συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Λίγο μετά την (μια ακόμη) βράβευση της από τον Αναγνώστη, η Μαρία Λαϊνά μάς μιλάει για την ομορφιά, τη μετάφραση, τη φιλαναγνωσία, την ποίηση, τους ποιητές και πολλά άλλα.
ΕΡ: Αγαπάτε το Μαρόκο. Εκεί η γεύση της πορτοκαλάδας και τσαγιού μέντας είναι ονειρικές. Μου φαίνεται αδύνατον να περιγραφούν σε κάποιον που δεν τις έχει δοκιμάσει. Δεν συμβαίνει το ίδιο και με τους στίχους; Οποιαδήποτε λέξη δε σημαίνει κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας αναλόγως των εμπειριών μας; Άρα όταν διαβάζω ένα ποίημα σας καταλαβαίνω αυτό που γράψετε;
Μ.Λ: Ενδεχομένως. Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό. Θα έπρεπε να βρεθούμε από κοντά και να μου πείτε τι αντιλαμβάνεστε εσείς διαβάζοντας ένα ποίημα μου και να σας πω και εγώ τι σήμαινε για εμένα και ποιο συναίσθημα με διακατείχε, όχι τώρα, όταν γραφόταν το ποίημα. Ξέρετε αυτό αλλάζει και για τον γράφοντα όχι μόνο για τον αναγνώστη.
ΕΡ: Είναι ευχάριστη ή επίπονη διαδικασία το γράψιμο ενός ποιήματος;
ΑΠ: Είναι μια αφόρητη διαδικασία μέχρι τη μέση. Από τη μέση και μετά, όταν καταλαβαίνεις ότι περνάς κάτι σα σκόπελο, ας το πούμε έτσι, και βλέπεις τη στεριά, από εκεί και πέρα αρχίζει η ευχαρίστηση. Αλλά στην αρχή είναι δύσκολα, ζόρικα.
ΕΡ: Υποπτεύομαι πως η ποίηση δεν γράφεται αλλά πως τα ποιήματα γεννιούνται μόνα τους στο κεφάλι ή στο στομάχι των ποιητών και απλά καταγράφονται. Τι λέτε; Μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε;
ΑΠ: Δε μπορώ να σας απαντήσω. Δηλαδή αν κάποιος που είχε μεγαλώσει ακριβώς με τις ίδιες συνθήκες όπως εγώ, δεν εννοώ απαραίτητα ευτυχισμένες συνθήκες, αν θα έγραφε τα ίδια πράγματα. Με ρωτάτε για αυτό το περίφημο ταλέντο δεν ξέρω αν είναι μια πορεία ή κάτι σαν επιφοίτηση. Σας το λέω και γελάω από μέσα μου γιατί δεν πιστεύω και πολύ στις επιφοιτήσεις. Νομίζω πως είναι δυο πράγματα μαζί, μια έφεση, κάποιος βρίσκει το όχημα που του ταιριάζει για να εκφράσει την ευαισθησία του και μετά είναι μια αλύπητη δουλειά.
ΕΡ: Γίνεται πολύς λόγος για την υπαρξιακή μοναξιά. Γιατί δεν την αποδεχόμαστε να τελειώνουμε; Πολλοί αναγνώστες και δημιουργοί χρησιμοποιούν την ποίηση για να την αντιμετωπίσουν.
Μ.Λ: Δεν έχω πρόβλημα με την υπαρξιακή μοναξιά. Δεν είχα ποτέ μου. Αν κάποιος ποιητής χρησιμοποιεί την ποίηση για αποκούμπι, δυστυχώς θα γράφει κακά ποιήματα. Η ποίηση δεν είναι αποκούμπι. Μεταφορικά μιλώντας πάντα, πείτε πως πάω να στηριχτώ στον δικό σας ώμο, θα γκρεμιστώ.
ΕΡ: Όποτε απλά και μόνο αναφέρεται το όνομα του Μαντελσταμ δακρύζω μέσα μου και δε νομίζω καν αυτό να σχετίζεται με τα ποιήματα του. Τι είναι αυτό το πράγμα; Εσείς το παθαίνετε με κάποιον;
Μ.Λ: Με πολλούς Ρώσους συμβαίνει αυτό. Και την Αχμάτοβα και την Τσβετάγιεβα. Είναι και η εποχή εκείνη που το κάνει αυτό. Υπάρχουν βέβαια οι εκπληκτικές μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου αλλά μακάρι να μπορούσα να διαβάσω ρώσικα! Πάντα προτιμάω να διαβάζω ποίηση από το πρωτότυπο, αν μπορώ.
