Μαρία Κοπανίτσα: Χιούμορ ή δράμα; (της Βαρβάρας Ρούσσου) 

0
354

της Βαρβάρας Ρούσσου 

Αν και μεσολάβησαν σχεδόν δυόμισι χρόνια από την ποιητική συλλογή Ίδρωσα να το πω (2019) της Μαρίας Κοπανίτσα που ήταν ήδη τότε βέβαιη για τον προσωπικό της τόνο στον οποίο επιμένει, με τα ίδια υλικά και τους ίδιους τρόπους, με μικρές αλλαγές, στη νέα συλλογή της Έπεσα στα τέσσερα. Η Κοπανίτσα εμφανίστηκε το 1982 (Κυκνάνθρωποι. Ποιήματα και χαρακτικά) και με το νέο της βιβλίο ξαφνιάζει με την παραδοξότητα των ποιημάτων της.

Οι τίτλοι και των δύο συλλογών, ταυτόχρονα χιουμοριστικοί και πολύσημοι, δηλώνουν συντελεσμένες πράξεις: τη δήλωση όσων υπήρξε δύσκολο να ειπωθούν ανοιχτά και επιτέλους με αγανάκτηση αρθρώθηκαν (Ίδρωσα να το πω) και την υποδηλωτικά σεξουαλική, ή ικετευτική στάση που έλαβε κάποιος και που μπορεί να κρύβει συσσωρευμένη την ανάγκη απαλλαγής από προηγούμενες σκέψεις και συμπεριφορές. Η ακροβασία αυτή ανάμεσα στην οδυνηρή αποκάλυψη και το χιούμορ, που την απαλύνει, διακρίνει τα ποιήματα παράγοντας μια παιγνιώδη ειρωνεία που αναζητά τη διαρκή αναγνωστική αμηχανία: χιούμορ ή δράμα; Συχνά χαμογελά κανείς στην ιδιότυπη απόλυτα ρεαλιστική αφηγηματικότητα, και γι’ αυτό και ειρωνική,  στάση όπως στο ποίημα «Ρέϊκι», «Α, και κάτι ακόμα».

Διαβάζω το βιβλίο ως διπλή πρόταση: πρώτον σε καθαρά ανθρώπινο επίπεδο για την ανάγκη αποτίμησης και απόστασης από καταστάσεις και άτομα, συμφιλίωσης με τη βιολογική ηλικία, παραδοχή που μπορεί να επιφέρει σχετική γαλήνη, για την απόσυρση στον εαυτό ως αναστοχαστική μοναχικότητα. Παρά τον άμεσο τόνο, που με αναφορές ονομάτων, τόπων, ιδιοτήτων κλπ παραπέμπει στο αυτοβιογραφικό στοιχείο, η συλλογή, με ποιήματα-περιστατικά, πραγματικά ή φανταστικά, περιστρέφεται γύρω από την αποδοχή του τραύματος και τη στωϊκή θέασή του μέσω της, μερικώς, επουλωτικής διαδικασίας της γραφής.

Σημαντικός φαίνεται ο διαχωρισμός των εννοιών αγάπη -που συνδέεται με τη φροντίδα, τη στοργή και συχνά λαμβάνει την έννοια επιστροφής στη μητρική αγκαλιά- έρωτας και σεξ. «Η μητέρα της δεν της μετέδωσε ποτέ αυτή τη γνώση, πως η αγάπη είναι αγάπη και δεν έχει καμία σχέση με το σεξ.» («Στην κλιμακτήριο»), «σφιγγόταν η καρδιά μου από στενοχώρια/που δεν έτρωγα μεσημεριανό/με τη μανούλα μου./» («Ανομολόγητο μυστικό»). Κατά την ανάγνωσή μου, είναι ορατή η παρουσία της ηθικής του care, της φροντίδας που συνάπτεται με το κύριο τέτοιο πρότυπο, τη σχέση μητέρας-παιδιού[1] αλλά και που αποτελεί αναγκαία ηθική συνθήκη. Αν και εδώ χαρακτηρίζει τη γυναίκα, δε συνιστά εγκλωβισμό (βλ. J. Tronto «δεν γεννιέται κανείςφορέας φροντίδας, αλλά γίνεται»)[2] καθώς η Κοπανίτσα τοποθετείται ενάντια σε περιορισμούς ( βλ. «Υπάρχει κανένα πρόβλημα;»).

