Μάρκος Κρητικός: “Ο αμφιλεγόμενος ντετέκτιβ της διπλανής πόρτας” (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)

0
581

 

συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο

 

Ο Μάρκος Κρητικός είναι ένας από τους συγγραφείς που ανανέωσαν το είδος του αστυνομικού μυθιστορήματος τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Έχει εκδώσει 6 συνολικά μυθιστορήματα, τα τέσσερα εξ αυτών με ήρωα τον Μάρκο, ένα πρόσωπο της διπλανής πόρτας  που με ανορθόδοξες και αμφιλεγόμενες μεθόδους θα προσπαθήσει να εξιχνιάσει έναν φόνο ή να βγει από μια δύσκολη κατάσταση. Παράλληλα ο Μάρκος Κρητικός κρατάει τη στήλη κριτικής των αστυνομικών μυθιστορημάτων στο περιοδικό Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ, έχοντας δημοσιεύσει ένα Οδηγό του Παγκόσμιο Αστυνομικού Μυθιστορήματος.  Η συζήτήσή μας γίνεται με αφορμή την έκδοση του πρόσφατου μυθιστορήματος του με τίτλο “Ο αναρχικός τραπεζικός” από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Τι υπήρχε στο μυαλό σου πριν αποφασίσεις να γράψεις την πρώτη αστυνομική σου ιστορία;

Η συγγραφή δεν με είχε απασχολήσει, μέχρι που κάποιο βράδυ, σε ηλικία περίπου σαράντα ετών, άρχισα να γράφω το πρώτο μου μυθιστόρημα. Ήταν περισσότερο μια αυθόρμητη εσωτερική ανάγκη πάρα μια υπό επεξεργασία σκέψη, η οποία έτυχε να ωριμάσει εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Εκτός από την αγάπη μου για το αστυνομικό με την ιδιότητα του αναγνώστη, το επέλεξα για την αίσθηση της τάξης που διακρίνει το είδος μέσα στο χάος της λογοτεχνίας, όπως πολύ εύστοχα έχει πει ο Μπόρχες. Ήθελα δηλαδή, μια υπόθεση εργασίας προς διεκπεραίωση, ένα έγκλημα που θα οδηγούσα με λογικά βήματα στην εξιχνίασή του.

 Πως σκέφτηκες τον Μάρκο, τον βασικό ήρωα της ιστορίας σου, αντανακλά κάτι από σένα;

Τον σκέφτηκα ως τον  άνθρωπο «της διπλανής πόρτας» που αντιμετωπίζει καθημερινά προβλήματα στον γάμο του, στη δουλειά του και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους και γενικά ζει μια ζωή χωρίς συγκινήσεις, με σκοπό να τον ρίξω «στα βαθιά», σε μια παράξενη και επικίνδυνη ιστορία  που θα τον οδηγήσει στην παρανομία. Υπάρχουν εμφανή βιωματικά στοιχεία ως προς τις συνθήκες ζωής του ήρωα –τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας– αλλά δεν εντοπίζω  σαφείς ιδιοσυγκρασιακές ομοιότητες με τον συγγραφέα.  Θα έλεγα ότι ο ήρωας  πρωταγωνιστεί  σε μια ιστορία μυθοπλασίας που διαδραματίζεται σε περιβάλλον οικείο για τον συγγραφέα.

Ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι για να αρχίσεις να γράφεις μια ιστορία;

Να επινοήσω την κεντρική ιδέα της ιστορίας και να την περιγράψω αρχικά ως μια σκηνή  ή  έστω ένα στιγμιότυπο. Αν μείνω ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα, ξέρω ότι έχω ουσιαστικά ξεκινήσει τη συγγραφή του νέου βιβλίου μου.

Σχεδιάζεις από πριν το σύνολο της πλοκής ή σε πάει η ιστορία από κάποιο σημείο και μετά;

Αρχικά κάνω ένα προσχέδιο-σκελετό που βασίζεται στην κεντρική ιδέα της ιστορίας. Όμως τίποτα σ’ αυτό δεν είναι οριστικό ή δεσμευτικό. Θα έλεγα ότι είναι ένα προσχέδιο που εξελίσσεται παράλληλα με τη συγγραφή και διατηρεί μια δυναμική σχέση με το κείμενο μέχρι την ολοκλήρωση της ιστορίας.

