της Ζέτας Κουντούρη (*)
Ασφαλώς δεν είμαι η μόνη που υποστηρίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να γνωρίσεις έναν συγγραφέα είναι να διαβάσεις τα κείμενά του, αφού σ’ αυτά, θέλοντας και μη, δεν μπορεί παρά να είναι ο εαυτός του, ασχέτως εάν οι ιστορίες που αφηγείται είναι αληθινές ή επινοημένες. Πολύ περισσότερο όταν αυτές είναι σύντομες, με περιορισμένα περιθώρια μυθοπλασίας, όπως συμβαίνει με τις αφηγήσεις που περιλαμβάνονται στα τρία καλαίσθητα βιβλία της Μαρίας Στασινοπούλου: «Κυρία, με θυμάστε;», «Χαμηλή βλάστηση, Θάμνοι, Πόες και Μπονσάι» και στο πρόσφατο «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο», (με τίτλο ευρηματικό και από κάθε άποψη ταιριαστό στο περιεχόμενο) για το οποίο κουβεντιάζουμε απόψε. Έχουν κυκλοφορήσει όλα από τις εκδόσεις ΚΙΧΛΗ, έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα από κοινό και κριτικούς και όσοι τα διάβασαν έχουν αντιληφθεί την τρυφερότητα, την ανθρωπιά και το πηγαίο χιούμορ που χαρακτηρίζουν τη συγγραφέα τους.
Μέσα σ’ αυτά η Μαρία Στασινοπούλου κεντά με αγάπη και προσφέρει γενναιόδωρα στον αναγνώστη στιγμές και μνήμες από τη ζωή, τόσο την δική της όσο και των προσώπων που κινήθηκαν γύρω της. Των μαθητών, των συγγενών, των φίλων. Ακόμη και κάποιων που απλώς οι δρόμοι τους διασταυρώθηκαν με τον δικό της κι εκείνη άπλωσε το βλέμμα της πάνω τους όλο στοργή και συμπάθεια, όπως το συνηθίζει. Στιγμιότυπα ζωής, λοιπόν, χρωματισμένα με διαφορετικές κάθε χρώμα πινελιές, μέσα στα οποία βλέπουμε την σπάνια ικανότητά της να διακρίνει την αστεία πλευρά ακόμη και των πιο σοβαρών πραγμάτων και να τα διηγείται μ’ έναν τρόπο ανάλαφρο, έτσι που να διαλύει τον κόμπο πριν προλάβει να σου σφίξει το στομάχι.
Όλα ανεξαιρέτως τα κείμενά της διαβάζονται απνευστί. Ο λόγος της πυκνός, εξομολογητικός, γεμάτος αμεσότητα και ειλικρίνεια, φτάνει ενίοτε να γίνεται τολμηρός και να μας ξαφνιάζει ευχάριστα, με εκείνη την αίσθηση ωστόσο πως πίσω από το εύθυμη πλευρά της ιστορίας μπορεί να κρύβονται αλήθειες πικρές, οι οποίες χρήζουν έρευνας και στοχασμού. Θα ήθελα να ακούσετε ένα πιπεράτο διήγημα, τον «θείο Αριστείδη», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Χάρτης και, πέρα από το χαμόγελο που μου προκαλεί ακόμη και τώρα, όποτε το ξαναδιαβάζω, με έβαλε σε διάφορες σκέψεις… Μήπως, εντέλει, είμαστε όλοι οχυρωμένοι πίσω από μια κοινωνική συνθήκη και έναν καθωσπρεπισμό, που μας υποχρεώνει να προσαρμόζουμε κάθε φορά την εικόνα μας, κατά το δοκούν; Και μήπως ο πραγματικός μας εαυτός βγαίνει στην επιφάνεια, κυρίως, όταν, με αμβλυμένες για κάποιους λόγους αναστολές, δεν είμαστε σε θέση να τον ελέγξουμε; Αντίστοιχες σκέψεις μού προκάλεσαν και πολλά άλλα τολμηρά και ανατρεπτικά κείμενα της συγγραφέως μας, που όμως, για λόγους οικονομίας χρόνου, δεν μπορώ να σχολιάσω.
