συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο
Η Μάιρα Παπαθανασοπούλου εξέδωσε δύο μυθιστορήματα που αφορούν τη σκοτεινή πλευρά της πρώην Λ.Δ.Γ./Ανατολικής Γερμανίας αλλα και την επώδυνη συνέχεια της μετά την ένωση της με την ΟΔΓ σε μια “ενωμένη” χώρα. Είναι η Ιεραποστολική στάση και το πιο πρόσφατο Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής, από τις εκδόσεις Πατάκη .Και τα δύο αυτά μυθιστορήματα (στα οποία θα ακολουθήσει και ένα τρίτο με την ίδια θεματολογία αλλά και αρκετή Ελλάδα) έκαναν μεγάλη εντύπωση. Στη συνέντευξη που ακολουθεί η Μάιρα Παπαθανασοπούλου εξηγεί τα κίνητρα αυτής της συγγραφικής τριλογίας.
Γνωρίζω ότι είστε γερμανομαθής αλλά φαντάζομαι κάτι βαθύτερο σας ώθησε να ασχοληθείτε, και μάλιστα με τριλογία, με τα παιδιά στην πρώην Ανατολική Γερμανία (Λ.Δ.Γ.). Ποιο ήταν το κίνητρο;
Κάποτε μου ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσω στη συγγραφή τα εφόδια που προσφέρουν οι ξένες γλώσσες που έχω διδαχθεί (αναζήτηση πληροφοριών από το πρωτότυπο, παρακολούθηση οπτικοακουστικού υλικού, γνώση της ανθρωπογεωγραφίας). Εδώ και χρόνια γράφω ιστορίες που εκτυλίσσονται συγχρόνως σε δύο χώρες. Η μία είναι πάντα η Ελλάδα και η άλλη είναι η χώρα της ξένης γλώσσας. Ξεκίνησα με τα αγγλικά, γράφοντας το αστυνομικό μυθιστόρημα Μακάριοι οι πενθούντες (2006), το οποίο διαδραματίζεται στο Ζούμπερι της Ανατολικής Αττικής και στο Λονδίνο των swinging sixties. Ακολούθησε το Mamma Santissima (2014) που λαμβάνει χώρα στην Κοίτα της Λακωνικής Μάνης και στα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Το 2017 ήρθε η ώρα για το βαρύ πυροβολικό, τα γερμανικά, τα οποία μιλώ σχεδόν εξ απαλών ονύχων. Γνωρίζω την ιστορία της Γερμανίας σε όλες τις φάσεις της και θεωρώ ότι η εποχή της διχοτόμησης είναι η πιο συναρπαστική. Ειδικά η Ανατολική Γερμανία είναι πεδίον δόξης λαμπρόν για έναν συγγραφέα. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή χώρα που βρέθηκε στον σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας παίρνοντας μαζί της πάρα πολλά μυστικά. Υποψιάζομαι ότι είμαι από τους ελάχιστους Έλληνες συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί τόσο διεξοδικά μαζί της. Θα μπορούσα να γράψω άλλα δέκα βιβλία για την Ανατολική Γερμανία και θα υπήρχε περιθώριο για περισσότερα, ωστόσο εγώ περιορίστηκα σε δύο που έχουν ήδη εκδοθεί: Η ιεραποστολική στάση (2017), Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής (Δεκέμβριος του 2022), και, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχω ξεκινήσει τη συγγραφή του τρίτου, με το οποίο θα ολοκληρωθεί η άτυπη τριλογία μου.