ΕΡ: Μιας και αναφερθήκατε στις μεταφράσεις. Θεωρείτε πως η μετάφραση είναι πιο αλτρουιστική τέχνη από το γράψιμο, με την έννοια ότι καθιστά διαθέσιμο το έργο κάποιου άλλου που διαφορετικά δεν θα ήταν προσβάσιμο;
Μ.Λ: Τα ποιήματα και τα έργα που αγαπώ περισσότερο δεν έχω τολμήσει να τα αγγίξω. Ότι μεταφράσεις έχω κάνει στο παρελθόν, τις έχω κάνει όσο καλύτερα μπορούσα αλλά για βιοποριστικούς λόγους. Θεωρώ πάντως πως η καλή μετάφραση είναι σχεδόν εφάμιλλη ενός καλού πρωτότυπου ποιήματος. Στην ποίηση τρέμω. Έχω μεταφράσει όλα και όλα 4-5 ποιήματα. Τώρα έχω στα χέρια μου τον Άγιο Ιωάννη του Σταυρού, που έχει γράψει ερωτική ποίηση και ενώ τον αγαπώ πολύ, θέλω χρόνο να αποφασίσω αν μπορώ να το κάνω όπως πρέπει.
ΕΡ: Άρα η ποίηση είναι μόνο οι λέξεις ή και ο χώρος μεταξύ τους; Τι άλλο χρειάζεται για να μεταφραστεί ένα ποίημα;
Μ.Λ: Ρυθμός. Αλλά δυστυχώς στη μετάφραση ο ρυθμός εξαφανίζεται. Μπορεί να βασανίζομαι για ένα τετρασύλλαβο προπαροξύτονο επίθετο μια εβδομάδα και στη μετάφραση αυτό να εξαφανιστεί.
ΕΡ: Υπάρχει λύση ή πρόκειται περί άλυτου προβλήματος;
Μ.Λ: Δε μπορώ να σας απαντήσω. Υπάρχουν δυο ορισμοί για την ποίηση. Ο ένας είναι πως ποίηση είναι όταν βρίσκονται μαζί δυο λέξεις που δεν είχαν βρεθεί ποτέ πριν μαζί και βρίσκονται ξαφνικά η μια δίπλα στη άλλη χωρίς να είναι αλαμπουρνέζικα. Αυτό είναι κατόρθωμα: το πάντρεμα των λέξεων να δημιουργούν μια έκπληξη, έναν αιφνιδιασμό. Επίσης όμως ποίηση είναι να ξέρεις πού σταματάς.
ΕΡ: Σε μια συνέντευξη σας είχατε πει πως δε γράφετε για τον εαυτό σας και η Λουίζ Γκλουκ είχε πει το ίδιο-πως της αρκεί έστω και ένας αναγνώστης. Είναι η ποίηση μυστικό ραβασάκι για άτακτους ενήλικες;
Μ.Λ: Όχι, δεν θεωρώ ότι υπάρχει το στοιχείο του μυστικού. Είναι σα να ρίχνω ένα μπουκάλι στη θάλασσα και αν το πάρει κάποιος είμαι τυχερή. Περισσότερο από τα βραβεία, όταν κάποιοι άνθρωποι με σταματάνε για να μου πούνε μια απλή κουβέντα αυτό είναι που με κάνει να λέω «τώρα κάτι έκανα» και νιώθω συγκίνηση.
ΕΡ: Το πατρικό του Ρίτσου στη Μονεμβασιά και του Βαλαωρίτη στη Μαδουρή έχουν θέα στη θάλασσα που σου κόβει την ανάσα. Λέτε να υπάρχει σχέση ανάμεσα στο ιώδιο και την ποίηση όπως υπάρχει ανάμεσα στην έλλειψη του και το θυροειδή;
Μ.Λ: Παρακαλώ να το πιστέψετε, όταν είμαι μπροστά στην ομορφιά, μπροστά στη θάλασσα, το λέω αφοπλιστικά, δε μπορώ να γράψω. Μπροστά σε κάτι τόσο όμορφο όπως κάποιες όψεις τις θάλασσας, απλά μένω και απολαμβάνω την ομορφιά. Η ομορφιά δεν είναι ατόφια, είναι μικτή. Όπως το ταξίδι που είχα κάνει στο Λούξορ στην Αίγυπτο- ένα ταξίδι μέσα σε ένα άθλιο λεωφορείο, μέσα στην ταλαιπωρία, αλλά ξημέρωσε και είδα αυτό που είδα, όπως και στο Μαρόκο με τα χρώματα, τους ανθρώπους. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνω τίποτε, απλώς ζω. Μετά το ποίημα βγαίνει μόνο του, με ωθεί, με σπρώχνει. Αυτά που σας λέω ισχύουν για εμένα, δεν είναι πασπαρτού.
