Μάρκο Πελιτσιόλι (ένας σύγχρονος ιταλός ποιητής) [επιμ.-μτφρ. Γιάννης Η.Παππάς]

0
143

 

Μάρκο Πελιτσιόλι Στη συναυλία του χρόνου

(Επιμέλεια-μετάφραση: Γιάννης Η.Παππάς)

Η ποιητική συλλογή του Μάρκο Πελιτσιόλι, η οποία εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2024 από τον εκδοτικό οίκο Mondadori στη διάσημη σειρά Lo Specchio [Ο καθρέφτης],[1] έχει τίτλο Στη συναυλία του χρόνου και ο χρόνος είναι το κοινό νήμα που συνδέει τα κείμενα του βιβλίου. Η συλλογή χωρίζεται σε έξι ενότητες: Το τείχος έπεσε, 1950-1970, 2020, Στη συναυλία του χρόνου, Το όνειρο του γατόψαρου, Στον ελαφρύ αέρα.

Συνεπής στην ποιητική του διαδρομή, ο Πελιτσιόλι περιηγείται μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, συνδυάζοντας μνήμες της ζωής που έζησε και της ζωής που αφηγείται, εισάγοντας τον αναγνώστη στον δικό του κόσμο που αποτελείται από τόπους και ανθρώπους, όπου η ζωή συνυφαίνεται με τον θάνατο και όπου η καθημερινότητα συνομιλεί με την πραγματικότητα και τα όνειρα.

Έτσι, στους στίχους του Πελιτσιόλι παίρνουν μορφή τα τοπία της Λομβαρδίας, με τον ποταμό Λάμπρο, τα τραμ, τους δρόμους και τις αυλές όπου κινούνται χαρακτήρες όπως η Νούντζια, η Αντζιολίνα, η Ανιέζε και ο ανάπηρος: είναι ένας κόσμος μικρών χώρων και μικρών γεγονότων.

Αλλά ο Πελιτσιόλι συμπεριλαμβάνει στη συλλογή του και τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας που αποτελούν το υπόβαθρο των καθημερινών ιστοριών, όπως η πτώση του τείχους του Βερολίνου ή η επίθεση στους δίδυμους πύργους στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, οι διαμαρτυρίες των Ιρανών γυναικών στο Μιλάνο για τη δολοφονία της Μάσχα Ανίμι, η σπαρακτική ανάμνηση της ανακάλυψης του σώματος του μικρού Αλάν Κουρντί στην παραλία της Αλικαρνασσού στην Τουρκία, στις 3 Σεπτεμβρίου 2015. Τον ενδιαφέρει πολύ να δει με ποιον τρόπο μεγάλα ιστορικά γεγονότα μπορούν να εισχωρήσουν στην καθημερινή μας ζωή και να συλλάβουν αυτήν την αυθεντική άποψη, αποφεύγοντας κάθε είδους ρητορικής ή ιδεολογίας.

Χρόνος και απόσταση: δύο οντότητες που αλλάζουν, που απομακρύνονται, αλλά στη συνέχεια τείνουν να συναντηθούν. Έτσι, οι μνήμες του παρελθόντος εναλλάσσονται σε ένα όραμα ενός αμόλυντου κόσμου ανθρώπων, απλών και αγνών συναισθημάτων που λέγονται, σε μερικούς στίχους.

Στη συλλογή ακούγονται οι απόηχοι των κορυφαίων φωνών του νεαρού Μιλανέζου ποιητή, όπως του Μαουρίτσιο Κούκι, του Τσέζαρε Παβέζε με τη μελαγχολική του φλέβα, την τραγική φλέβα του Μίλο ντε Άντζελις. Ο συγγραφέας γνωρίζει, ωστόσο, ότι μόνο η ελαφρότητα της ζωής μπορεί να διώξει την ανεξιχνίαστη μελαγχολία και ότι αυτό είναι πάντα με το μέρος της αγάπης, βρίσκεται στην αγνότητα και τη διαύγεια της καρδιάς. Η αγάπη, όπως και ο θάνατος, απλοποιεί, και ως εκ τούτου, για τον Πελιτσιόλι το αληθινό όνομα της αγάπης είναι η απλότητα.

O ποιητής δεν αγνοεί το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποί ζει. Κάτι που δεν μπορεί να αγνοήσει ούτε η ποίηση αλλά και η λογοτεχνία γενικότερα. Ξεκινώντας το βιβλίο παραθέτει ένα απόσπασμα από το εμβληματικό έργο του Αλμπέρ Καμύ Η πανούκλα, θέλοντας με αυτόν το τρόπο να τονίσει ότι όλοι μας είμαστε, αναπόφευκτα, ένα ιστορικό προϊόν της εποχής μας. «Η πανούκλα» μας υπενθυμίζει αυτό, την κοινή κατάσταση και μοίρα της οποίας, είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε μέρος.

Οι μορφές στις οποίες αναφέρεται μέσα στα ποιήματά του είναι μορφές  που συναντά κανείς στη συνηθισμένη ζωή, στο δρόμο, στο τραμ, στα μπαρ. Ή μορφές που επανεμφανίζονται από τη μνήμη.