Ενώ ο Μάρκος και η ιστορία του είναι ένα «ελληνικό μοντέλο» στα κείμενα που γράφεις στον Αναγνώστη φαίνεται να αγαπάς πιο πολύ το αμερικάνικο pulp. Πως τα συνδυάζεις ή δεν συνδυάζονται;

Δεν νομίζω ότι συνδυάζονται στην ίδια ιστορία. Στα δυο προηγούμενα βιβλία μου με πρωταγωνιστή έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ στην Αθήνα ήταν εμφανείς  οι επιρροές μου από το αμερικάνικο pulp. To στοίχημα εκεί ήταν να προσαρμόσω αρμονικά τα κλισέ και την αισθητική του είδους στην ελληνική κουλτούρα και στις ιδιαιτερότητες της ιστορίας μου. Στον Αναρχικό τραπεζικό, ο Μάρκος μπλέκει σε μια αστυνομική ιστορία χωρίς να το θέλει. Είναι όντως «ελληνικό μοντέλο» γιατί συγκεντρώνει βασικά χαρακτηριστικά του Έλληνα μικροαστού. Ήθελα να περιγράψω με χιούμορ τη φυγή ενός συνηθισμένου ανθρώπου από τις ηθικές και κοινωνικές συμβάσεις του πρότερου βίου του. Θα  χαρακτήριζα το νέο μου μυθιστόρημα κατ’ επίφαση αστυνομικό  ή κοινωνικό αστυνομικής πλοκής.

Πώς αντιμετωπίζετε την πίεση του να κρατάς τον αναγνώστη σε αγωνία κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης;

Η διατήρηση της αγωνίας είναι βασικό μέλημα ενός αστυνομικού συγγραφέα και ίσως το βασικότερο στοιχείο της επιτυχίας μιας αστυνομικής ιστορίας. Η αμείωτη δράση, η διαφορετική οπτική των γεγονότων με εναλλαγή των αφηγητών,  η συντήρηση με αμφισημίες μιας διάχυτης ατμόσφαιρας μυστηρίου είναι κάποιες τεχνικές που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς. Όμως  η συνταγή της επιτυχίας δεν υπάρχει. Προσωπικά επιλέγω πρωτοπρόσωπη αφήγηση -συνήθως ενεστωτική σε σκηνές έντασης- που «βάζει» τον αναγνώστη στη θέση του πρωταγωνιστή και  σε συνδυασμό με αφηγηματική οικονομία που δεν θέτει σε δοκιμασία την αναγνωστική υπομονή επιδιώκω να διατηρήσω σε υψηλά επίπεδα το σασπένς της ιστορίας μου.

Ποια είναι η σημαντικότερη συμβουλή που θα έδινες σε κάποιον που ξεκινά να γράφει αστυνομικές ιστορίες;

Πρέπει να διαθέτει επαρκείς γνώσεις των βασικών κανόνων που διέπουν το είδος. Τη γνώση αυτή την αποκτά με την συστηματική και επιλεκτική ανάγνωση η οποία  προϋποθέτει την αγάπη του για την αστυνομική λογοτεχνία αλλά και τη διάθεση του να αποκτήσει σφαιρική αντίληψη για τη δυναμική της, μέσα από εμβληματικά βιβλία που επηρέασαν την εξέλιξη του είδους. Η συνθήκη  αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι και ικανή. Ένας συγγραφέας πρέπει να είναι  «ψαγμένος» αναγνώστης του είδους που θέλει να υπηρετήσει, αλλά αυτό  δεν σημαίνει ότι ένας «ψαγμένος» αναγνώστης μπορεί να ασχοληθεί με τη συγγραφή.

Πώς διαχειρίζεστε το τέλος μιας αστυνομικής ιστορίας, ώστε να είναι ικανοποιητικό για τον αναγνώστη;

Είναι ίσως η πιο κρίσιμη επιλογή. Το τέλος μπορεί να κρίνει οριστικά τις εντυπώσεις του αναγνώστη. Ένα μη αναμενόμενο τέλος μπορεί να απογειώσει ή να  καταστρέψει την ιστορία.  Εγώ δεν επιδιώκω να αποτρέψω τον αναγνώστη ακόμα και απ’ το αυτονόητο προκειμένου να δοκιμάσει στις τελευταίες σελίδες κάποια μεγάλη έκπληξη. Άλλοι συγγραφείς αναλαμβάνουν το ρίσκο. Για μένα το τέλος είναι η αποφόρτιση της ιστορίας αφήνοντας συνήθως μια χαραμάδα από την οποία μπορεί να ξαναεμφανιστούν οι ήρωες  στο μέλλον και μια ευκαιρία  στον αναγνώστη να δώσει τη δική του εκδοχή για την τύχη τους.

