(διήγημα).
Τότε στην κατοχή ο Κωστής είχε διασυνδέσεις με την Αντίσταση. Όχι σπουδαία πράγματα. Στην αρχή, όπως λένε οι ειδικοί “αδιαβάθμητες πληροφορίες”, γιατί ο Κωστής είχε, βέβαια, το ελεύθερο να μπαινοβγαίνει στην Κομάντο ντι Πιάτσα, στον Πειραιά, αλλά ιταλικά δεν ήξερε. Εκεί δούλευε, καθάριζε και πετούσε τα σκουπίδια. Δεν άργησε να πιάσει φιλίες με δυο Ιταλούς που το πήγαιναν καλά το τραγούδι. Τους άκουσε ένα βράδυ να παίζουν μαντολίνο και φυσαρμόνικα. Αυτό ήταν. “Αμόρε μίο” του ξέφυγε, τον άκουσε και του έγνεψε ο δεκανέας και μετά τραλαλά, γιατί δε θυμόταν τα λόγια. Από τότε φιλέψανε. Νεαρούδια οι Ιταλοί και το μυαλό τους στην Πάολα ο ένας, στη Μαρία ο άλλος και να το δάκρυ κάθε που η νοσταλγία άνοιγε τα βλέφαρά της και άφηνε να ξεφύγει εκείνο το αχ του στερημένου έρωτα.
Τους ξεσυνερίζονταν ο Κωστής και όλα πηγαίνανε πρίμα. Την Κατοχή δεν την ένιωσε όπως οι άλλοι. Ούτε πείνα ούτε τίποτα. Μάλιστα, ήταν στιγμές που ντρεπόταν, όταν έβλεπε γύρω του να σέρνεται η πείνα και να βουτά μες στα σκουπίδια, πετώντας την αξιοπρέπεια στην άκρη. Τότες ασυναίσθητα έφερνε το χέρι στην τσέπη, έπαιρνε τη σοκολάτα και, προσέχοντας μην τον δει κανένα μάτι, την πέταγε στην άκρη του δρόμου. Κι έκανε μιαν ευχή ο Κωστής, να τη έβρισκε θεέ μου ένα παιδί… Έπειτα έφτανε στο σπίτι του. Στεκόταν τάχα αδιάφορος λίγο πιο πέρα από την καγκελόπορτα και με το βλέμμα του μετρούσε όλο το δρόμο, μην ήταν τίποτε ύποπτο. Γιατί δεν ήξερε τι θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Οι καιροί ήταν δύσκολοι κι αυτός είχε τις μικροενοχές του να τον βασανίζουν όλο και πιο πολύ, καθώς πλήθαιναν οι πεινασμένοι και γύρναγαν σαν αερικά στους δρόμους της Νίκαιας. Μετά, κοιτώντας προσεκτικά πίσω και πάλι μπρος έσπρωχνε την καγκελόπορτα και χωνόταν στην αυλή του σπιτιού του. Ασυναίσθητα έκανε το σταυρό του, άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε μέσα μ’ ένα συναίσθημα ανακούφισης.
Και την ημέρα εκείνη έκανε τις ίδιες ακριβώς κινήσεις. Κοίταξε, ξανακοίταξε, έσπρωξε την καγκελόπορτα… Μα μόλις μπήκε μέσα στο σπίτι, πάγωσε. Μπροστά του στέκονταν δυο άγνωστοι. Τον κοιτούσαν αμίλητοι. Τρόμαξε.
