Marc Ferro: Ένας δημόσιος ιστορικός (της Έλλης Λεμονίδου)

0
1431

 

 

της Έλλης Λεμονίδου (*)

 

O θάνατος του Marc Ferro στις 21 Απριλίου σφράγισε το πέρασμα στην αιωνιότητα ενός από τους σημαντικότερους γάλλους ιστορικούς της μακράς μεταπολεμικής εποχής. Σπάνια συναντά κανείς σε ένα πρόσωπο μια τόσο πολυσχιδή ερευνητική και συγγραφική παραγωγή, η οποία θα λέγαμε ότι συμβαδίζει με τον μακρό και εξαιρετικά ενδιαφέροντα βίο του εκλιπόντος ιστορικού. Γεννημένος το 1924 στο Παρίσι από ελληνοϊταλό πατέρα, που πέθανε όταν ο Ferro ήταν πέντε ετών, και μητέρα ουκρανοεβραϊκής καταγωγής, που έχασε τη ζωή της καθ’ οδόν προς το ναζιστικό στρατόπεδο του Άουσβιτς το 1943, ο Ferro έλαβε μέρος στη γαλλική Αντίσταση και στη συνέχεια, μετά από ένα καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία του πέρασμα από την εκπαίδευση, ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις τάξεις κορυφαίων γαλλικών ερευνητικών ιδρυμάτων. Παράλληλα, υπήρξε επί σειρά ετών μια οικεία φιγούρα για τους Γάλλους τηλεθεατές, μέσα από την παρουσίαση ενός προγράμματος ιστορικού διαλόγου με υψηλή ποιότητα και αξιοσημείωτη αποδοχή από ειδικούς και γενικό κοινό. Συνδυάζοντας αρμονικά την προσωπική εμπειρία, την ενδελεχή έρευνα και τη διαρκή αγωνία για τη μετάδοση της γνώσης, ο Ferro ασχολήθηκε με ορισμένα από τα σημαντικότερα ζητήματα της ιστορίας του εικοστού αιώνα, με τις συμβολές του να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κανόνα της διεθνούς βιβλιογραφίας.

Το αντικείμενο από το οποίο ο Ferro ξεκίνησε την ερευνητική του δραστηριότητα είναι η ιστορία των δύο επαναστάσεων στη Ρωσία το 1917. Μελετώντας αυτή την καίρια στιγμή στην ιστορία του εικοστού αιώνα, ο Ferro πρότεινε μια συμπεριληπτική θεώρηση των αιτίων του επαναστατικού κύματος, ανανεώνοντας και διευρύνοντας τις παλαιότερες αναγνώσεις. Η ενασχόληση με τη Ρωσία δεν περιορίστηκε στη συγκεκριμένη εποχή, αλλά επεκτάθηκε και στις επόμενες δεκαετίες, φτάνοντας μέχρι την εποχή της περεστρόικα, στις απαρχές της οποίας ο Ferro αφιέρωσε ειδική μονογραφία.

Έχοντας ειδικευθεί στη Ρωσική Επανάσταση, ήταν ίσως αναμενόμενο για τον Ferro να επεκταθεί στη σύρραξη που συγκλόνιζε την ίδια εποχή ολόκληρο τον κόσμο. Η επίτομη ιστορία του Μεγάλου Πολέμου που συνέταξε και εξέδωσε το 1969 (ελληνική έκδοση: Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-1918, Ελληνικά Γράμματα, 1993) θεωρείται σταθμός στη σχετική ιστοριογραφία, καθώς αποτέλεσε την πρώτη ολοκληρωμένη προσπάθεια συγγραφής μιας οικουμενικής ιστορίας του γεγονότος, με ενσωμάτωση των αναλυτικών σχημάτων και ιδεών από τα νεότερα ιστοριογραφικά ρεύματα. Ενδεικτικό για την απήχηση του έργου είναι το στοιχείο ότι μαρτυρούνται τρεις τουλάχιστον διαφορετικές εκδόσεις της αγγλικής του μετάφρασης (από το 1973 έως το 2002), γεγονός διόλου αυτονόητο, αν αναλογιστούμε τις εντελώς διαφορετικές ορίζουσες της βρετανικής και αμερικανικής ιστορικής σκέψης, αλλά και την πλούσια παραγωγή αντίστοιχων μονογραφιών στην αγγλική γλώσσα.

Ωστόσο, ακόμα σημαντικότερη μπορεί να θεωρηθεί μια άλλη, λιγότερο γνωστή συμβολή του Ferro. To 1964 υπήρξε ο επιστημονικός υπεύθυνος μιας γαλλογερμανικής τηλεοπτικής παραγωγής για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που προβλήθηκε ταυτόχρονα στις τηλεοράσεις των δύο χωρών. Σε μια εποχή σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας των εθνικών αφηγήσεων για τον πόλεμο, η δράση αυτή του Ferro άνοιξε τον δρόμο για μια διεθνική προσέγγιση του γεγονότος, με πεδίο εφαρμογής τους μεγάλους αντιπάλους του Δυτικού Μετώπου· επίσης, σηματοδότησε το πέρασμα στην εποχή των οπτικοακουστικών παραγωγών για το ευρύ κοινό, που επρόκειτο να αποτελέσουν –και συνεχίζουν να αποτελούν– μείζονα παράγοντα για την αναθέρμανση και διατήρηση του δημόσιου ενδιαφέροντος για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε διεθνές επίπεδο.