Σημαντικό επίσης στοιχείο της ποίησης του Πελιτσιόλι αποτελούν οι τόποι. Το Μπέργκαμο, όπου μεγάλωσε, η Μόντσα, όπου ζει, και το Μιλάνο, όπου εργάζεται, αποτελούν πολλές φορές την έμπνευση των στίχων του. Πρόκειται για τόπους  στους οποίους η ποίηση του προσπαθεί να δώσει φωνή. Για παράδειγμα, τις αλλαγές τους. Ή τις αντιφάσεις τους. Η ποίησή του Πελιτσιόλι γεννιέται στον δρόμο. Παρατηρεί τα πάντα γύρω του και είναι τα πράγματα που συμβαίνουν τα οποία τον αναγκάζουν, εκεί που δεν το περιμένει, να σταματήσει, να τα παρατηρήσει και να τα μετουσιώσει σε ποίηση.

Η Συναυλία του χρόνου είναι τελικά ένα ταξίδι, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, το όνειρο και την πραγματικότητα, που αμφισβητεί τη συνθήκη του σύγχρονου ανθρώπου, μέσα από χαρακτήρες, ιστορικά γεγονότα και αφηγηματικούς στοχασμούς που συνδυάζουν κοινά γεγονότα με μια ευρύτερη συλλογική διάσταση. Σαν μια συναυλία, μάλιστα, που ξεδιπλώνεται στο χρόνο μέσα από την πολυφωνία των φωνών της.

Η ποίηση του Πελιτσιόλι προέρχεται από μια φυσική και συγκεκριμένη τριβή με την πραγματικότητα. Δεν είναι ποτέ προγραμματική ή δεμένη με μια ιδέα a priori. Μερικές φορές προέρχεται από τη συνάντηση με ανθρώπινες φιγούρες των οποίων τη μοίρα γνωρίζει ή φαντάζεται, άλλες από φυτά ή ζώα, οι οποίες του τραβούν την προσοχή αποκαλύπτοντας κάτι για την κοινή μας κατάσταση, άλλες από ονειρικές, σουρεαλιστικές ή παράξενες στιγμές, των οποίων η αδιαφάνεια μας αφορά.

Και όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του βιβλίου: «Το έργο εκτυλίσσεται σε ένα είδος αρθρωμένης ποιητικής συνοχής, πυκνής από εσωτερικές διασταυρώσεις, στον άψογο υφολογικό έλεγχο μιας μουσικής που περνά από το ρετσιτατίβο στο ελαφρύ τραγούδι, σε στιγμές σαφούς ρεαλισμού, όχι χωρίς ονειρικά ανοίγματα, με χαρακτηριστικά ενός αποτελεσματικού και σήμερα ασυνήθιστου, αλλά καινοτόμου, ελαφρού εξπρεσιονιστικού χρωματισμού».

 

Ποιήματα από τη συλλογή “Στη συναυλία του χρόνου”

 

 

«Δεν είναι αυτό» είπε ο Ραμπάρ. «Εγώ πάντα ένιωθα πως ήμουν ξένος στην πόλη, πως δεν είχα καμιά σχέση μαζί σας. Τώρα όμως είδα όσα ήταν να δω, και ξέρω πως η πόλη είναι πόλη μου, είτε το θέλω είτε όχι. Αυτή η ιστορία μάς αφορά όλους».

 

Α.ΚΑΜΥ, Η πανούκλα, μετάφραση Αγγελική Τατάνη, εκδόσεις γράμματα 1990

 

 

 

Ένα ταξίδι, ένα όνειρο, ή ίσως ένα όραμα.

Έψαχνα τa συντρίμμια ενός γκρεμισμένου τοίχου.

Πυξίδες και κλεψύδρες ήταν σπασμένες.

Το ίδιο και τα υπόγεια, οι σοφίτες, οι αστικές οάσεις, τα φύλλα.

Έμεινα εγώ, απών σωσίας, για να αφηγηθώ  τα γεγονότα…

 

 

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΕΠΕΣΕ

 

9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1989

 

Είναι ένα βράδυ του Νοεμβρίου,

όπως τόσα άλλα, η μητέρα μου

καθαρίζει την κουζίνα, η Αντζιολίνα

επιδιορθώνει άλλο ένα μπάλωμα,

ο πατέρας μου πιάνει κουρασμένος

το τηλεχειριστήριο και φωνάζει:

«Σωπάστε!»

 

Μοιάζει χαρούμενος. Στην φαγούρα στη γάμπα του

οδηγούν τα μεγάλα του μάτια,

το ορθάνοιχτο στόμα του, ο κλειστός νεροχύτης

και η βελόνα, χωρίς δαχτυλήθρα ή κλωστή:

«Το τοίχος έπεσε!»

 

Ανάμεσα σ’ αυτά τα θραύσματα, τώρα, που οι ειδήσεις

έφεραν στο σπίτι, κινούμαστε

αβέβαιοι, εμείς, χωρίς όρια πια, είμαστε

μια μοναδική ύλη.