Κάποια στιγμή, ειδικά στο πρώτο βιβλίο σας (Η ιεραποστολική στάση) είχα την αίσθηση ότι περιείχε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Προφορικά σε μια συζήτησή μας το διαψεύσατε. Είναι έτσι;
Κάθε βιβλίο μου περιέχει κομμάτια του εαυτού μου, νομίζω ότι αυτό συμβαίνει σε όλους τους συγγραφείς. Ωστόσο υπάρχει ΤΟ βιβλίο, από όλα όσα έχουμε γράψει ή σκοπεύουμε να γράψουμε, που είναι πιο αυτοαναφορικό από τα υπόλοιπα. Η ιεραποστολική στάση είναι το δικό μου άλμπουμ αναμνήσεων και απορώ γιατί το διέψευσα στη συζήτησή μας. Ακόμα και το όνομα της ηρωίδας μοιάζει με το δικό μου: Ζαΐρα Παπαδημητροπούλου. Όπως εγώ, έτσι κι εκείνη αναγκάστηκε να υποκύψει στον συναισθηματικό εκβιασμό της μητέρας της και να μην σπουδάσει Καλές Τέχνες αλλά κάτι «πιο ασφαλές» για να μην στενοχωρηθεί ο ετοιμοθάνατος πατέρας της. Εγώ σπούδασα στην Αθήνα γερμανική φιλολογία, η ηρωίδα μου σπούδασε οδοντιατρική στο Ανατολικό Βερολίνο.
Φαντάζομαι ότι και για τα δύο βιβλία σας (Η ιεραποστολική στάση, Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής) απαιτήθηκε έρευνα. Ποιο σας δυσκόλεψε περισσότερο;
Τα παιδιά της μεγάλης σιωπής αποτέλεσαν μεγαλύτερη πρόκληση υπό την έννοια ότι κινήθηκα σε αχαρτογράφητα νερά. Τη δεκαετία του ’50 και τη μισή του ’60, στις οποίες τοποθετείται η ιστορία μου, ήμουν αγέννητη. Βασικά δεν υπήρχα ούτε ως ιδέα στο επωαστικό κενό. Έπρεπε να βασιστώ σε γραπτές μαρτυρίες και αρχειακό υλικό ανοικτών πηγών. Αντιθέτως, Η ιεραποστολική στάση εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’80, η οποία ήταν η χρυσή φοιτητική εποχή μου. Ο ενδυματολογικός κώδικας, τα μουσικά ακούσματα, τα στέκια, τα πολιτικά και καλλιτεχνικά κουτσομπολιά, οι φαραωνικές προεκλογικές συγκεντρώσεις και οι απανωτές εκλογές… όλα αυτά μού είναι τόσο οικεία, που ομολογώ πως όταν έγραφα υπήρξαν αρκετές φορές που κουνούσα το κεφάλι χαμογελώντας νοσταλγικά.
Στο τελευταίο της βιβλίο αφηγείστε της παράπλευρες ιστορίες δύο κατατρεγμένων ορφανών, του Σταύρου από την Ελλάδα και της Μάρτα από την Νορβηγία. Γιατί δεν επιλέξατε δύο γερμανάκια ως ήρωες;
Γιατί να το κάνω; Οι ίδιοι οι Γερμανοί ξέρουν καλύτερα από όλους να γράφουν για τους δικούς τους. Και, μάλιστα, με τρόπο ψύχραιμο και με μεγάλη δόση αυτοκριτικής, επειδή έχουν αναπτύξει από νωρίς τη λεγόμενη κουλτούρα μνήμης, την οποία αντιλαμβάνονται ως δέσμευση για τη δημοκρατία και ως τον μόνο επώδυνο αλλά ειλικρινή δρόμο προς ένα κοινό μέλλον ειδικά με τις χώρες που καταδυνάστευσαν στο εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν τους. Δύο εξ αυτών ήταν η Ελλάδα και η Νορβηγία, η μία χώρα στον Νότο και η άλλη στον Βορρά, αμφότερες ωστόσο ενωμένες σε κοινή μοίρα υπό τη ναζιστική κατοχή. Δύο ήρωες από αυτές τις χώρες, που τυχαίνει να ζουν στη μεταπολεμική Γερμανία, έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ ως συγγραφέας. Και μιλώντας για κουλτούρα μνήμης, θέλω να ομολογήσω ότι κινήθηκα σε τεντωμένο σκοινί γράφοντας για τον Σταύρο του Παιδομαζώματος (ή Παιδοφυλάγματος κατά άλλους). Σε αντίθεση με τη Γερμανία, εμείς στην Ελλάδα έχουμε δυστυχώς προωθήσει μια στρατηγική της λήθης, είτε ως προσπάθεια κατευνασμού των πνευμάτων προκειμένου να πορευτούμε πιο συλλογικά προς το μέλλον είτε ως προσπάθεια συγκάλυψης εγκλημάτων και απώθησης του ιστορικού τραύματος. Σε κάθε περίπτωση, αυτό για μένα είναι δείγμα εθελοτυφλίας. Αλλά συγχρόνως αποτελεί πρόκληση για κάποιον που γράφει και εκτίθεται στο αναγνωστικό κοινό.
