της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
«Τις νύχτες σκάβω μες στο χρόνο / ανοίγω δρόμους, διώχνω τις αράχνες / και με φροντίδα σε σηκώνω απ’ τους νεκρούς» έγραφε στη συλλογή «Επέκεινα» η Μαρία Λαϊνά ως νεαρή ποιήτρια το 1970.
Στο νέο της βιβλίο ποίησης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη, η Λαϊνά, αναγνωρισμένη ως μία από τις καλύτερες φωνές της γενιάς της, συνομιλεί με «ανθρώπους και φαντάσματα» καταλύοντας τα χρονικά σύνορα. Παρόν, παρελθόν και μέλλον σε έναν ιδιότυπο απολογισμό ζωής.
Η αναμέτρηση με τα ποιήματα της συλλογής γίνεται στο γνώριμο ναρκοπέδιο της λογοτεχνίας. Απαιτούνται προσεκτικά βήματα και καλοζυγισμένες κινήσεις για να διασχίσουμε, ζωντανοί μέχρι τέλους, την απόσταση που χωρίζει – ή αν προτιμάτε ενώνει – την επιθυμία και την ματαίωση.
Με λέξεις καλά ακονισμένες, αισθητικές και φόρμα μινιμαλιστική η ποιήτρια της κατασταλαγμένης ευφυΐας και του ολιγόστιχου μα αφοπλιστικού συναισθήματος, του τόσο οικείου για τους μυημένους στην ποίηση της Λαϊνά, ξεκινά στο βιβλίο αυτό ένα ταξίδι ενδοσκόπησης.
Με ακρίβεια, ευστοχία και το στοιχείο της έκπληξης η Λαϊνά μένει να απαντήσει το διαρκές ερώτημα που έθεσε πριν χρόνια με την ποίησή της. «Λατρεύτηκε κανείς εδώ; / υπήρχε κάποιος; / ή πέρασε απλώς ο χρόνος και άφησε την ομορφιά του;»
Η συλλογή έχει τον τίτλο «Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα» και όπως μας λέει η συγγραφέας του, ο τίτλος είναι εμπνευσμένος από το βιβλίο του Χουάν Ρούλφο «Πέδρο Πάραμο». Αν αποφασίσουμε να σταθούμε σε αυτήν την επιλογή, ανοίγουμε έναν άλλο, διακειμενικό αναγνωστικό χάρτη.
Στον Ρούλφο, ένας γιος αναζητά τον άγνωστο πατέρα του, σε μία προσπάθεια να κρατήσει την υπόσχεση που έδωσε στην ετοιμοθάνατη μητέρα του. Ο ήρωας επιστρέφει στην Κομάλα, ένα ερειπωμένο χωριό-φάντασμα.
Η Κομάλα του Χουάν Ρούλφο είναι ένας προορισμός άχρονος, ένας λαβύρινθος αφηγήσεων, μία επικράτεια φαντασμάτων. Είναι, δηλαδή, παρά τον κύριο, κεντρικό αφηγητή του ένα έργο πληθυντικό. Ένα έργο για φωνές στο χωροχρονικό συνεχές ζωής και θανάτου, όπως πιστεύω είναι και η νέα συλλογή της Λαϊνά.
Πρώτο ποίημα-κλειδί είναι αυτό που κοσμεί και το οπισθόφυλλο του βιβλίου. Μεταφέρω:
«Έζησα με αναίδεια / και μοναξιά. /Μιλάω στο πρώτο πρόσωπο./Έζησα με παράξενες σκέψεις/ σκοτεινές παρορμήσεις /Και όνειρα·»
Ο στίχος «μιλάω στο πρώτο πρόσωπο» είναι μία συγγραφική συνθήκη απαραβίαστη σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Το φύλο και οι ρόλοι μετατοπίζονται. Η πραγματικότητα του καθημερινού βιώματος εμπλέκεται με το λογοτεχνικό βίωμα. Αναφορές σε οικείους θα μπορούσαν τελικά να αφορούν επιδραστικούς ομότεχνους της Λαϊνά και την συγγραφική της σχέση μαζί τους.
