του Χρήστου Τσιάμη
ΙΙΙ
Κοινωνικές αποστάσεις
– Μην πάς στο Εμπόρου του Τζο (Trader Joe’s), μου είπαν, ήταν πατείς με πατώ σε όταν κάναμε απόπειρα να πάμε νωρίτερα. Ούτε που μπήκαμε μέσα. Σηκωθήκαμε και φύγαμε.
Οι συνομηλήτριες μου ήταν δυο νέες γυναίκες. Και του Εμπόρου του Τζο το σούπερμαρκετ, μια αλυσίδα με τρόφιμα χαμηλών τιμών με, ως επί το πλείστον, τη δική της σφραγίδα συσκευασίας, μόλις είχε ανοίξει υποκατάστημα στη γειτονιά μας στο Σόχο, δύο τετράγωνα από εκεί που μένω, και είχε γίνει ευθύς εξ αρχής μαγνήτης των νέων της περιοχής.
Κι έτσι το ανέβαλα μέχρι τις εννιά, μια ώρα πριν κλείσουν, να πάω εκεί να ψωνίσω και να μετριάσω την ερημιά στο εσωτερικό τού παραμελημένου, από τα πρόσφατα ταξίδια μου, ψυγείου. Δεν είχε πολυκοσμία, αλλά ούτε και ποικιλία επιλογών. Όσοι ψωνίζαμε εκείνη την ώρα, άσκοπα φαινόταν ότι γυρίζαμε από διάδρομο σε διάδρομο και γεμίζαμε τα καλαθάκια μας με ό,τι βρίσκαμε που ήταν όχι ακριβώς εκείνο που ζητούσαμε μα κάπως παραπλήσιο στις προτιμήσεις μας. Γιατί οι προηγούμενοι, και οι πιο προηγούμενοι, και οι ακόμα πιο προηγούμενοι, από πρωίας, είχαν απογυμνώσει σχεδόν τα ράφια και τα ψυγεία. Ήταν η ημέρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε αναγγείλει για τον καινούργιο ιό ότι πρόκειται περί πανδημίας. Κι είχε πέσει στην μεγάλη πόλη μας ένας μικροπανικός με την ανακοίνωση αυτή, που μάλλον διάβασαν οι πολλοί στων τηλεφώνων του τις οθόνες, και μετά είδαν και από την Ιταλία τις εικόνες της χώρας εκείνης υπό καταστολή και, όπως φαίνεται, με τα τηλέφωνά τους διέδωσαν την είδηση στο πι και φι. Γιατί μέχρι τότε ο αρχηγός της χώρας έλεγε στο τουίτερ και στην τιβί έλεγε πως ο ιός, που θέριζε επί μήνες την Κίνα, θα ήταν ένα απλό κρυολόγημα στην Αμερική!
Οι ειδικοί φρόντισαν αμέσως να κοινοποιηθούν συμβουλές για την προστασία της δημόσιας υγείας. Μια από τις δυο πιο σημαντικές, οι αποστάσεις οι κοινωνικές. Κι έτσι εκείνο το βραδινό στου Εμπόρου του Τζο χορεύαμε έναν καινούργιο χορό, ομαδικό, φυγοκεντρικών τάσεων με τρόπο, χωρίς δηλαδή να το δείχνουμε ο ένας στον άλλον.
Με δυο χάρτινες σακούλες γεμάτες ανά χείρας περπατάω αργά στο ψιλόβροχο και φτάνοντας απέξω απ’ το παλιό μπαρ, στη γωνία των οδών Σπρίνγκ και Σάλλιβαν, ρίχνω μια ματιά μέσα από τη μεγάλη τζαμαρία επί της Σπρίνγκ που συνεχίζεται επί μακρόν και μετά τη στροφή στη Σάλλιβαν. Αν υπάρχει ένας αξιόπιστος δημόσιος δείχτης μοναξιάς, αυτός είναι ο πάγκος σ’ ένα μπαρ. Εδώ, ο πάγκος είναι γεμάτος. Μια ωραία, εύσωμη, ξανθιά με ωραιότατη κυματιστή χαίτη, μιλάει στη διπλανή της εκφραστικά με μεγάλες κινήσεις που φαίνονται να μπαίνουν στον χώρο της διπλανής της από την άλλη μεριά, με την πλάτη γυρισμένη και τη ματιά της επάνω ψηλά προς την επικρεμάμενη τηλεόραση. Κάποιος παραπέρα μιλάει στον μπάρμαν, και κάμποσα ακόμα μοναχικά κορμιά ως του πάγκου το τέρμα. Είναι όλοι τους νέοι σχετικά, εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, και μάλλον, όπως λένε, δεν «είχαν λάβει το μήνυμα» (did not get the memo)…Για τις κοινωνικές αποστάσεις, μιλάμε, βρε αδερφέ!
Από την άλλη, όμως, εκείνοι που είχαν στριμωχθεί εκείνη τη νύχτα στων σκαμπό τη γραμμή (πίσω τους τα τραπέζια ήταν σχεδόν άδεια), ο ένας επάνω στον άλλον έτσι κολλητοί, ίσως είχαν βρεθεί εκεί απ’ τη μεγάλη την απόσταση, κοινωνικά, που τους χωρίζει, και που μάλλον είναι εσωτερική. Σαν τον ϊό δεν είναι ορατή. Ο Θεός να τους φυλάει τέτοια εποχή!