του Δημήτρη Φύσσα (*)
Από τη μια έχουμε ένα κλασικό μυθιστόρημα της γαλλικής πεζογραφίας του 20ου αιώνα, τη «Mari – Claire» της Marguerite Audoux (1910), άγνωστο μέχρι τώρα σε μας. Από την άλλη έχουμε μια αεικίνητη μεταφράστρια (και σύμβουλο εκδόσεων και σκηνοθέτρια και ηθοποιό και– και–), τη Μαρία Γυπαράκη, που σ’ αυτή τη φάση συνεργάστηκε με τις καλές εκδόσεις Librofilo & Co.
Το συνδυασμένο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι τώρα έχουμε επιτέλους στα χέρια μας την ελληνική «Μαρί – Κλαιρ» της Μαργκερίτ Οντού.
Η συγγραφέας (1863 – 1937) ήταν ένα φτωχό επαρχιωτοκόριτσο, με βασανισμένη ζωή ορφάνιας, δουλειάς και ασθενειών, που φυσικά δε σπούδασε τίποτα, και κατέληξε μοδίστρα στο Παρίσι. Έγραφε όμως– και ανακάλυψαν τυχαία τα γραπτά της οι κατάλληλοι άνθρωποι, που προχώρησαν και στην έκδοση του γραπτού της, το οποίο τότε, προς το τέλος της μπελ επόκ, έκανε πάταγο στη Γαλλία.
Η «Μαρί – Κλαιρ» είναι ένα σύντομο μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία και πρωτοπρόσωπη υποκειμενική αφήγηση, που χωρίζεται σε τρία άτιτλα μέρη. Στο πρώτο, η μόλις πεντάχρονη ηρωίδα ζει το θάνατο της μάνας της, αναθυμάται τα χούγια του αλκοολικού πατέρα, χωρίζεται από την αδερφή της και κλείνεται σε μοναστήρι–ορφανοτροφείο, όπου οι καθολικές καλόγριες αναλαμβάνουν το μεγάλωμα και τη στοιχειώδη μόρφωσή της, στρώνοντάς τη βέβαια στη δουλειά και εθίζοντάς την στα της θρησκείας. Στο δεύτερο μέρος, πιο ώριμη παιδούλα, στέλνεται σ’ ένα αγρόκτημα σαν «τσοπανοπούλα», όπου μαθαίνει ποικίλες αγροτικές εργασίες σχετικές με τα ζώα και τη γη και ωριμάζει πολλαπλά. Στο τρίτο, μετά την οδυνηρή αλλαγή ιδιοκτησίας στο αγρόκτημα, την αποσύρουν από την ύπαιθρο στο κεντρικό αγρόσπιτο, όπου εξειδικεύεται σε εργασίες σχετικές με τα ασπρόρουχα∙ αργότερα επανέρχεται στο μοναστήρι, ξανασυναντάει σύντομα την αδερφή της και τελικά, στα δεκαεφτά της, παίρνει το τρένο για να βρει την τύχη της στο Παρίσι.
Πέρα από το ότι η αφηγήτρια είναι κορίτσι, υπάρχουν δύο ουσιωδέστερα στοιχεία που διαφοροποιούν τούτο το μυθιστόρημα από άλλα, φαινομενικά μόνο ανάλογα, όπως π.χ. ο «Όλιβερ Τουίστ» ή το «Στα ξένα χέρια». Πρώτο, η υπαινικτικότητα. Θάνατοι, έρωτες, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, «αμαρτίες» γενικότερα, ανταγωνισμοί, εντάσεις, ταξική εκμετάλλευση, φόβοι, φυγές, φυσικά φαινόμενα, και όχι μόνο, δίνονται από την οπτική γωνία του παιδιού που δεν ξέρει ή δεν καταλαβαίνει και πολλά, απλά καταγράφει, αφηγείται και περιγράφει, δίνοντας όμως σε μας να καταλάβουμε πολύ περισσότερα. Θα έλεγε κανείς ότι η συγγραφέας προσπαθεί να υιοθετήσει την κάθε φορά ηλικία της αφηγήτριας και τους ανάλογα περιορισμένους ορίζοντές της, με κύριο γνώρισμα την απουσία αξιολογικών κρίσεων.
Δεύτερο, που πάει χέρι χέρι με το προηγούμενο, είναι το ξερό ύφος. Προσπαθείτε να φανταστείτε ένα θηλυκό Βαλτινό στη Γαλλία του τέλους του 19ου αιώνα: κοφτοί διάλογοι, ακριβείς περιγραφές της φύσης και των ανθρώπων, παρουσίαση χαρακτήρων, γεγονότων και καταστάσεων, όλα με λίγα και κοφτά λόγια. Σε μια εποχή λογοτεχνικής πολυλογίας –και ποια δεν είναι εποχή λογοτεχνικής πολυλογίας;– το βιβλίο έκανε, το ξανάπα, πάταγο, και διαδόθηκε τόσο στους κύκλους των συστηματικών αναγνωστών, όσο και στις λαϊκές τάξεις. Μα και σήμερα πολλά θα είχε να διδάξει σε πολλούς και πολλές συγγραφείς μας η σπουδαία Οντού.
Τρία συνοδευτικά κείμενα πλαισώνουν το λιτό κείμενο: Εισαγωγικό Σημείωμα του Μπερνάρ Ανρί Γκαρό, Πρόλογος του Οκτάβ Μιρμπό (το σημαντικότερο από τα τρία) και Επίμετρο της Μαρίνας Μαροπούλου με τίτλο «Marie-Claire: Οι όροι μιας φεμινιστικής επανανάγνωσής της».
Γαλλικά δεν ξέρω και δεν μπορώ να κρίνω την ακρίβεια της μετάφρασης. Τα ελληνικά όμως του μεταφράσματος τα βρίσκω πολύ καλά, ενώ χρησιμότατες είναι οι υποσημειώσεις. Επαρκέστατη είναι και η αισθητική της έκδοσης. Αν το βιβλίο υστερεί σε κάτι είναι η επιμέλεια στο κείμενο, καθώς και η απουσία πίνακα περιεχομένων.
Κλείνοντας, συστήνω ανεπιφύλακτα της «Μαρί Κλαιρ» όχι μόνο σαν αναγνώστης, μα και σα συγγραφέας. ΥΓ. Άραγε το γνωστό γαλλικό περιοδικό από δω πήρε τ’ όνομά του;
- Ο Δημήτρης Φύσσας είναι συγγραφέας. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του «Ο Μέσκουλας αποσύρεται για να πεθάνει» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εστία».
Marguerite Audoux, Marie Claire, μτφρ. Μαρια Γυπαράκη, Librofilo &co