Τα πολλαπλά πρόσωπα με τα οποία ανοίγει διάλογο το επίμονο «εγώ» της ποιήτριας μοιάζει στο βιβλίο αυτό να συναντιούνται σε έναν φασματικό ερημότοπο ψυχών, σε μία αν θέλετε Κομάλα της γραφής.
Την ανάπτυξη και τη γλώσσα του βιβλίου θα μπορούσαν να τις περιγράψουν εξαιρετικά μερικοί παλαιότεροι στίχοι της ποιήτριας. «Φυσικά η φωνή είναι πολλές φωνές. / Κάποιες κατάφεραν να γίνουν ευδιάκριτες/ λίγες πιο δυνατά/ οι πιο πολλές θα μείνουνε στο χρώμα/ – βαλές ή ντάμα-» έγραφε η Λαϊνά το 1992.
Τη νέα της συλλογή ανοίγει το ποίημα «Σκηνικό». Το διαβάζω και το αισθάνομαι ως ποίημα ποιητικής που αγωνιά για την ποιότητα και τη διάρκεια του παραγόμενου έργου.
Γράφει η Λαϊνά:
«Το πράσινο τρεμοσαλεύει ο αέρας/ κι αφήνει αέρα για τη θάλασσα/ μ’ ένα κιτρινορόδινο κομμάτι ουρανό/ ∙εγώ, στην αποδώ μεριά του σκηνικού/ θνητή μέσα σε όλα τα αθάνατα/ καπνίζω ένα τσιγάρο για να μην πολυαισθάνομαι/ πως δεν θα επιζήσω κανενός/ και δεν θα καταφέρω τίποτα που να’ χει τέτοιο / χρώμα».
Τοποθετώντας τον εαυτό της συγκρινόμενη ως «θνητή μέσα σε όλα τα αθάνατα» σε μία άκρη του σκηνικού, που θα μπορούσε να είναι μία απεικόνιση του λογοτεχνικού τοπίου, η Λαϊνά μέσα από τους συγγραφείς που διάβασε πιστά και που με το έργο τους την συνέτρεξαν στα δύσκολα, μιλά για πράγματα πολύ προσωπικά.
Ενδεικτικά, στο ποίημα «Σαν» απηχεί ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ στην «Ιδανική ημέρα για μπανανόψαρα», όπου ο Σέιμορ, μέλος της οικογένειας Γκλας με τα παιδιά-θαύματα, αυτοκτονεί στις διακοπές του κοντά στη θάλασσα. Ενώ το ποίημα «Ποιος είναι αυτός» είναι μία ευθεία αναφορά στη νουβέλα «Πέδρο Πάραμο», όπου η ποιήτρια μιλά ως γιός, ως άλλος Χουάν Πρεσιάδο.
Μεταφέρω:
«Μητέρα εγώ είμαι, είπα / είσαι καλά; /αισθάνεσαι καλά εδώ;/ Ο γιός σου είμαι/ σου έφερα τσιγάρα κι ας μην επιτρέπεται. / Οι ξένοι είναι πάντα ξένοι, είπε/ κι αυτά τα μάτια δεν είναι δικά σου/ τα πήρες απ΄το κεφάλι του πατέρα σου./ Άκου της είπα/ ήταν νεκρός/ και τώρα επιτέλους/ είναι».
Αλλά και στο «Μην είσαι κόπανος» ο ήρωας του ποιήματος, πρόσωπο στο οποίο μιλά η ποιήτρια, θυμίζει τον συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ που το 1956 βρήκε το θάνατο κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο χιόνι.
