Mario Vitti 2: Ένας α-τυπικός φιλόλογος του Δημήτρη Αρβανιτάκη

0
217

 

του Δημήτρη Αρβανιτάκη (*)

 

Ο χαρακτηρισμός δεν είναι δικός μου, ανήκει στον ίδιο τον Mario Vitti, ο οποίος, σε μια στιγμή απολογισμού, μιλώντας για την κατάσταση των νεοελληνικών σπουδών στην Ιταλία, κατά τις δεκαετίες 1940-1950, έλεγε: «Δεν είχα κάποιο στήριγμα ακαδημαϊκό, ένα σημείο αναφοράς, ούτε κάποιον καθηγητή για να με δασκαλέψει, να με καθοδηγήσει, ούτε φυσικά και για να με υποστηρίξει – απεναντίας, η προσωπική μου ιδιότητα, μη τυπική, προκαλούσε ενδοιασμούς. Είχα μεγαλώσει σε μια κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη, αδιανόητη για τους τότε Ιταλούς, προερχόμουν από ανώμαλες σπουδές, είχα έναν διαφορετικό ορίζοντα και καταπιανόμουν με μια ποικιλία θεμάτων που ξένιζαν» (Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti, Μουσείο Μπενάκη 2018).

Η κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη του εξασφάλισε όχι μόνο μια πρώιμη «ανεξίθρησκη» προσέγγιση πολιτισμών, γλωσσών και εθνικών ταυτοτήτων αλλά και μια προσωπική, βιωματική, πρώτη προσέγγιση της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ταυτόχρονη και ισότιμη ίσως με μια εξίσου προσωπική και βιωματική προσέγγιση της γαλλικής και της ιταλικής λογοτεχνίας: δίχως τις αποκλειστικότητες και τις a priori παραδοχές που επιβάλλουν εξ απαλών ονύχων στον αναγνώστη οι κανόνες και ο Κανόνας (οι σιωπές, οι αξιολογήσεις, οι ταξινομήσεις, οι ιεραρχήσεις…) των συνόρων μιας εθνικής λογοτεχνίας.

Ο Vitti προσέγγισε τις λογοτεχνίες (τα πολλαπλά κάτοπτρα της λογοτεχνικής πράξης) με την ελευθερία που γεννάει η ατομική βούληση, και όταν αργότερα στράφηκε συστηματικά στη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτό δεν ήρθε ως συνέχεια μιας επιστημονικής πειθαρχίας που θα μεταφραζόταν αυτονόητα σε ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά μέσα από προσωπικές επιλογές, προϊόν της βιογραφίας του, και χάρη στην υπέρβαση των νομικών σπουδών, που έκανε στη μεταπολεμική Ιταλία. Ακόμα περισσότερο, ως προς το τελευταίο αυτό, το μη τυπικό curriculum του Vitti, η μη καταγωγή του από αρχαιογνωστικές ή βυζαντινές σπουδές δηλαδή, υπήρξε επίσης μια πολύ σημαντική παράμετρος της σκέψης του, πολλαπλά απελευθερωτική, εκείνη την εποχή, κατά τα πρώτα στάδια συγκρότησης της επιστήμης της νεοελληνικής φιλολογίας. Τα δικά του «πανεπιστήμια» υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό προϊόν προσωπικών πολλαπλών επιλογών.

«Υπήρξα φίλος τεσσάρων βραβείων Νόμπελ» έλεγε χαριτολογώντας, εννοώντας βέβαια τη στενή και μακρά σχέση που τον συνέδεσε με τον Salvatore Quasimodo, τον Eugenio Montale, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιώργο Σεφέρη. Εμείς, πίσω από τη φράση αυτή, μπορούμε να δούμε, μπορούμε να αναζητήσουμε, μια ακόμα παράμετρο της σκέψης του: την προσέγγιση των προβλημάτων της λογοτεχνίας μέσα από την πολλαπλότητα των αναγνωστικών εμπειριών, μέσα από την πολλαπλότητα της λογοτεχνικής γλώσσας, μέσα από την ανοιχτότητα μιας –ας την πούμε έτσι– υπερ-εθνικής ή εξω-εθνικής ανάγνωσης της λογοτεχνίας, μέσα από το συγκριτικό βλέμμα που προϋποθέτει την αποδέσμευση από τις κλειστές αναγνώσεις – και τους κινδύνους τους.