Τόσα χρόνια μετά είναι εύκολο να μπεις κάποιος συγγραφέας στην ψυχή και τις σκέψεις ενός έφηβου σε μια ξένη δικτατορική και απάνθρωπη χώρα. Πώς λύσατε αυτό το πρόβλημα; Μιλήσατε με κάποιον επιζώντα από «τα παιδιά του Μάρκου» ή «τα παιδιά του Χίμλερ;»
Όλο το βιβλίο βασίζεται σε αρχειακό υλικό που τροφοδότησε τη συγγραφική φαντασία μου. Εκμεταλλεύτηκα όσο μπορούσα τις γραπτές μαρτυρίες (λίγες υπάρχουν), ντοκιμαντέρ, μελέτες κ.λπ. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να εντοπίσω κάποιο από αυτά τα «παιδιά». Οι περισσότεροι έχουν πεθάνει, αλλά και τα δικά τους παιδιά γνωρίζουν λίγα πράγματα για το βαρύ παρελθόν των γονιών τους, όπως διαπίστωσα κατά τη διάρκεια της έρευνας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο τίτλος του βιβλίο μου. Τα «παιδιά του Μάρκου» και τα «παιδιά του Χίμλερ» προτίμησαν τη μεγάλη σιωπή, είτε από ντροπή, είτε από φόβο, είτε από μια ενστικτώδη απώθηση του τραύματος. Κάποιοι απλώς προτίμησαν να προφυλάξουν τα δικά τους παιδιά από επώδυνες αφηγήσεις. Θέλω όμως να μοιραστώ μαζί σας την εξής εικόνα από την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου μου στην Αθήνα: Δεκάδες παιδιά αυτών των παιδιών με τίμησαν με την παρουσία τους. Δεν ξέρω πώς το έμαθαν, αλλά άλλος ήρθε από τη Ρουμανία, άλλος από τη Βουλγαρία, την Πολωνία, την πρώην Σοβιετική Ένωση, μία κυρία ήρθε από το Ράντεμποϊλ της Δρέσδης, εκεί όπου τοποθετείται η ιστορία του δικού μου ήρωα. Δεν εννοώ ότι πήραν το αεροπλάνο και ήρθαν στο Public του Συντάγματος ειδικά για αυτόν τον λόγο. Απλώς, βρέθηκαν τη σωστή ώρα στο σωστό μέρος. Αυτό εμένα μου δείχνει τη δίψα των ανθρώπων να πιαστούν ακόμα και από τη μυθοπλαστική αφήγηση σε μια προσπάθεια διαχείρισης του παρελθόντος τους. Υποθέτω ότι διαβάζοντας τα Παιδιά της μεγάλης σιωπής θα νιώσουν ότι ανακαλούν τα περασμένα και τα καθιστούν παροντικά, ξεχνώντας ίσως ότι ισορροπούν μεταξύ κατασκευής και γεγονότος.
Η ιστορία σας εξελίσσεται στην εποχή του ψυχρού πολέμου. Βλέποντας τώρα, από μεγάλη χρονική απόσταση εκείνα τα χρόνια, πώς νοιώθετε σε σχέση με την Γερμανία και τους γερμανούς (τότε και τώρα);
Γνωρίζω την ψυχοσύνθεσή τους, την ιστορία και τη γεωγραφία τους, τα προτερήματα και τα ψεγάδια τους, έχω συναναστραφεί αρκετούς όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο δεν έχουν αγγίξει την ψυχή μου με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Ούτε τότε ούτε τώρα. Στο σχολείο αποκαλούσαμε τους Γερμανούς καθηγητές «μούσλι», επειδή ήταν «άγευστοι», ήτοι αδιάφοροι και διεκπεραιωτικοί. Ωστόσο αναγνωρίζω ότι οφείλω πολλά στη Γερμανία σε επίπεδο συγγραφικό. Μέσα από την πολιτισμική σπουδή αυτής της χώρας ωρίμασε η μυθοπλαστική μου αφήγηση και απέκτησα ατελείωτο υλικό για συγγραφή.