 

 

 

26 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ 2010

 

Τη σκέφτομαι, την Αντζιολίνα,

τα χέρια της στραβά μέσα στα δικά μου

η δύσπνοιά της, η βύθισή της

στην άβυσσο και προσπαθεί μάταια

να γαντζωθεί στη βάρκα,

αλλά η βάρκα

είναι ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

χωρίς σωλήνες ή βελόνες.

με μωβ στις φλέβες.

 

Την ώρα του θανάτου

είμαι εγώ το τελευταίο βλέμμα

αυτή τα στραβά χέρια

που τώρα πάνε ποιος ξέρει πού

αναρωτιέμαι, με αξιοπρέπεια

πιστεύω, και αν κλαίω

είναι μόνο για να σε αγαπώ, άνοιξε διάπλατα

την πόρτα του οπωρώνα

τη σάρκα του μήλου

που ακόμα έτριβες.

 

(Μακριά αλλά κοντά

στη Μαριούπολη, γεννήθηκε ο Serhij

στη ζοφερή σκιά του Κρεμλίνου)

 

 

Έφτασα στο Λάμπρο κατά μήκος της υπόγειας διάβασης, εξωτικά ζώα και πλάσματα νέον γέμιζαν το δρόμο. Το νερό εξατμίστηκε, τα γατόψαρα κολυμπούσαν στον πυθμένα. Μερικές σταγόνες έπεσαν από τον ουρανό. Έκρυψα μία στη μικρή μου βαλίτσα, μαζί με ένα στυλό, έναν λωτό και ένα κλειδί του Sol.

Στη συνέχεια αναζήτησα καταφύγιο, η γη άρχισε να με καταπίνει…

(είχα φύγει

ή μόλις επέστρεφα;)

 

Βούτηξα το δάχτυλό μου στην παλιά κιτρινισμένη σελίδα: piazza Bolognini. «Είναι η Ανιέζε» επέμενε, “δεν είναι δυνατόν” απάντησε η άλλη, και ενώ εκείνη μαγείρευε την πολέντα στην κατσαρόλα, και οι κουβέντες, οι φωνές μπλέκονταν στο ασυνήθιστο κοντσέρτο, εγώ σκόνταψα, σαν σε άτλαντα, στο χωματόδρομο…

Ξαναβρέθηκα μαζί τους, η Ανιέζε, οι δύο κόρες -η Μπέπι, η Αντζιολίνα- ορφανές, χαμένες, κυνηγώντας κάποιον να τους πλύνει τα ρούχα.

Τα θραύσματα ήταν δόντια που έκοβαν τα δάχτυλα.

 

V

 

Ψαλίδια, φυλαχτά, φλιτζάνια καφέ, οβάλ θήκες για πορτρέτα. Και ένα μπαούλο. Έσκυψα τρέμοντας καθώς το αποκάλυπτα και άναψα ένα σπίρτο για να ανάψω λίγο φως….

«Βλέπεις το πρόσωπό του μέσα

αυτόν τον καπνό;»

 

«Δεν βλέπω τίποτα», απάντησε

η Αντζιολίνα

 

«Σίγουρα, τη βλέπεις!

Είναι η Ανιέζε! Όταν γυρίσεις σπίτι

μέσα στο μαξιλάρι σου τα καρφιά θα βρεις

καρφίτσες, φυλαχτά, μια μέρα

ακόμα και μια καρδιά!»

Αλλά όταν τη βρήκε, η Αντζιολίνα δεν ήξερε ποιανού ήταν η καρδιά, και σίγουρα δεν πίστευε ότι ήταν μάγισσα, αυτή που είχε υποφέρει και από πελάγρα, για να δώσει, λίγο από το γεύμα της, στα επτά από τα οκτώ παιδιά της.

Το ένα πέθανε ενώ ήταν ακόμα στις φασκιές

(τα μανταλάκια έδειχναν

τον ερχομό του: τα τζιτζίκια τερέτιζαν

σαν βομβαρδιστικά πλοία)

 

 

 

ΤΟ ΤΡΑΜ ΤΗΣ  PORTA GARICCIOLI

I

Αργότερα, από την Piazza Bolognini μέσω των οδών Ντεκό και Κανέτα, ανέβηκα στο τραμ 30 στην Porta Gariccioli, αν και δεν ήταν σαφές αν ο αριθμός στο πίσω μέρος, 30 ή 32, ήταν ο αριθμός της γραμμής, που είχε σβηστεί από τη φωτογραφία, σαν μια άμορφη ανάμνηση που σιγά-σιγά η μνήμη φέρνει στην επιφάνεια…

«Ο ομπρελάς ήταν ο Περούτα;

Όχι, εκείνος ήταν ο ποδηλάτης!»

Και λένε ότι εκεί, στον αριθμό 30 του τραμ, η Πιέρα τον συνάντησε και υπερήφανη είπε στον Νίνο: «Γεννήθηκε ένα κοριτσάκι, έλα να τη δεις!». Και τότε ήταν μια υπόσχεση, η οποία στην οδό Ντεκό και Κανέτα βρήκε το πρώτο της σπίτι.