ΕΡ: Ο Μαλαρμέ είχε πει πως αν ένας καλλιτέχνης δεν έχει να πει κάτι καινούργιο, καλύτερα να μην πει τίποτε. Συμφωνείτε;
Μ.Λ: Εντελώς! Ο Μαλαρμέ επίσης είχε πει πως η ποίηση γράφεται με λέξεις, όχι με ιδέες.
ΕΡ: Σμιλεύουν οι χαλεποί καιροί τους καλλιτέχνες;
Μ.Λ: Έχω γράψει σε περιόδους της ζωής μου, που όχι δεν είχα να φάω, αλλά πως να σας πω, δεν περνούσα καλά. Δεν ξέρω τι χρειάζεται για να γράψει κανείς. Άλλοι λένε πως η ποίηση ανθεί σε δύσκολους καιρούς. Ίσως και να συμβαίνει αυτό όχι επειδή η ποίηση είναι αποκούμπι αλλά επειδή συμπυκνώνονται τα συναισθήματα του ανθρώπου, δεν σκορπίζονται δεξιά και αριστερά.
ΕΡ: Να περιμένουμε ποιητική άνθιση στη μετά του κορονοϊού εποχή δηλαδή;
Μ.Λ: Δεν περιμένω πλέον τίποτε από τη στιγμή που είδα ένα παιδάκι να προσπαθήσει να γυρίσει τη σελίδα ενός βιβλίου με το δάχτυλο όπως κάνουν στα smartphone. Θεωρώ το βιβλίο είδος υπό εξαφάνιση, όπως είναι οι πολικές αρκούδες ή οι τίγρεις.
ΕΡ: Γιατί συμβαίνει αυτό; Θυμάμαι από το αναγνωστικό του δημοτικού το «Τσιριτρό» του Παπαντωνίου- πόσο κοροϊδευτικά το αντιμετώπιζε όλη η τάξη. Φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα;
Μ.Λ: Δε φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα. Φταίει το σπίτι. Βέβαια με εμένα συνέβη το εξής παράδοξο. Δεν έμαθα να αγαπώ τα βιβλία ούτε από τους γονείς μου ούτε από το σχολείο. Δεν ξέρω από πού βρήκα την αγάπη για το βιβλίο. Δεν είχαμε βιβλία στο σπίτι μου.
ΕΡ: Απ’ όσο ξέρω ήσαστε πολύ διαβαστερή μικρή.
Μ.Λ: Ναι όντως. Αλλά δεν μου το εμφύσησε κανείς. Δεν μου είπε κανείς «Παιδί μου διάβαζε».
ΕΡ: Ήταν το διάβασμα το καταφύγιο σας;
Μ.Λ: Το διάβασμα με έχει γλιτώσει από κατάθλιψη. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να διαλέξω ανάμεσα στο να γράφω και να διαβάζω, θα διάλεγα το να διαβάζω.
ΕΡ: Έχω να σας κάνω εκατοντάδες άλλες ερωτήσεις αλλά μου είπατε τόσο ωραία πράγματα .
Μ.Λ: Δεν έχω πια και πολλά να πω στις συνεντεύξεις.
ΕΡ: Ξέρετε οι ποιητές είναι οι «χειρότεροι» στις συνεντεύξεις και νομίζω πως αυτό συμβαίνει επειδή τα ποιήματα μιλάνε μόνα τους.
Μ.Λ: Ακριβώς! Επίσης μου συμβαίνει και το άλλο. Με ρωτάτε κάτι, σας απαντάω και μετά σκέφτομαι «μήπως και δεν είναι έτσι;» , «μήπως λέω ψέματα;»
ΕΡ: Νομίζω είναι απολύτως φυσιολογικός ο εσωτερικός αντίλογος, όλοι μας διαφωνούμε με τον εαυτό μας. Σας ευχαριστώ πολύ.
Μ.Λ: Εγώ σας ευχαριστώ.
Το βραβευμένο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Λαϊνά Ό,τι έγινε, Πατάκης
Βρες το εδώ