Κάτι πήγε να πει, τον έκοψαν. Του εξήγησαν. Από αύριο θα τους έδινε πληροφορίες. Θα έκλεβε έγγραφα από το γραφείο του διοικητή, θα τα έκρυβε σε ένα φάκελο, που θα τον σημάδευε και θα τον πετούσε μαζί με τα σκουπίδια έξω στο βαρέλι. Εκεί, όπως κάθε μέρα, θα χωνόταν κάποιος και θα τ’ ανασκάλευε μήπως τάχα βρει κάτι να φάει. Κι φρουροί, όπως πάντα, θα του πετούν αποφάγια και κομμάτια από ξερές κουραμάνες. Και θα γελούν…
Από τότε άλλαξε. Όμως πάσχιζε να μην το δείχνει. Κατά βάθος του άρεσε αυτό που έκανε. Ένιωθε να του φεύγει εκείνο το βάρος στο στήθος και γενικά ήταν σίγουρος πως κάτι σπουδαίο του συνέβαινε. Αυτός. Ο Κωστής από τη Νίκαια. Που πριν την Κατοχή είχε ένα κάρο κι ένα γέρικο άλογο. Από τον πατέρα του. Και κουβαλούσε ό, τι τύχαινε. Τσουβάλια κοπριές, ασβέστη, και άλλα υλικά κι όταν ερχόταν το φθινόπωρο κατέβαινε στου Ρέντη κι έβγαζε γερό μεροκάματο. Εκεί. Στην αγορά. Με την Κατοχή, όμως, του ψόφησε ο Γιαλής και σαν πλάκωσε ο χιονιάς, το κάρο το έκανε κομμάτια, να τα ρίξει στη σόμπα και να ζεσταθεί. Ο γέρος έκλεγε από τον καημό του και πέθανε ανήμερα Χριστούγεννα. Τον Γιαλή τον μεγάλωσε σαν να ήταν παιδί του. Ο Κωστής τα είχε χαμένα. Έβλεπε νεκρό το γέρο του και δεν είχε πώς να τον πάει στο νεκροταφείο. Ευτυχώς πέρασε το κάρο που μάζευε όσους ξύλιαζαν δίπλα στα σκουπίδια. Την ώρα που τον φόρτωνε, έριξε μια ματιά. Όλο παιδάκια και γερόντοι. Έτρεξε ξωπίσω, πρόλαβε τον παπά και τον παρακάλεσε να πει δυο λόγια για το γέρο του…
Πώς τον λυπήθηκε ο Ιταλός, ο καπιτάνο που τον έβλεπε κάθε μέρα να στέκεται για ώρες αμίλητος και να κοιτά με χαμένο βλέμμα τον άδειο δρόμο, ποτέ δεν το κατάλαβε. Ήταν ψηλός, με βλέμμα αυστηρό και δύσκολα μιλούσε με τους ντόπιους. Η αλήθεια όμως είναι πως κανένα δεν πείραξε κι ούτε έδωσε ποτέ αφορμή ν’ ακουστεί γι αυτόν λόγος κακός από τους ντόπιους. Περίεργος ήτανε. Απόρησαν όλοι όταν μια μέρα εξαφανίστηκε. Είπαν πως τον έφαγαν οι Γερμανοί, γιατί είχε παρτίδες με τους δικούς μας. Άλλοι είπαν πως ανέβηκε στο βουνό με τους ελασίτες. Ποιος ξέρει.
Αυτός τον έφερε στην Κομάντο, να καθαρίζει μόνο και να πετά τα σκουπίδια. Ο διοικητής δεν έφερε αντίρρηση. Τον καπιτάνο τον εμπιστεύονταν. Στη αρχή ο Κωστής σκέφτηκε να σηκωθεί και να φύγει. Οι φίλοι του τον κοίταγαν περίεργα. Κανείς δεν του μιλούσε όπως παλιά. Από όλους, μόνο δυο τρεις κι αυτοί περιορίζονταν στα τυπικά. Οι άλλοι του γύριζαν την πλάτη. Δεν άντεχε. Ώσπου φίλεψε με τον Μάρκο και τον Τζούλιο. Από τότε η ζωή του άλλαξε. Ένιωθε σιγουριά που πάντα κάτι είχε να φάει. Του ’διναν κι άλλα. Σοκολάτες και μπισκότα. Μέχρι που άρχισε να ντρέπεται και να τα πετά στο δρόμο, να τα βρει κανένας φτωχός. Ο Κωστής. Ο αραμπατζής. Έτσι τον έλεγαν κάποιοι πρόσφυγες τουρκομερίτες. Τώρα πεισμώνει και αντέχει. Μπαινοβγαίνει στην Κομάντο ντι Πιάτσα και κλέβει έγγραφα, ό, τι να’ ναι, έτσι τον ορμήνεψαν, τα βάζει σ’ ένα φάκελο και τον ρίχνει μαζί με τα σκουπίδια στο βαρέλι. Ύστερα έρχεται εκείνος ο ξερακιανός κι ανασκαλεύει… Ο Κωστής που ξέρει την ώρα, κάθε μέρα τον περιμένει. Κοιτά από ψηλά και κάθε φορά που τον βλέπει να απομακρύνεται, κάνει το σταυρό του και, ευχαριστημένος καθώς είναι, αφήνει μέσα από τα δόντια του μια φράση που μόνο αυτός την ακούει. Τους άλλους ασ’ τους να με κοιτάνε περίεργα…