(το φανάρι ήταν τυλιγμένο

από χιλιάδες πλάσματα)

 

II

 

Χαμένος ανάμεσα σε δρόμους που δεν υπάρχουν πια, χωματόδρομους  με στεκούμενα νερά, βρήκα την πύλη. Σκουριασμένη, χωρίς πλέον λόγο ύπαρξης: το εργοστάσιο είχε κλείσει, μετά τη φωτιά είχαν μείνει μόνο τα ξερόχορτα.

 

Πριν, ο Νίνο την περνούσε κάθε πρωί με το ποδήλατό του, μέχρι που με το ένα χέρι τής απομάκρυνε την πλεξούδα που είχε πέσει στο στόμα της. Τότε ήταν στη σιωπή των ματιών και σε μερικές χειρονομίες που έβρισκαν να πουν απλές κουβέντες ή να κάνουν μια βόλτα: η Αντζιολίνα με τα πόδια, ο Νίνο έσπρωχνε το παλιό ποδήλατο.

 

 

ΟΔΟΣ PESA DEL LINO[2]

I

Τώρα πια το παλιό τραπεζομάντιλο ήταν λαδωμένο, και το τραμ 30 έμοιαζε να μας πηγαίνει πίσω στην Piazza Bolognini σε αναζήτηση άλλων σκιών, ανώνυμων που ήταν σκορπισμένες εκεί στο χώμα

 

ταπεινά πεπρωμένα χαραγμένα

που χάθηκαν από το χρόνο, ατελείς συνθέσεις

αυτού που είμαστε.

 

(το σήμα εκκίνησης δόθηκε:

η συσκευασία blister[3]  πάρκαρε)

 

 

 

 

II

 

Εδώ ζύγιζαν το λινάρι

τώρα δεν το ζυγίζουν πια

αλλά τα γυρτά κεραμίδια

στην ομίχλη του χειμώνα

οι ραγισμένοι τοίχοι

ανάμεσα στις ξύλινες βεράντες

και πιο πέρα, στον ακατέργαστο τοίχο,

η σχισμή, οι πέτρες,

η ρίζα που ανεβαίνει,

 

αντιστρέφουν τις τοπογραφίες

 

τα βρύα, στη σκιά,

μεγαλώνουν περισσότερο από τα λουλούδια.

 

 

 

 

IX

 

Μήνες αργότερα, ξαφνικά

τον βρήκαν να κάνει σκι

ντυμένος στο κατακαλόκαιρο

σαν μια πραγματική στρουθοκάμηλος.

 

Το χειμώνα, ωστόσο, φορούσε

σκούρα γυαλιά, αδύνατος

από την πολλή γυμναστική

 

(ξύπνιος στις πέντε το πρωί

έκαιγε θερμίδες

με το νέο του μετρητή βημάτων).

 

 

 

Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ[4]

 

Καβάλα στο κόκκινο τρίκυκλό του

έκανε πετάλι ενάντια στην καταιγίδα

τυλιγμένος στο αντιανεμικό του

τα πόδια του γύριζαν

σπρώχνοντας τα πεντάλ.

 

Όποιοι κοίταζαν έξω δεν καταλάβαιναν

τη μοναχική του βόλτα

αλλά η βροχή έπεφτε καταρρακτωδώς,

εξατμιζόταν, στο πρόσωπο

αυτού που δεν φεύγει μπροστά στον πόνο του

αλλά με αγάπη σχεδιάζει έναν ύμνο

στη ζωή κατά μήκος της ανάβασης.

 

 

 

@CLIO

Αυτός είναι ο λογαριασμός της Μαρτίνας, μιας 22χρονης κοπέλας, μελαχρινής, γαλανομάτας, αδύνατης και περιποιημένης.

 

 

 

I

 

Βαριεστημένη, δεν ήξερα

πώς να περάσω το χρόνο μου,

Βυθιζόμουνα με κομμένη την ανάσα

σε συνεχείς εικόνες, κι εγώ

ήθελα να μπω μέσα τους

 

αλλά όχι πια ως follower

ή fan, η ιδέα ήταν το make-up, ο καθρέφτης

με τα φώτα, ένα τέλειο σώμα

που δεν κάνει πια κακά.

 

 

 

 

II

 

Ένα smartphone τέσσερα φώτα

προϊόντα make-up κάποιες λίγες

οδηγίες και όλα γίνονται

θέαμα σταρ:

 

τρώω πρωινό μετά οδοντικό νήμα

τι να μαγειρέψω να πάω βόλτα

τον σκύλο, για να επιστρέψω εκεί

με τα φώτα του make-up

για να κάνω το show μου

νέα αποκλειστικότητα:

 

«γίνε σαν εμένα

θα έχεις ένα σωρό fan».