«Ο θείος Αριστείδης», λοιπόν
ΟΜΟΡΦΟΣΟΓΟ οι Μπελίτσες. Τρεις αδελφές και δύο πρώτες ξαδέλφες, πέντε τον αριθμό. Λυγερόκορμες, δέρμα σταρένιο, μεγάλα εντυπωσιακά μάτια και καλοσχηματισμένα σαρκώδη χείλη. Πρόσωπο σεβαστό στην οικογένεια ο θείος Αριστείδης. Πρόεδρος δικαστηρίου. Άνθρωπος μορφωμένος, αυστηρός και σοφός. Επιπλέον, άντρας γοητευτικός. Ψηλός, ευθυτενής, ασπρομάλλης – ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη. Καμάρωνε τις ανιψιές, που ακολουθούσαν όλες τον δρόμο της επιστήμης, και έδινε τις συμβουλές του, όταν χρειαζόταν. Κανείς δεν μπορούσε να συνδέσει τον θείο Αριστείδη με ό,τι αφορά το σώμα, πόσο μάλλον με κάτι σεξουαλικό. Η στιβαρή του παρουσία δεν άφηνε περιθώρια.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά και υποβλήθηκε σε πολύωρη εγχείρηση με ολική νάρκωση. Όλες οι ανιψιές του παρούσες και ανήσυχες. Ένα μάτσο όμορφα κορίτσια γύρω από το κρεβάτι του πόνου περιμένουν τον θείο να ξυπνήσει. Δύσκολος ο χρόνος της αναμονής. Προσπαθούν να μην κάνουν φασαρία. Ύστερα από δύο ώρες ο θείος Αριστείδης, μες στον απόηχο της νάρκωσης, ανοίγει διστακτικά τα μάτια, τα γουρλώνει με θαυμασμό, βλέπει την ομορφιά να τον περιβάλλει και λέει με πονηρό χαμόγελο και ύφος πορνόγερου, τονίζοντας μία μία τις λέξεις: «Λοιπόν, τα μουνάκια τι κάνουνε;».
Ακόμα έχουν να το λένε τα κορίτσια. Μάνες και γιαγιάδες πια οι περισσότερες σήμερα.
Ο θείος Αριστείδης συγχωρέθηκε από χρόνια.»
Όμως μη φανταστείτε ότι η γραφή της Μαρίας Στασινοπούλου εν γένει αστειεύεται. Κάθε άλλο. Από το γέλιο στο δάκρυ και από τη διακωμώδηση στη συνειδητοποίηση και στον εύθυμο αυτοσαρκασμό. Θεματολογία της στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι τα γηρατειά, η φθορά και ο θάνατος, μόνο που ο τρόπος που αναφέρεται σε αυτά είναι τόσο εκλεπτυσμένος που δεν σε αφήνει στιγμή να ματώσεις. Δείχνει να πορεύεται συμφιλιωμένη με όσα αναπόφευκτα το κύλισμα του χρόνου έφερε και όσα πρόκειται ακόμη να φέρει.
«Φυσικός θάνατος»
- Κι άλλη κηδεία σήμερα στο χωριό, μου είπες στο τηλέφωνο.
- Ποιος πέθανε;» σε ρώτησα.
- Ο μπάρμπα – Μπέκος, εκατόν δύο χρονών».
- Από τι; επιμένω υπακούοντας σε μια ανόητη συνήθεια.
- Χέσε μας, Έλλη! Από αμυγδαλές…»
Σ ’ένα επόμενο όμως αφήγημα το ύφος αλλάζει:
«Την τελευταία φορά που σε είδα και τι δεν θα ’δινα να είχα καταλάβει πως ήταν η τελευταία. Και τι θα άλλαζε; θα μου πεις. Τίποτε, απλώς δεν θα ’φευγα, θα ήμουν εκεί, να σου κρατώ το χέρι, όπως πορευτήκαμε μια ζωή μαζί. Και στα καλά και στα δύσκολα. Και στις ευτυχίες και στις δυστυχίες».
Και αναφέρεται σε μια πολυαγαπημένη αδελφή και στην τελευταία όντως συνάντησή τους.
Όμως και ο έρωτας δεν απουσιάζει από τις σελίδες της:
« “Ηλικιωμένο ζευγάρι στη Θεσσαλονίκη κάηκε ζωντανό, όταν φωτιά από άγνωστη αιτία ξέσπασε στο πολυτελές διαμέρισμα που διέμεναν στο κέντρο της πόλης. Κινδύνευσαν και τα διπλανά διαμερίσματα”, έλεγε η πρωινή είδηση. Κανείς όμως δεν υποψιάστηκε ότι τα δύο γερόντια, ερωτευμένα έως θανάτου, αποχαιρέτησαν τη ζωή την ώρα που προσπαθούσαν να κάψουν τα ερωτικά γράμματα της νιότης τους, για να μη πέσουν σε βέβηλα χέρια» διαβάζουμε στο «Μαζί στη ζωή και στον θάνατο» ενώ στην
«Προδοσία»
«Με κοίταζες και τα μάτια σου ραγισμένο γυαλί. Το ’ξερες πως σε είχα προδώσει. Τα δικά μου είχαν προ πολλού θρυμματιστεί από τα δικά σου λεπίδια της απιστίας».
