Μαρία Τζίκα: ελαττωματικό χώμα

0
997

Του Γιώργου Λίλλη.

 

“Ελαττωματικό χώμα” τιτλοφορεί η Μαρία Τζίκα την πρώτη της ποιητική συλλογή. Διαβάζοντας τα ποιήματά της διακρίνω πως όντας γήινοι, είμαστε υποχείρια του χρόνου και της φθοράς. Προερχόμενοι από ένα χώμα ελαττωματικό δεν έχουμε το περιθώριο να ξεφύγουμε από το θάνατο. Ίσως ακούγεται μελοδραματικό αυτό, αλλά η ποιήτρια καταφέρνει μέσα σε αυτή την άγρια πραγματικότητα να αντισταθεί με τα υλικά της ποίησης, όπου χαρίζουν ομορφιά μέσα στην ασχήμια, φως μες στο σκοτάδι. Ναι, είμαστε καταδικασμένοι, αλλά μπορούμε να εφεύρουμε τρόπους άμυνας. Γράφει:

Δεν θα χρίσω με αίμα τον λόγο μου

άλλοι γιορτάζουν τις πληγές με τέχνη

άλλοι διδάσκουν τον πόνο.

Εγώ τις λέξεις μου

θα τις χαμογελάσω στον Θεό

 

Να μια καίρια αντίσταση μέσα στην μιζέρια. Εδώ ο ποιητικός λόγος είναι φορέας ελπίδας. Παρατηρώ πως στα περισσότερα ποιήματα της Τζίκα το μητρικό ένστικτο διανθίζει τους στίχους με μια θέληση για ζωή που δίνει την αίσθηση ότι έχουμε ακόμα δυνάμεις να πολεμήσουμε τον θάνατο.  Το σύμβολο της γέννησης, της νέας αρχής, δυναμιτίζει τα ποιήματα:

 

Όσο λιγόστευαν οι αξύπνητοι φόβοι,

τεντώθηκε πάλι,

παιδί,

χαϊδεμένο από την καθάρια αφή

της ψυχής μου,

μυημένο στον ατέρμονο σφυγμό

της αγκάλης.

 

Την κράτησα

μικρό θεμέλιο του στήθους μου,

της εξιστόρησα με ανακούφιση

τον ανύπαρκτο χρόνο

την ατελεύτητη μητρότητα.

 

Σπουδαίοι στίχοι μιας εμπνευσμένης ποιήτριας. Κι ας πρόκειται για την πρώτη της συγγραφική δουλειά. Με ενδιαφέρει όταν διαβάζω ένα βιβλίο να διακρίνω την προσωπική φωνή του δημιουργού. Την ιδιαίτερη εκείνη ματιά πάνω σε πράγματα ήδη γνωστά, αλλά κοιταγμένα με άλλο τρόπο. Πάνω σε αυτό συνεχίζει να υπάρχει η τέχνη σήμερα, όπου λέγεται ότι όλα έχουν ειπωθεί. Διαφωνώ. Όσο  υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχουν πάντα διαφορετικές εκδοχές του ίδιου θέματος. Εξάλλου τι είναι η τέχνη παρά να μας φανερώνει κρυφές πτυχές των αισθημάτων μας τα οποία τα νιώθαμε αλλά δεν μπορούσαμε να τα εκφράσουμε; Διαβάζοντας τα ποιήματα Άσχημες γυναίκες, (έναν ύμνο στις αφανείς εκείνες γυναίκες που περνούν απαρατήρητες, σαν φαντάσματα και που η ποιήτρια τις εξευγενίζει, γιατί εστιάζει στην ψυχή και όχι στην παραπλανητική εξωτερική εμφάνιση), η Φυσική εντελέχεια της ματαιότητας, (με τον υπέροχο στίχο: δεν έχω προοπτική να γίνω πάλι φύλλο, να επιλέξω ένα αιωνόβιο κλωνάρι, να πρασινίσω το άχρωμο σύμπαν, αψηφώντας την άδικη φύση του) ή την Προδοσία, διακρίνω πως η Τζίκα κατάφερε να με κάνει να δω μέσα από το δικό της βλέμμα έναν ιδιαίτερο κόσμο, που υπάρχει δίπλα μου αλλά παρέμενε κρυφός. Αυτή είναι η μαγεία της αληθινής ποίησης. Και η Τζίκα γνωρίζει τον τρόπο να παραμένει βιωματική αλλά χωρίς να χάνεται μέσα στο απόλυτα προσωπικό της σύμπαν:

 

Αυτή η γη

που ανταμώσαμε

φαινομενικοί εραστές

σε ήρεμα τοπία,

είναι το ανάποδο

της αβύσσου.

 

Ο Λάουθ πίστευε ότι το ποίημα είναι καθρέφτης ο οποίος, αντί να αντικατοπτρίζει τη φύση, απεικονίζει το άδυτο νου του δημιουργού του. Ο ποιητής αντικατοπτρίζεται μέσα στους στίχους του, γυμνώνεται και αναδύεται στο φως της αλήθειας που πρεσβεύει. Απαξιώνει την περιγραφικότητα, δουλεύει με υλικά που παραλλάσουν την πραγματικότητα, μεταδίδει νοήματα που έχουν αποσιωπηθεί. Αφομοιώνει τη ζωτικότητα ενός ξεχασμένου χώρου για να επιστρέψει στις ρίζες της μνήμης, δουλεύοντας προσεκτικά, όπως ένας μινιατουρίστας που σμιλεύει στωικά για να δημιουργήσει μια εικόνα. Το ποίημα δρα κατασταλτικά στην συνειδητότητα των ορίων, εξυψώνει τον άνθρωπο, τραγουδά την τύψη δίχως φόβο για συνέπειες, νηφάλια αγκαλιάζει όσους έπαιξαν και έχασαν.  Η κορύφωση του ποιήματος είναι η ίδια του η πλοκή, ένα ταξίδι που καταλήγει στο αρχέγονο ρόλο του ποιητή να μιλά απλά και αληθινά και με την δύναμη της γλώσσας του να επιμένει στην επικοινωνία ακόμα κι αν δεν υπάρχει αποδέκτης. Το σάστισμά του αυτό, όταν βρίσκεται παρόν στην αναδημιουργία των πνευματικών του υλικών, προέρχεται από την συνειδητοποίηση της ρευστότητας της ζωής αλλά και από το κλειδί που κρύβεται στο λόγο του για να ξεκλειδώσει με συνέπεια, μες στη δημιουργία, το χαμένο υλικό της υπόστασής του. Ενάντιος της υπεραπλούστευσης γίνεται ο υμνωδός μιας λυρικής γλώσσας, μακριά από τις ασημαντότητες της καθημερινής ζωής. Πρόκειται λοιπόν για το πως αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας μέσα στον κόσμο και το αντίθετο, πως ο κόσμος οριοθετείτε μέσα από την δική μας πνευματική καλλιέργεια. Η θεωρία ενός βλέμματος που καλλιεργείται σταδιακά και γίνεται παρακαταθήκη μιας προσωπικής θεώρησης των πραγμάτων. Διαβάζουμε ποίηση γι΄ αυτό ακριβώς τον λόγο. Για να αντλήσουμε δυνάμεις του φανταστικού σ΄ ένα απέραντο μηχανισμό ποιητικών γεγονότων που θα μας δώσουν τη σιγουριά ότι μπορούμε μέσα από το σκοτάδι να αντλήσουμε φως. Η Μαρία Τζίκα, με αυτή την πρώτη της συλλογή μας χαρίζει άπλετο φως μες στο σκοτάδι. Ένα βιβλίο ποίησης που αξίζει να προσεχθεί.

 

info:

ΜΑΡΙΑ ΤΖΙΚΑ

ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟ ΧΩΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΚΕΝΤΡΙ

Προηγούμενο άρθροΜαρία Φίλη: “δεν μπορείς να σώσεις κανέναν”
Επόμενο άρθροJames Baldwin: «Τίνος είναι αυτό το Χάρλεμ, τέλος πάντων;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