V

 

Μερικές φορές, ονειρευόμουν στο καμαρίνι

την εξέγερση των αντικειμένων

το μολύβι και η ξύστρα

το πινέλο και ο μεγάλος καθρέφτης

για να μην μιλήσω

για τα φώτα, που κάποτε ήταν λάμπες:

 

ήθελαν να παραιτηθούν

από την καριέρα μου, να επιστρέψουν αντικείμενα

ακόμα ημιτελή

 

(ή, όπως θα έλεγε εκείνη, sgnagnade

sfrisade, uce, ma bötele mia vià…).[5]

Σε έναν απροσδιόριστο χρόνο, συνέβη μια μέρα να γλιστρήσει από το μπαλκόνι ένα διπλωμένο σεντόνι γεμάτο χαρτονομίσματα, οι τελευταίες οικονομίες μετά τις αιώνιες παραστάσεις, και εκείνη, η Αντζιολίνα, περνώντας τυχαία από εκεί, το μάζεψε από τα χαλίκια, προσέχοντας μόνο να μην λερωθεί, και με ένα φύσημα σκούπισε τη σκόνη πάνω στο σεντόνι.

 

Ανέβηκε τις σκάλες του κτιρίου και είπε στη Μαρτίνα: «Αν έχει καταστραφεί, μπορούμε να το πλύνουμε μαζί στη Σεριόλα».

Και έτσι φαίνεται ότι έγινε…

Λίγοι την καταλάβαιναν, ούτε καν οι αδελφές. «Αυτά τα χρήματα ήταν δικά σου!» της φώναζαν.

Φαίνεται μόνο λίγοι παρέμειναν σιωπηλοί: ο Αλμπέρτο, η Νούντσια, ο Τόρε, ο ανάπηρος πάνω στο τρίκυκλο. Περίμεναν, στη σκιά, το πέρασμά του.

 

Η Μαρτίνα και η Αντζιολίνα επέστρεψαν τότε μαζί, σαν δύο κορίτσια που τα χώριζε μόνο η ηλικία. Εκείνη δίδαξε στην άλλη τη λευκότητα των ρυτίδων, τη ζωή χωρίς τον Νίνο, την έξωση, την αναμονή για τα λευκά μαλλιά. Η Μαρτίνα ότι το παιχνίδι ήταν αθώο….

Το τείχος γκρεμίστηκε.

 

«Μας τα πήραν όλα», απάντησαν οι σκιές

συγχυσμένες τώρα μέσα στο νερό.

«όχι την αξιοπρέπεια».

 

 

 

11 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2001

 

Ένα απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού έκανα

αρχειοθέτηση με τον πατέρα μου

 

το ραδιόφωνο διόρθωνε τη σιωπή στο δωμάτιο:

ένα Μπόινγκ πάνω σε έναν πύργο, ο άνεμος

τρομαγμένος στο παράθυρο.

 

Συνεχίσαμε με το αρχείο

μέχρι το βράδυ, όταν μου είπε

ότι ήταν ώρα να πάμε σπίτι.

 

Δεν μίλησε, μέχρι το επόμενο πρωί.

 

 

 

 

3 ΣΕΠΤΕΜΒΡΊΟΥ 2015[6]

 

Θυμάμαι ότι γύρισα αμέσως τη σελίδα:

το ακίνητο σώμα έσταζε νερό

πάνω στην άμμο, τα παπούτσια

το κόκκινο πουκάμισο.

 

Κατέρρευσα στην καρέκλα μου

ανυπεράσπιστος, στον open space που χαμογελούσε

για τις καινούργιες

κάψουλες του καφέ.

 

 

 

20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2022[7]

 

Έκοψε μια τούφα από τα μαλλιά της το κορίτσι

που δεν φοράει πέπλο,

και την έβαλε στο χέρι μου:

 

δεν ήξερα να πω τίποτε

 

χαμένος στο πλήθος

την κρατούσα στη χούφτα μου

κοφτερή στην τσέπη μου.

 

 

 

 

 

ΙΙ

η πόλη ήταν υπό πολιορκία, τα σύννεφα άρχισαν να την καταπίνουν

γέμισαν το δρόμο, εισέβαλαν

τα τζάμια των κτηρίων ήταν χαμηλά, ο ουρανός ήταν σαν καθαρό ασήμι.

οι προοπτικές είχαν αντιστραφεί.

ακόμα και οι δύο γερανοί το συνειδητοποίησαν: ο κισσός άρχισε να σκαρφαλώνει

τα περιστέρια παρέμειναν εκεί μέχρι αργά το βράδυ.

την αυγή, η σιλουέτα ενός άντρα εμφανίστηκε

στο λευκό του καλοκαιριού.

 

 

ΣΤΗ ΣΟΦΙΤΑ

 

I

 

Με ρωτούσες με τα γυμνά σου χέρια αν η ζωή είναι αιώνια

κι εγώ σου απαντούσα ότι μερικές φορές διαρκεί πολύ.

μερικές όχι, μερικές δεν έχει καν αρχή

(άκουσες μια φρικτή ιστορία για τη μητέρα και μετά)

κι όμως, να ‘μαστε ακόμη εδώ.

να πατάμε τα πλήκτρα και να αναρωτιόμαστε

αν το να λες είναι κάτι περισσότερο από το να είσαι

ή το να είσαι μόνο

είναι να βγαίνεις στις έξι

να πάρεις τα παιδιά, να ανάβεις

τα μάτια της κουζίνας∙ το σεντόνι

σκεπάζει το πρόσωπο του φεγγαριού.