Με τον καιρό είδε που οι φρατέλλοι ήταν ξηγημένα παιδιά. Μια μέρα από δω του το ’φεραν μια από κει το πήγαν… ρώτησε και τους άλλους κι είπαν ναι. Για χρήματα ούτε λέξη. Το φυλάνε φαίνεται, σκέφτηκε ο Κωστής. Έτσι άρχισε το πάρε δώσε με τις κουραμάνες. Επίσημα. Τις κουβαλούσαν οι ίδιοι με καμιόνι μέχρι το Λαύριο κι από ’κεί έπαιρναν το δρόμο τους. Με καΐκι. Αυτό έγινε πέντε έξη φορές και για χρήματα ούτε λέξη. Το φυλάνε οι κωλοϊταλοί, πέταξε ο Μηνάς. Κουβέντα αυτοί, κουβέντα κι εμείς. Ο Κωστής ένιωθε άβολα. Τι το ’θελα, σκεφτόταν. Εγώ για καλό το έκανα. Μα η υπόθεση πήγε να χαλάσει, όταν ο Σύνδεσμος, έτσι τον λέγανε, την έκτη φορά μόλις τέλειωσε το φόρτωμα, πες από καλοσύνη, πες από πονηριά γύρισε στο Μηνά. Θα σας ευγνωμονούμε, πες τους. Δεν έχουμε χρήματα τώρα να σας δώσουμε. Μόνο αυτά. Κι έκανε να τους δώσει μια χρυσή λίρα. Αρπάχτηκε ο Μάρκος ο Ιταλός. Άρχισε να του κατεβάζει και δεν είχε σταματημό. Αγγίχτηκε ο Σύνδεσμος κι έκανε να τραβήξει, μα του όρμησε ο Τζούλιος, του πήρε τον καρπό και θα τον έσπαγε, αν δεν έμπαινε στη μέση ο Κωστής. Για την ελευθεριά το κάνουν είπε ο Μηνάς. Αυτό λένε. Σαστίσανε. Κοιτάχτηκαν με δυσπιστία, γρήγορα όμως κατέβασαν το κεφάλι από ντροπή, καθώς ο Μάρκος, για να τους πείσει, με πάθος ψιθύριζε στη γλώσσα μας τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Το καΐκι σάλπαρε στις δώδεκα το μεσημέρι κι οι φρατέλλοι με τους γκρέτσι τα πίνανε μέχρι αργά το απόγευμα. Όταν απόκαμαν, ο Τζούλιος έβγαλε τη φυσαρμόνικα κι άρχισε τα μινοράκια για την Πάολα. Μέχρι που ο Σύνδεσμος άρχισε τ’ αναφιλητά. Τον κοίταξαν απορημένοι. Ντράπηκε. Σηκώθηκε απότομα και τους έγνεψε πως ήταν ώρα να φύγουν. Στην επιστροφή ο Κωστής καθόταν μπροστά, ανάμεσα στο Μάρκο και τον Τζούλιο. Κανείς δε μίλαγε…
Πέρασε η μπόρα. Ο Κωστής τα κατάφερε. Να ’ναι καλά εκείνος ο αξιωματικός που τον περιμάζεψε. Τότε που του πέθανε ο Γιαλής, το γέρικο άλογο, κι ύστερα ο πατέρας του. Στη γειτονιά λες και είχε πέσει θανατικό. Όλοι οι συνομήλικοί του χάθηκαν. Του ’πανε κι εκεινού να βγει στο αντάρτικο. Τους είπε όχι. Τον σεβάστηκαν. Είχε μαθευτεί πως βοηθούσε την Αντίσταση. Μετά ήρθαν κι άλλοι. Του είπαν έλα μαζί μας. Δεν ήθελε. Το ’χε για μεγάλο κακό. Τους το ’πε. Αδέλφια, όχι. Μη σφαχτούμε συναμεταξύ μας. Οι άλλοι σφαχτήκανε…
Στα 1960, κατακαλόκαιρο τού χτύπησαν την πόρτα. Του ’ρθε να πετάξει από τη χαρά του. Κόντευε σαράντα πέντε χρονών. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις κι έμειναν έτσι αμίλητοι για κάμποση ώρα. Ήταν ο Μάρκος κι ο Τζούλιος. Παραδίπλα, τρεις γυναίκες τους κοίταγαν με στοργική συγκατάβαση. Η Πάολα, η Μαρία κι αδερφή του Μάρκου, η Αντριάνα…
Όλο το βράδυ δεν έκλεισαν μάτι. Ο Κωστής είχε μάθει από τότε κάτι λιγοστά ιταλικά. Κάτι ψέλλισε, μα δε χρειάστηκε να πει άλλη λέξη. Όλοι μιλούσαν τη γλώσσα της αγάπης στο όνομα της ανθρωπιάς, που δεν ξέρει να ξεχωρίζει. Το συμπλησίασμα των ψυχών υπάκουε μόνο στους χτύπους της καρδιάς. Μα, να, που εκείνο το βράδυ άρχισε να σκιρτά μέσα του κάτι πρωτόγνωρο και να τον κυριεύει. Κάθε που τον κοίταγε η Αντριάνα με ’κείνο το βλέμμα το σπαθί, του ’κανε την ψυχή να φτερουγίζει. Στα 1960. Στη Νίκαια. Ένα βράδυ αναπάντεχα του ’ρθε του Κωστή ένα σπιθοβόλημα και του ανασκάλεψε σώμα και ψυχή.
