Μαρία Στεπάνοβα, “Η ανάμνηση της μνήμης” (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
375

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

“Τι παράξενη στ’ αλήθεια τούτη η εμμονή – το να καταθέτεις όλο σου τον εαυτό στις μνήμες – που σε κυνηγά μια ολόκληρη ζωή”.

 

Η Μαρία Στεπάνοβα, πολυβραβευμένη Ρωσίδα ποιήτρια, υπότροφος του Ιδρύματος Μπρότσκι, επικεφαλής του ανεξάρτητου πολιτιστικού site colta.ru, από τις πιο επιδραστικές φωνές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, έγραψε ένα μυθιστόρημα μεγάλης κλίμακας για την ιστορία πολλών γενεών συγγενών της και συγχρόνως μια περίπλοκη μελέτη για τη φύση και τους μηχανισμούς της μνήμης, αυτής της σύνδεσης των κόσμων, της απατηλής ελπίδας για αθανασία, του βάρους που πέφτει πάνω σε ένα άτομο από τη γέννησή του. Το έργο της “Η ανάμνηση της μνήμης. Ένα χρονικό” (βραχεία λίστα για το Μπούκερ 2021), σε έναν εκπληκτικό συνδυασμό προσεγμένης γραφής και ατρόμητης σκέψης, συνδέει τη ρωσική προεπαναστατική κουλτούρα, τον σοβιετικό και τον ευρωπαϊκό κόσμο στη μοίρα μιας οικογένειας.

Μαρία Στεπάνοβα

Οι κύριοι χαρακτήρες του βιβλίου, το οποίο πρωτοεκδόθηκε στα ρωσικά πριν από έξι χρόνια και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις “Βακχικόν”, είναι οι προγιαγιάδες, οι παππούδες και οι γονείς της Στεπάνοβα. Στη μετασοβιετική Ρωσία, η συγγραφέας τοποθετεί τη ρωσο-εβραίκή γενεαλογία της σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, ζωντανεύοντας το παρελθόν των συγγενών της μέσα από τους σπασμούς της ιστορίας του περασμένου αιώνα. Διαβάζει επιστολές τους, εξετάζει κιτρινισμένες φωτογραφίες, εμβαθύνει σε αρχεία και “καρφιτσωμένες μνήμες”, παρατηρεί αντικείμενα που έχουν χρησιμοποιήσει περισσότερες από μια γενιές ιδιοκτητών. Μερικά από τα ευρήματα είναι δύσκολο να διαβαστούν, άλλα αντιστέκονται στη μνήμη κι άλλα παραπλανούν, όπως τα γράμματα του στρατιώτη Λιόντικ προς τη μητέρα του ο οποίος, αν και πεινασμένος και κατόπιν θανάσιμα τραυματισμένος στη φοβερή πολιορκία του Λένιγκραντ, έγραφε πως είναι καλά και απλώς βαριέται να γράφει συχνά.

Σύμφωνα με τη συγγραφέα, το “Η ανάμνηση της μνήμης” δεν είναι τόσο ένα βιβλίο για την εβραϊκή οικογένειά της όσο για τον τρόπο που λειτουργεί η μνήμη. Στην αρχή η αποστολή της φαίνεται αρκετά ξεκάθαρη, να ριζώσει στο οικογενειακό παρελθόν και να φέρει κάθε πρόγονό της στο προσκήνιο, έστω και για μια στιγμή. Αλλά, ενώ οι περισσότεροι Ρώσοι έχουν συγγενείς που αποτελούν κομμάτια της ιστορίας, οι δικοί της – γιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες, λογιστές – “ακολούθησαν ήσυχες ζωές, κρατώντας τον εαυτό τους μακριά από τις μυλόπετρες της εποχής”. Δεν ήταν ήρωες, με εξαίρεση ίσως μια δυναμική προγιαγιά που συμμετείχε στις εξεγέρσεις του 1905 εναντίον του τσάρου και φυλακίστηκε. Κανένας δεν πολέμησε, δεν βασανίστηκε, δεν ήταν μέλος του Κόμματος κι αυτό όχι από αντίσταση, κάποιοι μπορεί να κινδύνεψαν αλλά δεν έχασαν τη ζωή τους, άλλοι μπορεί να παραμερίστηκαν από τις συγκυρίες, αλλά “δεν μπήκαν σε κανένα από τα μεγάλα σφαγεία του αιώνα”. Οι φωνές αυτών των “απλών ενοίκων στο σπίτι της ιστορίας” αποκτούν σταδιακά στις σελίδες διακριτή και ανεξάρτητη παρουσία.