 

 

 

II

 

 

όταν η νύχτα είναι διάφανη

και τα βήματα στο διάδρομο μόλις και μετά βίας

(«ρίξε λίγο ακόμα» – μουρμουρίζεις – «λίγο γάλα»)

ξεκινά μια συναυλία

από φωλιές στο μπαλκόνι,

φανερές και κρυφές,

σαν λέξεις που γλιστρούν

από τη σκιά στο φως

του ανοιχτού παραθύρου.

 

 

Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΣ

 

τα πεσμένα φύλλα στο χορτάρι

λάμπουν κίτρινα ή ροζ-πορτοκαλί

πριν ο ήλιος εξαφανιστεί

στο κενό∙ κρύβονται, το ξέρεις

η ζωή που αγνοείς

καθώς περπατάς βιαστικά προς το τρένο σου.

πλάσματα που, αργά

αναμειγνύονται με το ρυθμό της εποχής.

ακολουθούν την αναπνοή της, το ρυθμό της, τις μέρες της

χωρίς να ξεχνάνε τον αέρα που τραντάζει

τα κλειστά παραθυρόφυλλα

 

οι ζωντανοί δεν πεθαίνουν ποτέ, οι νεκροί όχι πια.

 

 

Η ΛΕΥΚΉ ΜΑΝΟΛΙΑ

 

και ξανανθίζει

η λευκή μανόλια

μακριά από το κακό που χτυπάει στον αέρα

και κουμπώνει τις ζακέτες, αφήνοντάς μας πιο μόνους.

 

Ανθίζει πιο ψηλά στην άκρη του δρόμου

που δεσπόζει πάνω από τα κάγκελα, με τα χαρτιά κολλημένα

πάνω από το διαχωριστικό,

εισβάλλει στο δρόμο, μπαίνει στη μέση

 

και δεν μας αφήνει να φύγουμε.

 

 

Η ΓΑΡΔΕΝΙΑ

 

Ι

 

Η γαρδένια έμοιαζε νεκρή, κατεστραμμένη, μαραμένη μετά τη μεγάλη, τεράστια ανθοφορία.

έμοιαζε νεκρή, κανείς δεν καταλάβαινε τις αιτίες, η όμορφη γαρδένια, λευκή σαν τον ντελικάτο ήλιο στο παράθυρο, στο απλό ψάθινο βάζο όπου κανείς δεν θα στοιχημάτιζε σε μια τέτοια ανθοφορία.

όμως τα φορεία οι σειρήνες οι τοίχοι τα φώτα νέον που αναβοσβήνουν παντού οι σταγόνες στη φλέβα τα ατημέλητα ρούχα η φωνή τα μάτια το πρόσωπο που δεν ανταποκρίνεται πια.

φαινόταν νεκρή, τα παιδιά στο σπίτι αναρωτιόντουσαν γιατί. ένα πρωί, αντίθετα, τα δάχτυλα που κρατούσαν το μίσχο, η απαλή ανατολή στο παράθυρο, ξανάνθισε  στον ουρανό, συγκινημένη η γαρδένια.

 

 

II

 

το πράσινο του θαλάμου δεν είναι το πράσινο των φύλλων. Ο μόλυβδος χτύπησε τα περιστέρια. πνίγει το μπλε, ξεραμένο το γιασεμί, το λευκό σε εγκαταλείπει στην αίθουσα αναμονής.

ανεξιχνίαστη η γκριμάτσα που σε κοιτάζει διασκορπισμένη στο δωμάτιο: είναι η ώρα.

 

 

 

IV

το κιόσκι στον λευκό κήπο είναι άδειο,

οι μέλισσες ετοιμάζουν τις φωλιές τους στη γη.

περιμένω στο πράσινο παγκάκι

για να σε δω να εμφανίζεσαι πίσω από το τζάμι

στο βάθος ενός πρόωρου καλοκαιριού.

 

 

 

V

δεν είναι φώσφορος ή βάλσαμο,

το λευκό πέταλο στο παράθυρο

ούτε επιφοίτηση, ούτε έλεος,

μόνο αυτό που μένει

μετά την απογύμνωση των πάντων.

 

 

 

VII

Με τον ερχομό του μπλε,

αραίωσαν οι επισκέψεις στον πράσινο θάλαμο.

εγώ παραμένω, αγάπη μου,

σαν ρίζες που δεν ξέρουν

να ζήσουν αλλού.

 

 

(το γατόψαρο ονειρεύτηκε ότι το όνειρο

ήταν το μαγκάλι των νέων μελωδιών)

 

 

 

 

ΣΤΟΝ ΕΛΑΦΡΥ ΑΕΡΑ

 

 

Και πηγαίνουμε έτσι,

εσύ μπροστά, εγώ πίσω,

στον ελαφρύ αέρα

που φυσάει πάνω από τον Λάμπρο[8]

και, ίσως, ποιος ξέρει, αύριο κιόλας

θα είμαι εκεί μπροστά, και από πίσω τότε εσύ

να μου κρατάς το χέρι

 

αλλά τώρα που χτυπάει

αυτή η μικρή λιακάδα

και ο χειμωνιάτικος αέρας

μοιάζει με άνοιξη, ας τρέξουμε

με το τρία

μαζί στο λιβάδι.

