του Χρήστου Μπιντούδη (*)
Σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει τον Φεβρουάριο του 2009 στον Θ. Ανδρεάδη-Συγγελάκη για το περιοδικό Foro ellenico του γραφείου τύπου της ελληνικής πρεσβείας στη Ρώμη, ο Mario Vitti είχε περιγράψει με τα παρακάτω λόγια τον (ιδανικό) νεοελληνιστή (της Ιταλίας):
«[Πρόκειται] για ένα μοντέλο διανοούμενου που, πέρα από την εξοικείωσή του με τα έργα όλων των περιόδων της νεοελληνικής λογοτεχνίας, από το μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας, κάτι που είναι αυτονόητο, χρειάζεται να είναι σε θέση να εμβαθύνει σε ένα κείμενο με ευαισθησία και με φιλολογική ακρίβεια, χρησιμοποιώντας μια ενημερωμένη μέθοδο στην κειμενική ανάλυση. Θα πρόσθετα πως απαιτείται επίσης μια ικανότητα στην αρχειακή έρευνα και στην αναζήτηση σημαντικών χειρογράφων από διάφορους αιώνες στις βιβλιοθήκες της Ιταλίας. Έπειτα, αν σε αυτές τις δραστηριότητες, που ασκούνται μέσα στη σιωπή των βιβλιοθηκών και στην κατάνυξη των σπουδαστηρίων, προσθέσουμε τις δραστηριότητες που στρέφονται προς τα έξω, όπως για παράδειγμα εκδηλώσεις που προορίζονται για το κοινό, μεταφράσεις έργων που κυκλοφορούν από εκδότες με διακίνηση σε επίπεδο εθνικό, είναι εύκολο να αντιληφθούμε πως δεν αρκούν τα απαραίτητα εφόδια για έναν πανεπιστημιακό διαγωνισμό. Από τον νεοελληνιστή ζητάμε πολύ περισσότερα».
Αν κοιτάξουμε σήμερα πίσω, επιχειρώντας να αξιολογήσουμε στο σύνολό του το έργο του Mario Vitti και την προσφορά του στις νεοελληνικές σπουδές, θα διαπιστώσουμε εύκολα πως η παραπάνω περιγραφή ανταποκρίνεται πλήρως στην περίπτωσή του. Πιστεύω πως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βλέμματός του απέναντι στη νεοελληνική λογοτεχνία και τις νεοελληνικές σπουδές είναι πως υπήρξε πάντοτε «πληθυντικό». Δεν περιορίστηκε ποτέ στην κριτική της λογοτεχνίας, αλλά δραστηριοποιήθηκε συστηματικά και σε πολλούς άλλους τομείς: από την ιστοριογραφία και τη μετάφραση, τη φιλολογία, με τη στενή έννοια του όρου, την ανθολόγηση, την αρθρογραφία και τη βιβλιοκριτική σε εφημερίδες, μέχρι την αυτοβιογραφική γραφή και τη φωτογραφία, δραστηριότητα σίγουρα διαφορετική, για την οποία, όμως, ο Vitti έθρεφε σε όλη τη ζωή του ιδιαίτερη αγάπη. Δεν υπήρξαν αυτονόητα όλα αυτά κατά το παρελθόν. Ο Vitti έδειξε με τη δουλειά του πως το επάγγελμα του νεοελληνιστή απαιτεί ιδιαίτερη αφοσίωση και κυρίως πάθος. Νομίζω πως το ανεξίτηλο ίχνος που άφησε στην ιστορία των νεοελληνικών σπουδών οφείλεται κυρίως σε αυτό το «πληθυντικό» βλέμμα που του επέτρεψε να κοιτάξει στο αντικείμενο και στο υλικό του μέσα από διαφορετικές πλευρές.