“Η μνήμη παραδίνεται, η ιστορία γράφεται. Η μνήμη επικεντρώνεται στο δίκαιο, ενώ η ιστορία στην ακριβή καταγραφή. Η μνήμη έχει ηθική, η ιστορία κάνει υπολογισμούς και επιβάλλει διορθώσεις”. Το βιβλίο της Στεπάνοβα τί κάνει; Τι νόημα έχει όλη αυτή η ανάμνηση, το προσεκτικό κοσκίνισμα στα υπολείμματα του οικογενειακού παρελθόντος, όλη αυτή η μελέτη της μνήμης και των ερμηνειών της; Γεννημένη το 1972 στη Μόσχα, η συγγραφέας αναμετριέται με τον χρόνο: διαβάζει τα γράμματα νεκρών συγγενών, ταξινομεί τα άδεια διαμερίσματά τους, επισκέπτεται τα πατρογονικά σπίτια ή εκείνα όπου έζησαν και εργάστηκαν, από τη Μόσχα ως τη Χερσώνα και την Οδησσό, σκαλίζει τα αρχεία, ξεψαχνίζει μικρές ιστορίες σαν να ανοίγει τα γεμάτα μυστικά εφήμερα “κουτιά” του Αμερικανού γλύπτη Τζόζεφ Κορνέλ. Ανακαλύπτει υποθέσεις, φόβους, αποτυχίες, ψέματα και λύπες, ενώ έλκεται περισσότερο από το πώς το παρελθόν αντιστέκεται στο να αποκαλυφθεί. Όταν ένας συνάδελφος την προσκαλεί στο Σαράτοβ και τη βοηθά να βρει το σπίτι του προπάππου της, η Στεπάνοβα δείχνει να το αναγνωρίζει χωρίς να το έχει ξαναδεί. “Αναγνώρισα την αυλή του προπάππου μου χωρίς δισταγμό”. Μια εβδομάδα αργότερα, ο συνάδελφος της τηλεφωνεί για να της πει ότι λυπάται πολύ, είχε μπερδέψει τις διευθύνσεις. Άρα η μνήμη είναι μερικές φορές μη ανακτήσιμη, ελαττωματική ή και φανταστική.

“Το πρόβλημα είναι ότι η μνήμη δεν μαθαίνεται, είναι σαν τη σκοτεινιά της βροχής που κάθε τόσο φωτίζεται από αναλαμπές κατανόησης”. Επιδιώκοντας να ερευνήσει τη διαδρομή της καταγωγής της, η συγγραφέας συνδέει τη μεγάλη Ιστορία με την ατομική μνήμη. Σε μια από τις φωτογραφίες, η προγιαγιά στέκεται δίπλα στον Γιάκοφ Σβερντλόφ, αυτόν που αργότερα υπέγραψε το διάταγμα για την έναρξη του Κόκκινου Τρόμου, όπως γράφει. Η αφήγηση συνοδεύεται πάντα από παραπομπές είτε σε πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, είτε στον παγκόσμιο πολιτισμό τον οποίο η συγγραφέας περιδιαβαίνει με εξαιρετική άνεση. Σε ένα εξώφυλλο ο Μπλοκ υποδύεται τον Άμλετ και ο Παμούκ γράφει μια νέα ιστορία της Κωνσταντινούπολης, κάνοντας λόγο για τους ισχυρισμούς του Μπένγιαμιν, που “με μια φράση του αναγνωρίζει το ενδιαφέρον των πιο γραφικών και εξωτικών στοιχείων μιας πόλης από ανθρώπους που δεν την κατοικούν”. Η Στεπάνοβα πηγαίνει στο Παρίσι για να μείνει στο ίδιο κτίριο στο οποίο έμεινε κάποτε, όταν σπούδαζε ιατρική, η προγιαγιά της Σάρρα – “η γιαγιά των οδοφραγμάτων” του 1905 και “μπολσεβίκα εκτός κόμματος” – θέλοντας να μπει κάτω από το δέρμα της ιστορίας. Την φαντάζεται να περπατά στους δρόμους, τότε που όλοι έμοιαζαν να είναι στο Παρίσι: Λένιν, Γκόρκι, Κάφκα, Αμχάτοβα, Ρίλκε, Μοντιλιάνι. Κοιτάζει ρομαντικά τη στιγμή, κυνηγώντας συγχρονισμούς και γειτονίες ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη.