Δεν έφευγαν αν δεν τον παίρνανε μαζί τους. Στην Ιταλία. Μιλάνο. Μόνο ακουστά το είχε ο Κωστής. Τι να πει. Δεν είχε άνθρωπο δικό του, ούτε συγγενή ούτε φίλο. Μα πού να πήγαινε ο φτωχός. Αυτός που δεν είχε κάνει ούτε ένα όνειρο. Τα όνειρα δεν είναι για μας τους φτωχούς, έλεγε ο γέρος του. Αυτή είναι η ζωή σου. Και του ’δειχνε το κάρο με το γέρικο άλογο κι ύστερα άνοιγε τα χέρια του σαν μια τεράστια αγκαλιά για να χωρέσει μέσα όλη τη Νίκαια.
Στις δέκα μέρες παντρεύτηκαν στον Άγιο Αντώνιο στη Νίκαια. Φόρεσε το γαμπριάτικο του γέρου του. Του ήρθε κουτί. Η Αντριάνα στόλισε τα μαλλιά της με λουλούδια. Έκανε να φωνάξει δυο φίλους του ο Κωστής, μα δε βρήκε κανένα. Την ώρα που ο παπάς έψαλλε το Ησαΐα χόρευε φάνηκε ο Σύνδεσμος. Ολομόναχος. Στάθηκε αμίλητος σε μιαν άκρη. Τον πήρε είδηση ο Κωστής. Απόρησε πού το είχε μάθει. Εκείνος ήρθε κοντά, κάτι είπε κι έκανε να φύγει. Τον πλησίασε ο Τζούλιος, τον αγκάλιασε. Ντράπηκε. Κατέβασε το κεφάλι. Ο Σύνδεσμος. Τον πήγαν μαζί τους στο σπίτι. Στο πιοτό απάνω κι όταν απόκαμαν από το τραγούδι οι φρατέλλοι, εκείνος έπιασε έναν Ηπειρώτικο καημό. Η φωνή του με τα τσακίσματά της γέμιζε το δωμάτιο νοσταλγία και πόνο. Ναι. πόναγε πολύ. Οι γυναίκες δεν καταλάβαιναν, μόνο ένιωθαν. Τους εξήγησε ο Μάρκος. Τον λυπήθηκαν.
Κατά το χάραμα έφυγε ο Σύνδεσμος κι είπαν να κλείσουν τα μάτια τους, να ξεκουραστούν. Ο Μάρκος και οι άλλοι άρχισαν να πειράζουν τον Κωστή. Η Αντριάνα έκανε πως θύμωνε, μα δεν το ’κρυβε πόσο χαιρόταν. Μπήκαν στο δωμάτιο του γέρου. Το νυφιάτικο· της Αντριάνας από το Μιλάνο και του Κωστή από τη Νίκαια… Ξάπλωσαν μα δεν πρόλαβαν ν΄ αγκαλιαστούν. Το χτύπημα στην πόρτα τους λαχτάρισε. Ντύθηκε ο Κωστής στα γρήγορα και βγήκε. Μπροστά του στέκονταν ο Μάρκος με τον Τζούλιο κι ένας άλλος που έφερνε γνωστός, μα…
Δεν το πίστευε αυτό που έβλεπε. Ήταν εκείνος, ο αξιωματικός, ο καπιτάνος που τότε τον λυπήθηκε, σαν του πέθανε ο Γιαλής κι ύστερα ο γέρος του… Κοίταγε αμίλητος. Εγώ είμαι, του είπε συγκινημένος, ο καπετάν Ρώμος. Ο Κωστής δεν ήξερε, ποτέ δεν είχε μάθει κι αν κάτι τύχαινε τότε ν’ ακούσει, δεν του πήγαινε το μυαλό. Δεν κάτεχε από τέτοια. Η μόνη στιγμή που κάτι ξύπνησε μέσα του, ήταν τότε που ο Μάρκος οργίστηκε όταν ο Σύνδεσμος έκανε να του δώσει μια χρυσή λίρα κι ο Μηνάς κατάπληκτος τους εξηγούσε ότι το έκαναν για την ελευθεριά… Αυτό του κάρφωσε κάτι στο μυαλό κι από τότε κάτι άλλαζε μέσα του.