 

 

II

Ζουν στο νερό, μερικές φορές

σε μια σταγόνα, αόρατα πλάσματα

που κολυμπούν στον ουρανό

 

ή στη βάση ενός μίσχου που έχει μείνει

στον βράχο, όπου ένα σαλιγκάρι

κρατιέται πάνω στην αγαύη.

 

 

 

III

 

Στον άνεμο ανταλλάσσουν μηνύματα, μεταφέρουν τροφή για τα παιδιά τους ή κλαδιά, χόρτα, φύλλα για να χτίσουν τη φωλιά τους. Μαζί τους εκατομμύρια έντομα, άλλες  φωλιές από άργιλο, θηράματα, αράχνες, μερικές φορές κάμπιες για τη νύμφη: το αυγό τώρα εκκολάπτεται.

 

 

IV

 

Ακόμα και ανάμεσα στα ξύλα που βρίσκονται στην όχθη του ποταμού ή στα πόδια των κορμών, ζούνε σμήνη σκαθαριών, μελισσών, προνυμφών μυγών, ανώνυμα πλάσματα που σκοπεύουν να καλλιεργήσουν, κατά μήκος λεπτών, αόρατων σηράγγων, αποικίες μυκήτων, βακτηρίων ή περιττωμάτων για να τραφούν.

 

 

 

VI

Περιμένει για μήνες, μερικές φορές για πολλά χρόνια, να έρθει η βροχή. Τότε είναι που ο χειροκέφαλος, μισό χταπόδι, μισό έντομο, γεννά τα αυγά του στο στεκούμενο νερό, στη σήψη, για να συνεχίσει να ζει στη λάσπη, τόσο γυμνό στα μάτια μας, που όμως σφύζει από ζωή, κάτω από τον ήλιο που επιστρέφει, τον άνεμο, τη βροχή που εξαφανίζεται.

 

 

 

ΤΟ ΚΟΙΝΌ ΚΑΚΟ

 

Αυτοί οι κάδοι στον Λάμπρο

το βράδυ, στη σκιά των νέων

βιτρινών που στήνονται, μου λένε ακόμα

το κακό αυτών

που έμειναν να τους αδειάζουν

στην όχθη του καλοκαιριού.

 

Και σκέφτομαι ότι, ίσως,

θα μπορούσα να είμαι εγώ

ένας από αυτούς

ή κι εσύ, που γυρνάς

αδιάφορος βαριεστημένος

εδώ στο διπλανό τραπέζι

 

αλλά σε αυτή την απόσταση,

αγαπητέ μου φίλε,

δεν είμαστε μακριά:

 

το κακό είναι ένα κακό

κοινό, το καλό

ένα αυγουστιάτικο φεγγάρι

ή ό,τι έχει απομείνει από αυτό.

 

V

 

Η ηλικιωμένη γυναίκα που κάθεται στον πάγκο διαλέγει τις φακές από το πρωί, ξεχωρίζει τις λευκές με τα κουρασμένα χέρια από τις μαύρες όπως τα βράδια. Ύστερα σκεπάζει το ταψί με τα κίτρινα φύλλα, που κατεβαίνουν αργά αργά στο φύσημα του αέρα.

 

 

 

Η ΑΝΑΣΑ ΠΟΥ ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ

 

I

 

Ναυαγοί στο σκοτεινό τραγούδι

της νύχτας, οι βολβοί σου φαίνονται

τώρα καθαροί, όπως τα αβέβαια πράγματα

στην αυλή

το κιγκλίδωμα, ο φεγγίτης, το μικρό παντζούρι

που κάποιος ανοίγει, σηκώνει,

το φως, η φωλιά

μέσα στα μάτια σου,

τώρα, μπλε

τραγουδάει…

 

 

II

 

Πώς αναπνέει ο κόσμος

σε αυτή την αρχαία ώρα, μια αυγή

ή ίσως ακόμα νύχτα…

 

Ο χτύπος της καρδιάς

στο στήθος μου σπέρνει ρίζες

όπως το αμπέλι στη σκοτεινή γη

οι κορμοί, τα λουλούδια

μέσα στους λόφους,

το ορυχείο στον ουρανό:

 

το γουργουρητό, τα χέρια

η αναπνοή που ενεργοποιεί το σύμπαν

 

(μετά κατεβαίνω το δρόμο

μαζί σου: ένα σιντριβάνι

στη μέση του δρόμου

κάνει να ξεθωριάζουν οι κουρασμένες

μπλούζες στην ομίχλη…)

 

 

 

 

ΕΡΓΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Μάρκο Πελιτσιόλι γεννήθηκε στο Σεριάτε κοντά στο Μπέργκαμο, το 1982. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία και κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο Sapienza της Ρώμης. Δημοσίευσε: L’inganno della superficie (Stampa2009, 2019, στην τελική πεντάδα για το Βραβείο Città di Acqui Terme), L’orfano (LietoColle-Pordenonelegge 2016, Βραβείο Colline di Torino), C’è Nunzia in cortile (LietoColle 2014, Βραβείο Albero Andronico). Το 2015 εξέδωσε το μυθιστόρημα A due passi dal treno (εκδ. Eclissi), το οποίο ξεχώρισε με το βραβείο Calvino. Γράφει διηγήματα για παιδιά (Gallucci, Einaudi) και είναι παρών στο Giovane poesia italiana [Νεανική ιταλική ποίηση] (Pordenonelegge 2020), μεταφρασμένο στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά, για τα οποία γράφει κριτικές και άρθρα αφιερωμένα στις κυριότερες ποιητικές μορφές του ιταλικού 20ού αιώνα. Στο Μιλάνο, έχει επιμεληθεί διάφορες πολιτιστικές πρωτοβουλίες, όπως τα ετήσια μαθήματα με θέμα «Ιταλική και ξένη ποίηση από τον 20ό αιώνα έως σήμερα» για το Teatro Fontana και την επιθεώρηση Nuove questioni di poesia για το Σπίτι του πολιτισμού. Από το φθινόπωρο του 2024 είναι διευθυντής της Casa della Poesia [Σπίτι της ποίησης] στο Μιλάνο.

 

[1] «Ο καθρέφτης» είναι η πιο σημαντική σειρά ποιητικών βιβλίων της Ιταλίας. Τα έργα της περιλαμβάνουν τις πιο πρόσφατες συλλογές, τις φωνές ποιητών που είναι ήδη διάσημοι στην Ιταλία και παγκοσμίως, ανθολογίες και παγκόσμια ποίηση ερμηνευμένη από σημερινούς συγγραφείς.

[2] Δρόμος στη Μόντσα.

[3] blister: Είναι ένας δημοφιλής τρόπος συσκευασίας όπου ένα, δύο ή περισσότερα ομοειδή προϊόντα τοποθετούνται σε θερμοδιαμορφώμενο διάφανο πλαστικό PET ή PVC και με την τοποθέτηση της βερνικωμένης καρτολίνας στην ακριβή θέση γίνεται η θερμοκόλληση. Συσκευασία σε κυψέλες (όπως οι καρτέλες για τα χάπια).

[4] «Πρόκειται για έναν άνδρα που συναντούσα κατά μήκος ενός επαρχιακού δρόμου πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο τρίκυκλο, με το οποίο έκανε ένα καθημερινό ταξίδι. Μια μέρα τον συνάντησα ενώ μια βίαιη καταιγίδα ήταν σε εξέλιξη. Τον πλησίασα με το αυτοκίνητο για να τον ρωτήσω αν χρειαζόταν βοήθεια και μου απάντησε: “Αν θέλεις να με βοηθήσεις, άσε με να προχωρήσω μπροστά μόνος μου”.

Μια αξέχαστη απάντηση. Έτσι αποφάσισα να κάνω αυτό το επεισόδιο, αυτό το μάθημα ζωής, ένα ποιητικό κείμενο. Αυτό συμβαίνει συχνά με τους χαρακτήρες που εισέρχονται στην ποίησή μου, στους οποίους αποκαθιστώ την αξιοπρέπεια και τη χάρη μέσα από τα εργαλεία του ποιητικού λόγου». Απόσπασμα από συνέντευξη του Μάρκο Πελιτσιόλι στον Κωνσταντίνο Μούσσα,  https://www.fractalart.gr/marco-pelliccioli/

[5] «μισοφαγωμένα, γρατζουνισμένα, λαδωμένα / σπασμένα, παλιά, κατεστραμμένα / αλλά μην τα πετάξετε».

[6] 3 Σεπτεμβρίου 2015: το ποίημα αναφέρεται στην είδηση ότι ο Αλάν Κουρντί βρέθηκε στην παραλία της Αλικαρνασσού στην Τουρκία. Η εικόνα του νεκρού παιδιού έκανε το γύρο του κόσμου. Συγκίνησε, αφύπνισε και εν τέλει έγινε σύμβολο ολόκληρης της προσφυγικής κρίσης, ωθώντας πολίτες και πολιτικούς σε πράξεις.

[7] Το ποίημα αναφέρεται σε διαμαρτυρίες Ιρανών γυναικών στο Μιλάνο (στην Piazza Cordusio) για τη δολοφονία της Μάχσα Αμίνι. Η Αμίνι ήταν μια Ιρανή γυναίκα της οποίας η σύλληψη στην Τεχεράνη για αντίθεση με την υποχρεωτική χιτζάμπ και ο επακόλουθος θάνατος, υπό την κράτηση της αστυνομίας, πυροδότησε κύμα διαμαρτυριών σε όλο το Ιράν, αλλά και στην Ευρώπη.

[8] Παραπόταμος του Πάδου (130 χλμ.). Πηγάζει από το Μόντε Φορτσέλα, στη Βαλασίνα, κοντά στο Κόμο και εκβάλλει στη λίμνη Πουζιάνο.

Προηγούμενο άρθροΔιαφωτισμός ξανά; Ένας κριτικός αναστοχασμός επί του παρόντος (του Στέφανου Δημητρίου)
Επόμενο άρθροΜάνα, έχεις πέντε ευρώ; (διήγημα του Παναγιώτη Κολέλη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