Η α-τυπικότητα, οι «ανώμαλες σπουδές», ο πλούτος και η ποικιλία των θεμάτων, η ανοιχτότητα – αυτά συνιστούν βασικές ορίζουσες της επιστημονικής δραστηριότητας ή, μάλλον, της επιστημονικής μεθόδου του Vitti, καθώς συγκροτούν, εντέλει, ένα ορισμένο πλαίσιο εργασίας, που τον οδήγησε, μέσα από την έκκεντρη τοποθέτησή του, στον τρόπο διατύπωσης επιστημονικών ερωτημάτων και υποθέσεων.

Σε αυτές τις παραμέτρους πρέπει να προστεθεί οπωσδήποτε ακόμα μία, καταλυτική, για την οποία είχε έμμεσα μιλήσει ο ίδιος, όταν έκανε λόγο για τις «αντιξοότητες» που συνάντησε «από την πρώτη στιγμή», και όχι πια μόνο στο ιταλικό περιβάλλον: η ανεξαρτησία που γεννούσε η απόσταση. «Το πάθος μου για ορισμένους λογοτέχνες σαν τον Σεφέρη, τον Ελύτη ή τον Σαχτούρη, δεν είχε λόγο να περάσει από κάποια λογοκρισία από καθηγητές των οποίων η ευαισθησία σταματούσε στον Παλαμά… Οι αντιλήψεις μου για την ποίηση, που αφορούσαν στα ζωντανά προβλήματα της νέας τότε ποίησης και που τα συζητούσα μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Il Presente, που έβγαζα τον καιρό εκείνο με δύο φίλους μου στη Ρώμη, τροφοδοτούσαν τους προβληματισμούς μου. Οι προσωπικές μου πεποιθήσεις, οπωσδήποτε ασύμβατες με εκείνες των τότε καθηγητών, διαμορφώνονταν μακριά τους και δεν είχαν ανάγκη να αναμετρηθούν με τα ακαδημαϊκά κριτήρια του καιρού εκείνου» (Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti).

Σχηματοποιώντας βέβαια, μπορούμε να πούμε ότι αυτές υπήρξαν οι επιστημονικές (αλλά όχι μόνο επιστημονικές) προκείμενες που καθόρισαν το έργο του. Ήταν αυτές που του εξασφάλισαν, σε μεγάλο βαθμό, μια ανεξαρτησία στην προσέγγιση παλαιότερων ερωτημάτων ή στη διατύπωση νέων, δίνοντας στο έργο του μια ισχυρή σφραγίδα ιδιοπροσωπίας και αυτονομίας. Ήταν αυτές που του επέτρεψαν εξαρχής, ήδη από τη δεκαετία του 1960, να αντιτεθεί σε μονόπλευρες αναγνώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην ιδεολογικά καθορισμένη και «αποκλειστικώς εθνική» ανάγνωση του Ανδρέα Κάλβου από τη νεοελληνική φιλολογία· να διαβάσει αλλιώς την κρητική λογοτεχνία του δέκατου έκτου – δέκατου έβδομου αιώνα, μέσα από τους κώδικες του μπαρόκ, έξω από το παραδομένο σχήμα της «Αναγέννησης» (ο ίδιος έλεγε αργότερα, «αν μπορώ να περηφανευτώ για κάτι είναι γι’ αυτό το προκλητικό κεφάλαιο»: Γραφείο με θέα, ΜΙΕΤ, 2006)· να προτείνει μια άλλη προοπτική χαρτογράφησης και ανάγνωσης της ελληνικής ποίησης του εικοστού αιώνα, πριμοδοτώντας τα νεωτερικά ποιητικά ρεύματα, όπως έκανε πολύ ενωρίς, με την ιταλική ανθολογία (Poesia greca del Novecento) του 1957, και συνέχισε να εμβαθύνει συστηματικά, με αποκορύφωμα την κατά Βαγενά «τετραλογία του ελληνικού μοντερνισμού», στις δεκαετίες του 1980-90· να διαβάσει την ηθογραφία του δέκατου ένατου αιώνα μέσα στα ιστορικά της συμφραζόμενα και να αντιληφθεί την ιστορική της λειτουργία…