Διαβάζουμε:
«Μην είσαι κόπανος, του είπα/ στραβώθηκες;/ χιονίζει με τα όλα του/ κι αυτός σαν να μην τρέχει τίποτα/ ανεβαίνει με κόκκινα χέρια/ το μάγουλό του άσπρισε/ φωτίζει/ τον κοκαλιάρικο δείχτη του χεριού του/ αν πέσει τώρα θα τον τρέχουμε/ κι αυτός ανεβαίνει, ρε πούστη μου/ σαν να μην βλέπει τη χιονοστιβάδα είπα/ γιατί ο καημός του ανθρώπου, είπε/ είναι πιο δυνατός/ απ΄τον καημό της φύσης/ γι’αυτό, μου είπε/ θα πέσει σαν αστέρι».
Το «Ό,τι έγινε» με τον υπότιτλο «άνθρωποι και φαντάσματα» δεν αφορά, λοιπόν, μονάχα υπαρκτά πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή της ποιήτριας. Αφορά και πρόσωπα που μειδιούν στη βιβλιοθήκη της. Είναι οι κοινές συντεταγμένες λογοτεχνίας και ζωής.
Από το 1983 η ποιήτρια σε συνέντευξή της υποστήριζε πως: «αν η ποίηση αντανακλούσε απλώς την πραγματικότητα […] το έργο τέχνης που θα προέκυπτε από αυτήν δεν θα άξιζε πολλά πράγματα». Σε εκείνη προσωπικά, είπε, «μία πραγματικότητα φτάνει».
Αν η πραγματικότητα είναι μία, έχει ειπωθεί πως τα θέματα κάθε αξιόλογου βιβλίου είναι συνήθως δύο. Το «Ό,τι έγινε: άνθρωποι και φαντάσματα» πέρα από τις εσώψυχες συνομιλίες του, εξακολουθεί να ψηλαφίζει σταθερά την «κρυμμένη ραφή» της «θηλυκιάς ύπαρξης», όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Μα». Και ανανεώνει τη διαχρονική έγνοια της ποιήτριας για τον έρωτα, την ομορφιά και τη φθορά της.
Στο ποίημα «Βαθιά μέσα της» λέει: «Πήγε και άνοιξε την μπαλκονόπορτα/ χωρίς ανυπομονησία/ βαθιά μέσα της/ ήξερε ότι το στήθος της αρνιόταν./Σκέφτηκε τι θα κάνω/ αν με ζητήσει για χορό/ μάλλον θα του χαμογελάσω/ μιαν άλλη φορά θα του πω/ απόψε νιώθω κάποια ψύχρα. /Ποτέ δεν άντεχα τα ίχνη της φθοράς/ που προκαλούν τα μελαγχολικά αμαρτήματα».
Η ίδια διάθεση συνεχίζεται και στους τελικούς στίχους του ποιήματος «Μία φθινοπωρινή ημέρα». «Η τύχη μού χαμογελάει∙/ η μοναξιά που ονειρεύτηκα στα νιάτα μου/ θ’ ανοίξει το μπουκάλι το κρασί/ και θα μ’ ανάψει το τσιγάρο».
Κι όλα αυτά γιατί «κάτι απ’ το σώμα/ είχε το θράσος/ να είναι ακόμα καρπός», όπως σημειώνει η ποιήτρια στο ποίημα «Νότος».
Συνεχίζει στο επόμενο ποίημα λέγοντας: «Δεν είμαι στ’ αλήθεια νεκρή/ γιατί ακόμα θέλει η καρδιά μου να αγγίξει/ αυτό που έχει γεράσει μαζί της./Ίσως ένα καρφί στο στήθος/ ίσως ένα γερό σφυρί».
Επιχειρώντας ένα γενικότερο σχόλιο, σκέφτομαι πως η Λαϊνά είχε πάντα τον τρόπο της με τα ραγισμένα, τα σπασμένα, τα φθαρμένα πράγματα. Στο ποίημα «Το τριζόνι» γράφει: «Το τριζόνι τρυπάει τη νύχτα/ με μία βελόνα που δεν φαίνεται/ μια βιαστική βελόνα/ που εισχωρεί στο μυαλό μου / […]/ Ό,τι μπορώ να αισθανθώ/ βγαίνει από ρωγμές και τρύπες».
