά με τους από κάτω, αυτούς που δεν έχουν φωνή, με τις γυναίκες, τους μετανάστες. Και δήθεν για να το πετύχω αυτό περνάω από μία ουδετερότητα.
Πολύ αργότερα κατανοώ στο πετσί μου τη διαφορά μεταξύ επιστήμης και πολιτικής. Στην πολιτική κάνουμε τον αγώνα μας και είναι δίκαιος ενώ στην επιστήμη μελετούμε τα πράγματα προκειμένου να τα κατανοήσουμε. Και πολλές φορές η κατανόηση είναι η μόνη κατάληξη. Πόσα επιστημονικά κείμενα μας απογοητεύουν γιατί ΔΕΝ μας βοηθούν να κατανοήσουμε την πραγματικότητα;
Έχω ρουφήξει διάφορα βιβλία (από σοβαρά, λ.χ. ΄Εκο μέχρι και ανόητα), σημειώσεις, κ.λπ. που εξηγούν πώς γράφεται μία επιστημονική εργασία. Είμαι ανασφαλής και αβέβαιη γι αυτά που γράφω. Άρχισα να αποκτώ εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, κυρίως μέσα από συμμετοχή σε συνέδρια, ημερίδες, διδάσκοντας αλλά κυρίως μέσα από το «σχολείο» που έχουν υπάρξει στη ζωή μου οι επιστημονικές ομάδες στις οποίες έχω συμμετάσχει. Όχι μόνον έμαθα αυτά που ξέρουν οι άλλοι συνάδελφοι, αλλά έμαθα και πράγματα για μένα. Η μαγική συνάντηση με τους ανθρώπους.
Είμαι πιο μαχητική όταν γράφω σε πολιτικά περιοδικά όπως ο Πολίτης και διαφορετική όταν γράφω σε πιο επιστημονικά περιοδικά. Επίσης, μου αρέσει όχι μόνο να δουλεύω αλλά και να γράφω με άλλους: νεότερους συναδέλφους και μεγαλύτερους, από διαφορετικές πειθαρχίες, εκπαιδευτικούς και φίλους. Μου αρέσει να σχεδιάζω παιδαγωγικά υλικά και να κάνω αξιολογήσεις. Όλα αυτά είναι διαφορετικά κειμενικά είδη αν όχι με την αυστηρή γλωσσολογική έννοια του όρου αλλά πάντως είναι διαφορετικά μεταξύ τους. Όταν γράφω στα αγγλικά μιμούμαι συγγραφείς που εκτιμώ.
Είμαι συνειδητά (και το κατανόησα όταν χρειάστηκε να γράψω το δημόσιο βιογραφικό μου ως υποψήφια με τον Μπουτάρη αρχίζοντας με τη φράση: «είμαι εγγονή Ποντίων προσφύγων») με τη μεριά των «αφανών». Και γράφοντας κατανοώ ότι κάνω επιλογές, τα κείμενά μου είναι συνειδητές επιλογές μεταξύ πολλών που είχα πριν τα γράψω. Έτσι, για μένα το έθνος είναι μία πολύ σημαντική διάσταση στις μελέτες μου στο βαθμό που μπορώ να κατανοήσω τα παραγόμενα στη θεωρία. Και κάνοντάς το αυτό αποκτώ επιστημονικούς συμμάχους και επιστημονικούς εχθρούς.
Σε ποιον χαρίζω την ακαδημαϊκή μου γραφή; Νομίζω η απάντηση είναι πολύ καθαρή: την χαρίζω στον πατέρα μου. Από αυτόν αναζητώ σε συμβολικό επίπεδο αναγνώριση και αυτόν έχω στο μυαλό μου όταν γράφω.
Αυτά που έμαθα από όλους τους δασκάλους μου καλούμαι να τα διδάξω στις φοιτήτριες και τους φοιτητές μου, λοιπόν. Χωρίς καθοδήγηση περαιτέρω, χωρίς syllabus και curriculum. Τι κάνω στην πραγματικότητα; Νομίζω ότι έχοντας υιοθετήσει πράγματα από εδώ και από κει κυριολεκτικά στην τύχη τα έχω ενσωματώσει στις διδακτικές μου πρακτικές. Κατανοώντας τη θανάσιμη μοναξιά των υποψήφιων διδακτόρων τους βοηθώ να συγκροτήσουν την ομάδα τους και να ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους.
Έχω γράψει πολλά μικρά και μεγαλύτερα κείμενα, βιβλία μόνη μου και με άλλους, έχω επιμεληθεί τόμους συνεδρίων, έχω γράψει σε επιστημονικά περιοδικά, σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα λογοτεχνικά, έχω γράψει φεμινιστικά και μαχητικά κείμενα, έχω αξιολογήσει συνέδρια και έχω γράψει λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες.
Όλα αυτά (δασκάλα, ερευνήτρια, αξιολογήτρια, επιμορφώτρια…) είναι ρόλοι που υποδύομαι με περισσότερη ή λιγότερη ευχαρίστηση και αυτό είναι κάτι που κατάλαβα σιγά-σιγά. Κόβοντας ομφάλιους λώρους και αποκτώντας τη δική μου φωνή. Καμιά φορά επιτελώντας και πατροκτονίες. Περνώντας από θετικιστικές και κλειστές απόψεις σε περιοχές λιγότερο ασφαλείς τόσο επιστημονικά όσο και ψυχολογικά. Έχω κατανοήσει ότι η γνώση είναι δύναμη και έχω, επίσης, κατανοήσει ότι τη δύναμη αυτή μπορείς να την χρησιμοποιήσεις με θετικό τρόπο για τον εαυτό σου και τους άλλους. Στο Μπερνσταϊνικό αδιανόητο δεν έχω περάσει και αυτό είναι βέβαιο ότι δεν θα γίνει. Έχω μάθει όμως ότι για να γίνει αυτό προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ είναι η πειθαρχία και αυτήν επιχειρώ να κατακτήσω και να μεταδώσω στις φοιτήτριές μου μέσω πολύπλοκων διαδικασιών διορθώσεων, σεμιναρίων, παρουσιάσεων, ομαδικής εργασίας και συνεργασίας τους μαζί μου, συμμετοχής στα μηνιαία colloquia, παρακολούθησης συνεδρίων, μιας εξαιρετικά αυστηρής σωματικής και διανοητικής πειθαρχίας εντέλει.
Μια προσωπική πορεία σημαδεμένη από τη συνάντησή μου με πρόσωπα: τους γονείς και την αδελφή μου, τους δασκάλους μου σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, τους συναδέλφους μου, επιστήμονες που γνώρισα προσωπικά (ή και όχι) και οι οποίοι με επηρέασαν με τη γραφή και τη σκέψη τους.
(*) Η Ελένη Χοντολίδου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,