Είναι τελικά λογοτεχνία η αστυνομική λογοτεχνία;

H νέα κοινωνική ταυτότητα του αστυνομικού μυθιστορήματος έχει   αλλάζει την άποψη που επικρατούσε παλαιότερα ότι το είδος ανήκει στην παραλογοτεχνία. Η ρεαλιστική ανάδειξη των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων μέσα από μια ολιστική θεώρηση της εγκληματικότητας έχει βοηθήσει στην άνθιση του είδους και έχει προσελκύσει αφενός συγγραφείς, ήδη καταξιωμένους σε άλλα λογοτεχνικά είδη και αφετέρου νέους πιο απαιτητικούς αναγνώστες. Δεν πρέπει, βέβαια, να λησμονούμε ότι η αστυνομική λογοτεχνία είναι εμπορική λογοτεχνία η οποία απευθύνεται σε ένα ευρύ πολυσυλλεκτικό κοινό, συνήθως χωρίς αναπτυγμένο λογοτεχνικό κριτήριο  και με την αντίστροφη σχέση μεταξύ ποιότητας και αναγνωσιμότητας να παραμένει ένας κανόνας με λίγες εξαιρέσεις.

Πιστεύεις ότι στην πραγματική ζωή θα μπορούσες να εξιχνιάσεις ένα φόνο;

Η ενασχόλησή μου με την αστυνομική λογοτεχνία ίσως να έχει διευρύνει τη σκέψη μου σχετικά με τα κίνητρα και τις συνθήκες ενός φόνου και να έχει οξύνει την αντίληψή μου για την εξιχνίασή του. Αυτό όμως που εξάπτει περισσότερο τη φαντασία μου ως συγγραφέα είναι να επινοήσω έναν φόνο  που θα είναι όσο το δυνατόν πιο δύσκολο να εξιχνιαστεί.

Υπάρχει αστυνομική ιστορία χωρίς φόνο;

Στην πλειονότητα των αστυνομικών ιστοριών υπάρχει ένας τουλάχιστον φόνος. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν  το βαρύτερο των εγκλημάτων  με  ζητούμενο να  παρασύρουν  τον αναγνώστη σε μια υπόθεση που δεδομένα θα τον συγκλονίσει. Όμως σε μια αστυνομική ιστορία ο φόνος δεν είναι απαραίτητος. Άλλες σοβαρές παράνομες πράξεις, όπως για παράδειγμα μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης, ληστείας, απαγωγής ή εκβιασμού μπορούν να υπηρετήσουν τις βασικές συμβάσεις του είδους.

 

Έχεις συμβουλευτεί ποτέ αστυνομικό του Εγκληματικού;

Όχι. Η εικόνα του Έλληνα αστυνομικού δεν με έλκει ιδιαίτερα για να γίνει ήρωας ενός βιβλίου μου. Ως εκ τούτου δεν ενδιαφέρομαι να εμβαθύνω στις μεθόδους της αστυνομίας οι οποίες βασίζονται κυρίως στην εμπειρική έρευνα και στην συλλογή και ανάλυση των στοιχείων ενός εγκλήματός με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα αξιοποιώντας παράλληλα όλες τις ευκολίες που της παρέχει η εξουσία που διαθέτει. Προτιμώ τους μοναχικούς αντιήρωες που συλλέγουν πληροφορίες  σε κακόφημα μπαρ δρουν με αμφιλεγόμενες μεθόδους  και βασίζουν την εξιχνίαση της υπόθεσης κυρίως στη συλλογιστική μέθοδο ενώ κάποιες φορές  αποδίδουν οι ίδιοι δικαιοσύνη όταν το σύστημα αδυνατεί ή δεν θέλει να το πράξει.

 

Μάρκος Κρητικός, Ο αναρχικός τραπεζικός, Μεταίχμιο

Προηγούμενο άρθροΓια τη λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα (του Θόδωρου Σούμα)
Επόμενο άρθρο“Το Εγώ είναι μια ουσία σωματική” (της Μαίρης Γκούβα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