Αποφεύγοντας τις ψυχαναλυτικού τύπου προσεγγίσεις μένω στη δεύτερη πρόταση, που θα τη χαρακτήριζα λογοτεχνική αν και έχω την εντύπωση ότι η Κοπανίτσα δεν επιδιώκει να αρθρώσει προτάσεις ή να ανοίξει ποιητικούς δρόμους.  Κι αυτό γιατί φαίνεται να αδιαφορεί για τους τρόπους, τις φόρμες και γενικά τις συμβάσεις της ποιητικής γραφής. Χειρίζεται την άμεση εμπειρία με τη λογική της σύμπηξης βιωμάτων ατομικών ή του περίγυρου ώστε να αποτελέσουν μια ιστορία που εμπρόθετα καταθέτει σχεδόν αδιαμεσολάβητα. Η αμφισβήτηση της επιβεβλημένης σεξουαλικότητας και η ανοιχτότητα στην έκφρασή της («Εξομολογιόμουν στον σκύλο μου εκεί που καθόμασταν παρέα»: «Είμαι τόσο έξαλλη και δεν είναι ποίημα αυτό, που στα δεκαεννέα μου με παρέδωσαν/ σε διευθυντή του ψυχιατρείου της πρώην Ανατολικής/ Γερμανίας και μου έκανε υπνοθεραπεία/ για υποτιθέμενη σεξουαλική ανωμαλία/[…] Όχι στα αλήθεια εμένα δεν μου άρεσε το σεξ,/ αλλά ούτε και ποτέ μου άρεσε/γιατί μου ήταν επιβεβλημένο»./. Και «Η Νταή»: «εγώ ήμουν η νεότερη γυναίκα που παρενοχλούσε/ την ηλικιωμένη/και όχι τανάπαλιν./») ή «Να μείνω αιωνία δεσποινίς». Η ειρωνική στάση απέναντι σε έμφυλες συμβάσεις («Πριν γίνεις γερόντισσα, της λέω, να γίνεις Γέροντας, καλόγερος στο Άγιο Όρος.» (Προσπαθώ να πάω στο Άγιο Όρος»), ή η ειρωνεία για το οικογενειακό παρελθόν ως βάρος που απαιτεί διαχείριση (…με τόσους Αγίους στην οικογένεια αισθάνομαι άγγελος καλοσύνης. Δεν υπάρχει ελπίδα για εμάς σε αυτήν τη ζωή!» («Αγίες και θείες» βλ. και «Να μείνω αιωνία δεσποινίς»). Η αφηγηματικότητα χαρακτηρίζει τα ποιήματα ακόμη κι όταν αυτά έχουν στοχαστικό ή σχολιαστικό χαρακτήρα. Τα μακροσκελή ποιήματα της πρώτης συλλογής εντούτοις περιορίστηκαν και στο Έπεσα στα τέσσερα η σύνθεση είναι περισσότερο ελεγχόμενη. Η ροή του ποιήματος είναι συχνά η ροή του προφορικού εξομολογητικού λόγου με αφαίρεση του λυρισμού και του χαμηλού τόνου στα οποία παραπέμπει η έννοια της εξομολογητικής ποίησης. Εξίσου απέχει ωστόσο η ποίηση της Κοπανίτσα από το θυμό της εξομολόγησης, ιδιαίτερα αυτής που σχετίζεται με τα οικογενειακά τραύματα, παρά την ένταση και τον ταχύ ρυθμό των ποιημάτων που υποβάλλεται από την κυριαρχία της προφορικότητας.