“Το πρόβλημα είναι ότι η μνήμη δεν μαθαίνεται, είναι σαν τη σκοτεινιά της βροχής που κάθε τόσο φωτίζεται από αναλαμπές κατανόησης”.

 

Για να κατανοήσετε, λέει η συγγραφέας, το παρελθόν σας, ουσιαστικά την ιστορία του 20ού αιώνα, πρέπει να παρατηρήσετε πώς άλλαξαν οι στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στη μνήμη. Έτσι καταφεύγει σταθερά στους θεωρητικούς της νεωτερικότητας, της μνήμης και της μετα-μνήμης που την έχουν επηρεάσει, όπως οι Ζέμπαλντ, Μπένγιαμιν, Ρολάν Μπαρτ, Πρίμο Λέβι, Μαριάνε Χιρς, Χάνα Άρεντ κ.ά.  Και μαζί η Σούζαν Σόνταγκ, της οποίας την ανησυχία συμμερίζεται για τη χιμαιρική γοητεία της φωτογραφίας ή ο Μπαλζάκ που αρνιόταν να ποζάρει “για κάτι που κάθε τόσο αφαιρεί ένα στρώμα του εαυτού του”. Διερευνώντας τη μνήμη και συνθέτοντας το μωσαϊκό της ταυτότητάς της, η Στεπάνοβα αμφισβητεί την αξιοπιστία μερικές φορές των απομνημονευμάτων που συχνά ωραιοποιούν ή διαφοροποιούν γεγονότα και καταστάσεις (παράδειγμα, μια συγκεκριμένη συνάντηση του Λένιν με τον Γκόρκι), αλλά και των ψηφιακών φωτογραφιών και σέλφι της εποχής μας που καταγράφουν, αντιγράφουν και επαναλαμβάνουν στιγμές ζωής χωρίς να μεταφέρουν την ουσία. Απλώς γεμίζουν τη “νεκρή μνήμη του σκληρού δίσκου”. Ως πρόβλημα επισημαίνει το ότι η Google και τα αρχεία αποκαλύπτουν μόνο μέρος των πληροφοριών, ενώ ακόμη κι αυτό δεν μπορεί πάντα να επαληθευτεί.

Το “Η ανάμνηση της μνήμης” μοιάζει σαν μια προσωπική αστυνομικού τύπου ιστορία στην οποία η λύση στο παρελθόν αποδεικνύεται ότι είναι μέρος μιας άλλης, πολιτικής πλοκής. Το θέμα είναι πώς πλοηγούμαστε στο παρόν. Για την ίδια φαντάζει αφόρητο να ζει και να σκέφτεται χωρίς μακροχρόνιες εμπειρίες και, κυρίως, να μην εξετάζει τη θέση ενός ανθρώπου εντός του πολιτισμικού πλαισίου του. Διαπιστώνοντας ότι στην αλληλογραφία μακρινών προγόνων δεν υπήρχε καμία αναφορά στην εβραϊκή προέλευση, επιχειρεί να μπει στο νόημα των μηχανισμών της μνήμης υπό το φως κειμένων τα οποία συστήνουν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τον νεαρό ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ ως “μικρό Εβραίο” και αποκαλύπτουν αντισημιτικές στάσεις μερικών κορυφαίων ποιητών και πεζογράφων: “Σταδιακά τον συνηθίζεις, εκείνο το εβραιόπουλο κρύβεται και μπορείς να δεις τον καλλιτέχνη”, γράφει ο Αλεξάντρ Μπλοκ, ενώ ο Μπορίς Παστερνάκ “επιθυμούσε οι Εβραίοι να αφομοιωθούν, να εξαφανιστούν ως λαός”. Μέσα λοιπόν σε “έναν ωκεανό δίχως παράθυρα”, όπως ο Μαντελστάμ ορίζει τη μνήμη, η Στεπάνοβα βυθίζεται για να ανασύρει, και να τεκμηριώνει τους στοχασμούς της, παραδείγματα που αφορούν την Αχμάτοβα, τη Τσβετάγεβα και την δια βίου εχθρότητά της με τον Μαντελστάμ, τον Ναμπόκοφ, τον Ταρκόφσκι, τον Σαλάμοφ και πλήθος άλλων, επιβεβαιώνοντας το βάθος της έρευνάς της και βεβαίως την πολυμάθειά της.