Πλάι σε αυτό, πρέπει να αναφέρω ένα ακόμη χαρακτηριστικό που πρώτη η Λίζυ Τσιριμώκου επεσήμανε σε άρθρο που είχε δημοσιεύσει με αφορμή την έκδοση του τόμου του Mario Vitti, Γραφείο με θέα (ΜΙΕΤ, 2006). Η ευφυής όσο και ευαίσθητη συγκριτολόγος είχε μιλήσει τότε για «Το κέρδος της απόστασης» που επέτρεψε στον Vitti να διατηρήσει σε όλη την επαγγελματική πορεία του τη φρεσκάδα και την πρωτοτυπία της προσέγγισής του, καλλιεργώντας, ίσως και χάρη σε μια έμφυτη δυσπιστία που τον διέκρινε ως άνθρωπο απέναντι σε όλα και σε όλους, μια αναθεωρητική προσέγγιση στη νεοελληνική λογοτεχνία και στις νεοελληνικές σπουδές: απόσταση απέναντι στις μελέτες που είχε στη διάθεσή του από το παρελθόν, αλλά και απέναντι στις απόψεις των συναδέλφων της εποχής του. Απόσταση από το ελληνικό πλαίσιο.
Ωστόσο, πιστεύω πως σε αυτά τα δύο χαρακτηριστικά πρέπει να προσθέσουμε και το περικείμενο μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε επαγγελματικά ο κωνσταντινουπολίτης ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, για παράδειγμα, το γεγονός πως ο Vitti ξεκίνησε την συστηματική ενασχόλησή του με τις νεοελληνικές σπουδές (θεωρώ ορόσημα τη γνωστή ιταλική Ανθολογία της ελληνικής ποίησης του 20ού αιώνα, εκδόσεις Guanda, Πάρμα 1957, και τις πρώτες μελέτες για τον Κάλβο, Istituto Universitario Orientale, 1960) στα όρια των δεκαετιών του 1950 και του 1960, σε μια εποχή δηλαδή που στην Ιταλία, όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ξεκινά ένας πραγματικός οργασμός νέων, καινοτόμων και αναθεωρητικών ιδεών σε όλους τους τομείς, της κοινωνίας, των τεχνών, των επιστημών. Ούτε νομίζω ότι είναι τυχαίο πως έγραψε τα επόμενα χρόνια τη ρηξικέλευθη Ιστορία του, η οποία κυκλοφόρησε το 1971 στη Ρώμη. Οι δύο αυτές χρονιές, σε γενικές γραμμές, ορίζουν το γνωστό σχήμα της μακράς δεκαετίας του ’60, που αποτελεί ένα φερέγγυο εργαλείο για την κατανόηση εκείνης της εποχής και των ζυμώσεων που τότε πραγματοποιήθηκαν και που στην πραγματικότητα διαμόρφωσαν την κοινωνία μέσα στην οποία σήμερα ζούμε. Ιδιαίτερα στην Ιταλία, και ακόμη πιο συγκεκριμένα στη Ρώμη όπου ο Vitti κατοικούσε εκείνα τα χρόνια, εκείνη η περίοδος και οι εξελίξεις που σημειώθηκαν τότε αποτέλεσαν ορόσημο για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ιταλικής κοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα διαδραμάτισαν κι έναν καίριο ρόλο στις ζυμώσεις που πραγματοποιήθηκαν σε επίπεδο διεθνές. Νομίζω μάλιστα πως η προσπάθεια κατανόησης της περίπτωσης «Mario Vitti» χρειάζεται να ενταχθεί και να μελετηθεί και μέσα σε αυτό το περικείμενο, και μέσα από αυτήν την προοπτική.
Πιστεύω πως η σημασία της προσφοράς του Vitti δεν περιορίζεται στις μελέτες, στις μεταφράσεις του στα ιταλικά και στις έρευνές του. Η δράση του εμπλούτισε την αντίληψη που έχουμε γενικότερα για τις νεοελληνικές σπουδές και μάς βοήθησε να αποδώσουμε ένα νέο, πιο σύνθετο και πλουσιότερο νόημα, στον όρο «νεοελληνιστής», που δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο ενός μοναδικού συνόρου που κάθε φορά επιλέγουμε ως σημείο αναφοράς μας.
(*) Ο Χρήστος Μπιντούδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Sapienza, υπεύθυνος του Εργαστηρίου Νεοελληνικών Σπουδών «Μυρσίνη Ζορμπά».