Η ποιητική προσέγγιση της Λαϊνά, ρηγματώδης και γι’ αυτό ουσιαστική στην πορεία της, μου θυμίζει – με δεδομένη την αφαιρετικότητα του στίχου της- την ιαπωνική αισθητική και το σεβασμό της στην καλαισθησία και την φθαρτότητα.
Πέρα από τις διαφορετικές κατηγορίες του ωραίου – όπως το αουάρε (θλιμμένη ομορφιά), το γιούγκεν (βαθύτητα), το μα (κενό), το ουάμπι (λιτότητα), το σάμπι (μοναχικότητα) και το σίμπουε (περιστολή του εντυπωσιασμού) – που συναντάμε στον αισθητικό πολιτισμό της Ιαπωνίας και που ως θέση και ύφος εντοπίζονται στο σύνολο του έργου της Λαϊνά, το στοιχείο εκείνο που νιώθω πιο ισχυρό στην ποιητική της μικροτεχνία, στη μέθοδό της, είναι μεταφορικά η ιαπωνική τέχνη της επισκευής των χρηστικών αντικειμένων.
Η αρχαία τεχνική Κιντσούγκι (κιν για τον χρυσό και τσούγκι για την σύνδεση), όπου η επιδιόρθωση, η αποκατάσταση οποιουδήποτε σπασμένου αντικειμένου γίνεται με τρόπο αισθητικό και φιλοσοφημένο με την επανένωση ή την αντικατάσταση των σπασμένων κομματιών με χρυσό, έχει στην Λαϊνά την ποιητική εφαρμογή της.
Οι ρωγμές γίνονται χρυσές φλέβες στο τραυματισμένο σώμα, έτσι ώστε το ελάττωμα, το ψεγάδι, η ζημιά να αναδεικνύεται με λεπτότητα ως κάτι το θαυμαστό. Τέτοια τεχνίτρια του λόγου είναι η Λαϊνά.
Κι όταν γράφει: «Στην άκρη της βεράντας/ ένα σταχτοδοχείο και μία κούπα τσάι./ Κάθομαι μόνη/ στο στήθος μου κοπάζει η μέρα» σχεδόν την βλέπω να κρατά μια κούπα με κάθε τρόπο ραγισμένη, μα ωστόσο με κάθε κόστος από τα χρόνια επίχρυση.
Κλείνω με δύο ποιήματά της που αγαπώ. Ένα παλαιότερο από την συλλογή «Ρόδινος Φόβος» κι ένα καινούργιο της από αυτή τη νέα συλλογή που μεταξύ τους νομίζω συνομιλούν, καθόλου μονότονα, στο ψιλόβροχο.
Σιγανή βροχή
«Aπό τότε ζω μόνος
καμιά ευγενική γυναίκα δε με φροντίζει.
Ζεσταίνω το τσάι μου μόνος·
σηκώνω το κερί και διαβάζω
όχι ποιήματα όχι
τον πράσινο αχνό των δέντρων έξω απ’ το παράθυρό μου.
Θυμάμαι ωστόσο δυο στίχους από μία συλλογή του
Σουντό Μόρι:
«Ζέστη από τον κόρφο θαυμάσιου κοριτσιού».
Άκουγες τη βροχή;
μπορεί το «εντάξει» μας να ήταν το «για πάντα» μας
Δεν σε είδα ποτέ μ’ αλλιώτικα παπούτσια
ή με καινούργιο χτένισμα
δεν σ’ έπιασα ποτέ από την μέση
νύχτα
ή σκοτεινά απλώς.
Και θέλω να ρωτήσω:
άκουγες την βροχή όταν την άκουγα;
Μαρία Λαϊνά, Ό,τι έγινε. Άνθρωποι και φαντάσματα, Πατάκης
Βρες το εδώ