Αυτή η τελευταία πτυχή μας οδηγεί σε ένα άλλο πεδίο στο οποίο διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Ferro. Λάτρης ο ίδιος και δεινός μελετητής των επικαίρων ως ιστορικής πηγής, δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη σημασία του κινηματογραφικού μέσου στο σύνολό του για την κατανόηση της ιστορίας. Οι σχετικές μελέτες του, με αποκορύφωμα το γνωστό βιβλίο Cinéma et histoire (ελληνική έκδοση: Κινηματογράφος και ιστορία, Μεταίχμιο, 2002), αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της θεωρητικής σκευής κάθε ιστορικού που επιχειρεί να ανιχνεύσει αυτή την πολυδιάστατη σχέση, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και περαιτέρω διεύρυνση του σχετικού επιστημονικού πεδίου σε διεθνές επίπεδο.

Η συνεισφορά του Ferro δεν εξαντλείται βεβαίως στα ανωτέρω ιστοριογραφικά πεδία. Πριν από τη μακρόχρονη ερευνητική του δράση στην École des hautes études en sciences sociales (EHESS) και στην École Polytechnique, καθώς και την ανάληψη καθηκόντων συνδιευθυντή των Annales, είχε εργαστεί για χρόνια ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, με κυριότερο σταθμό την οκταετή θητεία του στην Αλγερία, από το 1948 έως το 1956. Η εμπειρία αυτή σημάδεψε ιδιαίτερα τον Ferro, ο οποίος ασχολήθηκε στη συνέχεια ενεργά τόσο με το φαινόμενο της αποικιοκρατίας όσο και με τη διδασκαλία της ιστορίας στο σχολείο. Εκτιμάται επίσης πως η προϋπηρεσία στην εκπαίδευση συνέβαλε καθοριστικά στο διαρκές και ενεργό ενδιαφέρον του Ferro για την εξήγηση και μετάδοση, χωρίς εκπτώσεις ως προς το επιστημονικό κύρος, της ιστορικής γνώσης στο ευρύ κοινό, λειτούργημα που ο ίδιος υπηρέτησε ενεργά, τόσο με μια πληθώρα εκλαϊκευτικών βιβλίων για θέματα της ιστορίας του εικοστού αιώνα (πολλά εκ των οποίων κυκλοφορούν και στην ελληνική γλώσσα), όσο και –κυρίως– μέσα από την παρουσίαση, επί 12 έτη, της εμβληματικής τηλεοπτικής εκπομπής Histoire parallèle, με αντικείμενο την ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών ετών μέσα από τη συγκριτική εξέταση επικαίρων και λοιπού κινηματογραφημένου υλικού από διάφορες χώρες.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι αυτή η τηλεοπτική εκπομπή, ως βιωμένη ανάμνηση για πολλούς Γάλλους, κυριάρχησε στις πολλές αναφορές για τον Ferro κατά τις πρώτες μέρες μετά τον θάνατό του. Ο ίδιος ο Πρόεδρος Macron με ανακοίνωσή του, αλλά και πλήθος δημοσιευμάτων στα έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, τόνισαν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του εκλιπόντος και την πολύπλευρη συνεισφορά του στις ιστορικές σπουδές. Από τη μεριά μου, συλλογίζομαι τη ραγδαία ανάπτυξη της Δημόσιας Ιστορίας, ενός κλάδου που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και επεκτάθηκε αργά αλλά σταθερά, μέσα από ποικίλους ορισμούς και εφαρμογές, σε πολλές άλλες χώρες, αποτελώντας στις μέρες μας έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς των ιστορικών σπουδών. Παρότι στη Γαλλία η σχετική συζήτηση γινόταν ανέκαθεν επί μιας εντελώς διαφορετικής θεωρητικής και πρακτικής βάσης, με την έμφαση να δίνεται στον όρο «δημόσιες χρήσεις του ιστορικού παρελθόντος» και με τα πρώτα δείγματα λειτουργικής ενσωμάτωσης του συγκεκριμένου κλάδου να εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, δεν μπορώ να σκεφτώ ποιος άλλος ιστορικός, αν όχι ο γάλλος Marc Ferro, υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή με τόση επιμονή και προσήλωση, μέσα από πολλαπλούς διαύλους, τη Δημόσια Ιστορία, θέτοντας πολύ ψηλά τον πήχη για τις επόμενες γενιές των ιστορικών. Έχοντας αποτελέσει στον θνητό βίο του μια ζωντανή ενσάρκωση της σύνθεσης των αντιθέτων –μαθητής του Renouvin, αλλά και του Braudel· ανένταχτος σε κόμματα, που δεν αρνήθηκε, όποτε έκρινε απαραίτητο, τις δημόσιες πολιτικές τοποθετήσεις· ισότιμα αξιότατος δάσκαλος και ερευνητής– ο επίμονος παραγωγός και διαμεσολαβητής της ιστορικής γνώσης Marc Ferro αναμένεται ότι θα μας απασχολεί για πολλά χρόνια ακόμα με το έργο και την κληρονομιά του.

 

(*)Η Έλλη Λεμονίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Βρες τα βιβλία του Marc Ferro εδώ

Προηγούμενο άρθροΜαγδαληνή δίχως Χριστό (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθρο200 χρόνια, το γαλλικό παράδειγμα (του Σάκη Παπαδημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