Ώστε ο καπετάν Ρώμος… Δηλαδή όλα ήταν φτιαχτά… κι οι φρατέλλοι με τη φυσαρμόνικα κι αυτοί ήταν μιλημένοι. Μόνο ο Κωστής δεν ήξερε κι όλο φοβόταν μην τυχόν…. Δεν έπρεπε να ξέρεις, του είπε ο καπετάν Ρώμος. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Θυμήθηκε το γέρο του. Τι θες να μάθεις, του ’λεγε. Ό, τι και να μάθεις, εδώ θα ζεις. Κι εδώ θα σβήσεις, συντροφιά με το κάρο και τον Γιαλή. Εδώ στη Νίκαια.
Τα σκεφτόταν όλα αυτά την ώρα που τον κοίταγαν οι τρεις τους με συμπάθεια, μα εκείνος είχε μπει σ’ έναν άλλο κόσμο και μέτραγε τη ζωή του ξανά, με άλλα μέτρα. Αν το ’ξερε από τότε, θα άλλαζε ύφος. Τουλάχιστον αυτό. Θα ένιωθε πως δεν του είναι βάρος ασήκωτο η Νίκαια. Θα στεκόταν όρθιος, θα περπατούσε χωρίς φόβο. Δε θα στεκόταν έξω από το σπίτι με το φόβο πως κάποιος θα τον παραμόνευε κι ούτε θα έπνιγε το φόβο του μόλις θα έσπρωχνε την καγκελόπορτα… Ναι. Θα πρόσεχε όπως όλα τα παλικάρια της Αντίστασης, μα θα είχε μέσα του εκείνη την περηφάνια, που κάπως την ένιωσε όταν άκουσε τον Μάρκο να φωνάζει. Τότε…
Τώρα είναι και οι τρεις στημένοι μπροστά του και τον κοιτούν, ζητώντας του να καταλάβει. Αυτός όμως είχε κιόλας χαθεί στους δρόμους ενός μεγάλου ονείρου. Κανείς τους δε θα καταλάβαινε. Ούτε οι τρεις γυναίκες που στέκονταν κι αυτές παράμερα και περίμεναν κάτι να γίνει, κάτι ν ’αλλάξει και να συνεχίσει η ζωή από εκεί, από το αναπάντεχο που συνέβη με την Αντριάνα και τον Κωστή. Όμως ο Κωστής τώρα κρατούσε τα γκέμια ενός άλλου Γιαλή και κάλπαζε άφοβος και άτρωτος κι όσο άκουγε τον καλπασμό τόσο αντρειευόταν.
Κι ούτε που άκουσε το δεύτερο χτύπημα στην πόρτα. Μόνο σαν είδε τον Σύνδεσμο μπροστά του ν’αγκαλιάζεται με τους άλλους, κατάλαβε πως επέστρεφε. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Ένιωθε μια δύναμη να ριγά μέσα του. Το αίμα του πολέμαγε να τρυπήσει τις αρτηρίες και να ξεχυθεί έξω. Να περιλούσει το στενό δωμάτιο, να τα βάψει όλα στο κόκκινο μιας αλλιώτικης άνοιξης. Η κίνησή του ν’ ανοίξει απότομα το παράθυρο με δύναμη, τους τρόμαξε. Πιο πολύ όμως τους τρόμαξε η κραυγή που αμολήθηκε από το στήθος του: Νίκαιααα… σε νίκησα Νίκαιααα… σε νίκησααα…
Ραφήνα, 4 Ιουνίου 2012