Αυτό το στοιχείο, η αίσθηση της κουβέντας σε απλό, καθημερινό τόνο, με τις διακοπές, τις επαναφορές και τη συνειρμική διάσταση, η απουσία φροντίδας για τις τροπικότητες – τα σχήματα- που συνήθως χαρακτηρίζουν την ποίηση, συνδυάζονται με τη φόρμα των ποιημάτων: τρία ποιήματα σε πεζό, πολλά με στίχο που υπερβαίνει την τυπογραφική αράδα ακολουθώντας τη ροή του προφορικού λόγου όπου προέχει το περιεχόμενο σε σχέση με τη φόρμα, ποιήματα μιας σελίδας ή και λίγο παραπάνω (11 στα 32 της συλλογής, τακτική που ακολουθήθηκε και στην προηγούμενη), χωρίς φροντίδα για το ρυθμό παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις.

Επομένως, η ποίησή της ορίζεται, νομίζω, ως στοιχειωδώς επεξεργασμένος λόγος (ή επεξεργασμένος σε βαθμό που να μοιάζει στοιχειωδώς επεξεργασμένος -εδώ ένα παιχνίδι με τον αναγνώστη υπόκειται-). Η δημόσια (αυτό)έκθεση δεν αποτελεί αυταρέσκεια (βλ. το ποίημα «α, και κάτι ακόμα» για το ρόλο της ποίησης) αλλά παιχνίδι.

Απ’ την άλλη τίθεται το διαρκώς επανερχόμενο ερώτημα  για τη σκοπιμότητα ενός λόγου ιδιαίτερα προσωπικού που η απεύθυνσή του στο συλλογικό είναι πολύ περιορισμένη. Πόσο και γιατί δηλαδή το αυθεντικά προερχόμενο από το χώρο του ιδιωτικού βίωμα μπορεί να μας αφορά και πώς μπορεί να επενδυθεί ποιητικά. Γιατί αυτό το παιχνίδι να οριστεί ως ποίηση; Συγκρίνοντας την ποίηση της Κοπανίτσα με συλλογές όπου κυριαρχεί απόλυτα το προσωπικό στοιχείο βρίσκω ότι είναι οι τρόποι που διαφέρουν: ο έντονος λυρισμός ελεγειακού χαρακτήρα, η απόπειρα εξισορρόπησης λυρισμού-αφηγηματικότητας- ιστορικότητας, η απροκάλυπτα αυτοβιογραφική χαμηλόφωνη ή οργισμένη εξομολογητικότητα συχνά ταυτίζονται με την ποιητικότητα. Στο άλλο άκρο βρίσκεται η ποίηση της Κοπανίτσα που σε μένα τουλάχιστον δημιουργεί την αίσθηση ότι δε ζητά την επιβράβευση ή τη φιλολογική μας εκτίμηση, απλώς εκθέτει/εκτίθεται «Όμως γιατί όχι σε ποιητική μορφή» δηλώνοντας εμμέσως την άποψή της ότι αυτή η (εμπρόθετη) έλλειψη ποιητικότητας είναι ύφος και ποίηση.

 

[1]Gilligan, C. (1982). In a different voice. Psychological Theory and Women’s Development. Cambridge, MA: Harvard University Press

[2] Tronto, J. (2011): Για μια πολιτική της μέριμνας σε έναν ευάλωτο κόσμο. Αθήνα: Πόλις (εξαντλημένο)

 

Μαρία Κοπανίτσα, Έπεσα στα τέσσερα, Πόλις 

Προηγούμενο άρθροPrimo Levi : Ο διάβολος στην ιστορία (συνέντευξη στον Φ.Καμόν, επιμ. Γιάννης Η.Παππάς)
Επόμενο άρθροΗ λογοτεχνία επί σκηνής (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