Κι αλλού πάλι μια μαγική εικόνα με τίτλο «Αυτοπροστασία»:
«ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ. Ολλανδική συνοικία. Παράθυρα μικρά, χωρίς παντζούρια, δαντελένια κουρτινάκια και από μέσα ένα κερί. Όταν είναι σβηστό οι άνθρωποι αναπαύονται. Όταν είναι αναμμένο, δηλώνουν πως είναι μέσα και δέχονται επισκέψεις. Έτσι προστατεύουν την προσωπική τους ζωή».
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι και στα τρία της βιβλία όταν αναφέρεται, υποθέτει ο αναγνώστης, στον εαυτό της τη συναντάμε με το όνομα Έλλη.
«Γεια σου, Έλλη μου. Θεά είσαι» της λέει ο νεαρός συγγραφέας Πρόδρομος, όταν τη συναντάει σε ένα βιβλιοπωλείο. «Άσε μας, ρε Πρόδρομε, κωλόγρια είμαι», του απαντά. «Έκλεισα τα εβδομήντα πέντε». «Σαν τη μάνα μου». «Άρα θα μπορούσα να είμαι μάνα σου, μη σου πω και γιαγιά σου». «Ναι, αλλά η μάνα μου, Έλλη μου, είναι σαν θεια σου», λέει αποστομωτικά ο Πρόδρομος και το αφήγημα τελειώνει.
**
Επιχείρησα να σας δώσω μια γενική εικόνα της γραφής της Μαρίας Στασινοπούλου. Μιας γραφής πυκνής, ευφρόσυνης, χωρίς ίχνος περιττολογίας που στο σύνολό της αγγίζει ένα σωρό θέματα της σύγχρονης ζωής, από τις εμπειρίες της στη Μέση Εκπαίδευση μέχρι την επαφή της με τον Χάρρυ Κλύνν και τις αναφορές της στα προβλήματα των μεταναστών στις νέες τους πατρίδες. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ σε κάποια κείμενα που δείχνουν τη ζεστασιά που νιώθουμε όλοι όσοι έχουμε την τύχη να διατηρούμε στενούς φιλικούς δεσμούς μαζί της, όπως η Δανάη, στο αφήγημα «Κάποιος να σε περιμένει» ή στο κείμενο «Η Αννούλα» όπου διαβάζουμε: «Προχθές έφυγε και η Αννούλα. Το ταξίδι το ανεπίστρεπτο. Αννούλα τη λέγαμε πάντα, παρά τα ογδόντα της χρόνια. Κάθε φορά που φεύγει ένας αγαπημένος άνθρωπος, πεθαίνουμε κι εμείς μαζί του. Κομμάτια της ζωής αποκόβονται από μέσα μας, σιγά σιγά και ανεπαίσθητα. Μπορεί όμως και να ριζώνουν βαθύτερα».
Τελειώνοντας ο αναγνώστης τις «Ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» θα νιώσει πλουσιότερος. Θα έχει δακρύσει, θα έχει γελάσει, θα έχει στοχαστεί… Θυμάμαι τον αείμνηστο Ρένο Αποστολίδη, κριτικό και πεζογράφο, που, όταν ήθελε να εκφραστεί θαυμαστικά για ένα κείμενο έλεγε ότι έχει μέσα του ψυχή. Αυτό ακριβώς ένιωσα κι εγώ διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα κείμενα της Μαρίας Στασινοπούλου. Πως είναι όλα τους ολοζώντανα, έχουν όλα μέσα τους ψυχή, και η τρυφερότητα σε συνδυασμό με το χιούμορ τους είναι αδύνατο να μην αγγίξουν βαθιά τον κάθε αναγνώστη.
Εύχομαι για μια ακόμη φορά «Οι ασκήσεις αντοχής στον χρόνο» να έχουν ένα όμορφο και μακρύ ταξίδι.
(*) Η Ζέτα Κουντούρη είναι συγγραφέας. Το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Booktalks, (Παλαιό Φάληρο) στις 25.11.2022.