Το βιβλίο συστήνεται ως μυθιστόρημα, αλλά μοιάζει περισσότερο με δοκιμιακές ιστορίες που ρέουν η μια μέσα στην άλλη, ενωμένες σφιχτά με τα θέματα της μνήμης και της λήθης, σε μια έξυπνη, σύνθετη δομή και σημασιολογικό πλούτο. Θα μπορούσε να διαβαστεί και ως ένα εγκώμιο για την εμμονή με το παρελθόν, καίτοι κάποιες σελίδες αφιερώνονται υπό κριτικό βλέμμα στη λατρεία της μνήμης. “Η επιθυμία μας να περισώσουμε ό,τι μπορούμε από το παρελθόν και την ταχύτατη αποσύνθεσή του μετατρέπεται σε ένα είδος φετίχ”, γράφει η Στεπάνοβα, συμφωνώντας με τον Τσβέταν Τοντόροφ ότι “η μνήμη μετατρέπεται σε ένα νέο είδος λατρείας”. Ωστόσο, όπως επισημαίνει, “η ατελής ικανότητα της ανάμνησής μας μπορεί να χειραγωγηθεί για πολιτικούς σκοπούς”, ενώ η ρητορική της επανάκτησης όσων έχουν χαθεί για πάντα κρύβει τον κίνδυνο να παραμελήσουμε την αναταραχή του παρόντος και την προοπτική να δημιουργήσουμε  ένα πιο δίκαιο μέλλον.

Η ίδια η συγγραφέας αγκαλιάζει τη μνήμη για να απελευθερωθεί ίσως από την ασφυκτική αγκαλιά της. Στο τέλος, παραδέχεται ότι έχει κουραστεί από την οικογένεια, κοιτάζοντας λοξά τον αναγνώστη που κι εκείνος έχει κοπιάσει, δημιουργικά πάντως, να μελετήσει ένα πυκνό, απαιτητικό έργο. Το οποίο τελειώνει όπως περίπου άρχισε, με την αφηγήτρια / συγγραφέα να παραδέχεται, κοιτάζοντας το απύθμενο βάθος της λήθης, ότι το χάσμα που μας χωρίζει με τους προγόνους είναι αγεφύρωτο: “Μερικές φορές φαίνεται ότι μπορείς να αγαπήσεις το παρελθόν μόνο αν ξέρεις ότι δεν θα επιστρέψει ποτέ”. Επιπλέον, “κανείς δεν θυμάται τίποτα και είναι καλύτερα: ένας ποιητής  είπε ότι κανείς δεν θα επιστρέψει και ένας άλλος πως όταν ξεχνάς σημαίνει ότι αρχίζεις να ζεις”.

 

“Η ανάμνηση της μνήμης. Ένα χρονικό” Μαρία Στεπάνοβα, εκδ. “Βακχικόν”, μτφρ. Ελένη Κατσιώλη, Απόστολος Θηβαίος, σελ. 519

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΚέρκυρα, το Νησί των Βιβλίων! (2 Festival Βιβλίων 26/10-4/11)
Επόμενο άρθρο Ρεμπώ, «Μαθήματα κωμωδίας», «σάμερταιμ» και η Μούσχουρη (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