Ο φιλόλογος-ιστορικός Vitti συνδύασε από την αρχή και με τρόπο συστηματικό την πρωτογενή αρχειακή και βιβλιακή έρευνα (ας θυμηθούμε τον πλούτο των καλβικών τεκμηρίων που έφερε στο φως, το θεατρικό έργο Ευγένα κ.λπ.), τη διδακτική πράξη, την επιστημονική σύνθεση και τη μετάφραση, ενσαρκώνοντας ένα υπόδειγμα επιστήμονα «νεοελληνιστή». Και όταν θέλησε να συγκροτήσει μέσα από το δικό του ερμηνευτικό σχήμα την (ή μια) ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ήταν αυτές οι ιδιότητες και αυτές οι παράμετροι που του επέτρεψαν «να πει την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας με δικά του λόγια» (όπως τον είχε συμβουλέψει ο Δημαράς, αρκετά «σκωπτικά», είναι η αλήθεια: Γραφείο με θέα). Κυρίως, όμως, να αντιληφθεί την ιστορία της λογοτεχνίας όχι ως ιστορία της λογιοσύνης, όχι ως ιστορία της παιδείας, αλλά ως διαρκή δοκιμή (ως διαδοχικές δοκιμές, ακριβέστερα) ανάγνωσης της λογοτεχνίας μέσα στις ιστορικές της συντεταγμένες, υπό το πρίσμα των θεωριών για τη λογοτεχνία και σε συνάρτηση με τις ιστορικές – πολιτισμικές συνθήκες.

Γιατί, ας μην ξεχνάμε, ο Vitti, μέσα από τις διαρκείς προσεγγίσεις, κυρίως όμως μέσα από τις πολλαπλές γραφές της Ιστορίας του, υπήρξε ο μόνος ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας που αντιλήφθηκε το έργο του ως work in progress, ως διαρκή συνομιλία του ιστορικού με τον μεταλλασσόμενο εαυτό του, με την εξέλιξη της βιβλιογραφίας και με τη μετακίνηση των θεωρητικών – μεθοδολογικών εργαλείων μελέτης, άρα τη μετακίνηση της οπτικής. Υπήρξε, όπως εύστοχα το είπε ο Ευριπίδης Γαραντούδης, ο μόνος «ιστορικός (της λογοτεχνίας) που ιστόρησε τον εαυτό του» μέσα από το έργο του (Μικρό αφιέρωμα στον Mario Vitti).

… Ο χρόνος περνάει και ο χρόνος μιλάει κάθε φορά αλλιώς. Αν σήμερα ο Mario Vitti συνιστά αναμφίβολα μία από τις κύριες γραμμές της νεοελληνικής φιλολογίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, τα πράγματα δεν ήταν έτσι εξαρχής. «Έναν καλό λόγο, σχετικά, που θυμάμαι για την Ιστορία, ίσως γιατί ήταν και ο μοναδικός από ελληνικής πλευράς όταν πρωτοβγήκε το βιβλίο, είναι αυτός που άκουσα από τον Νίκο Παναγιωτάκη. […] “Είναι ρηξικέλευθο”, είπε για το βιβλίο μου» (Γραφείο με θέα· βλ. και το κείμενό του: «Ένα βλαβερό βιβλίο», Νέα Εστία, τχ. 1222, 1978). Ο χρόνος περνάει και ο χρόνος μιλάει κάθε φορά αλλιώς.

 

(*) O Δημήτρης Αρβανιτάκης είναι ιστορικός, υπεύθυνος του Τμήματος Εκδόσεων «Τάσσος και Angele Νομικού» του Μουσείου Μπενάκη.

Προηγούμενο άρθροΠερί ζώων και ερωτικών δαιμονίων (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΗ χαριτωμένη αντισυμβατικότητα μιας χάρτινης ηρωίδας  (της Ελένης Γεωργοστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