Θα κάνατε μια συνέχεια που να αφορά τις περιοχές της πρώην ανατολικής Γερμανίας με την κρίση, την άνοδο των ναζιστών κ.τ.λ.
Η άνοδος των ναζί στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Στην Ιεραποστολική Στάση γράφω ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 υπήρχαν μεγάλοι θύλακες νεοναζί (σκίνχεντ) που τρομοκρατούσαν αλλοδαπούς εργάτες, χτύπαγαν τους πανκ, βανδάλιζαν κτήρια. Απλώς το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα αποσιωπούσε το φαινόμενο επειδή δεν ταίριαζε στο αφήγημα του «Τείχους που κρατούσε απέξω τους ναζί, οι οποίοι ήταν όλοι μαζεμένοι στη Δυτική Γερμανία».
Η ιστορία σας είναι μια παραλληλία της απάνθρωπης πραγματικότητας του ναζισμού και του κομμουνισμού, τελικά οι δύο Γερμανίες είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά ή όχι;
Θα το πω εξαιρετικά συνοπτικά: Η δικτατορία στη Γερμανία απλώς άλλαξε χρώμα, από καφέ σε κόκκινο.
Ασχοληθήκατε σε πολλά βιβλία σας με τις ερωτικές σχέσεις και κατά τη γνώμη μου με μια αποδομητική ματιά, όσο κι αν αυτό δεν πέρασε σε ένα μεγάλο κοινό ως τέτοιο. Σας επηρέασε; σας έκανε να προβείτε σε κάποιες αλλαγές θεματικές, αφηγηματικές ή άλλες;
Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι: Πιστεύετε ότι γράφω για ερωτικές σχέσεις περισσότερο από ό,τι οι υπόλοιποι συγγραφείς; Δεν νομίζω. Απλώς μου βγήκε το όνομα (εσφαλμένα πιστεύω) όταν έγραψα τον Ιούδα που φιλούσε υπέροχα. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Σε όλα τα είδη γραφής, σε όλες τις θεματικές, ακόμα και στα εξωγήινα σύμπαντα της Ούρσουλα Λεγκέν, υπάρχει η ερωτική σχέση. Κραυγαλέα, υπερτονισμένη, συγκαλυμμένη, υπαινικτική, πάντως υπάρχει. Κι όσοι την υποτιμούν ως «υποπροϊόν» που δεν έχει θέση σε ένα λογοτεχνικό κείμενο αξιώσεων, τι να πω… γούστα είναι αυτά.
Αν διάβασα καλά το τέλος της ιστορίας έχω την αίσθηση ότι τους ήρωες σας θα τους βρούμε και πάλι στο επόμενο βιβλίο σας στο πλαίσιο της τριλογίας που έχετε προαναγγείλει.
Όχι, δεν έχω τέτοια πρόθεση. Κάθε μυθιστόρημα είναι αυτοτελές και αφορά μια διαφορετική εποχή των σαράντα χρόνων της Ανατολικής Γερμανίας. Στο πρώτο μέρος μίλησα για τα χρόνια λίγο πριν και λίγο μετά την Πτώση του Τείχους. Στο δεύτερο μέρος έγραψα για τη δημιουργία της Ανατολικής Γερμανίας και έφτασα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τότε που η χώρα προσπαθούσε να καθιερωθεί στη διεθνή κοινότητα. Στο τρίτο μέρος η περίοδος θα αφορά την Ανατολική, αλλά και τη Δυτική Γερμανία από το ’67 ως το ’74, δηλαδή όσο διήρκεσε η δικτατορία στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω, όλα μου τα μυθιστορήματα έχουν έντονη αναφορά στην ελληνική πραγματικότητα της εκάστοτε εποχής. Μεταξύ άλλων, στο τρίτο βιβλίο θέλω να δείξω πόσο ψυχρά πραγματιστικό ήταν το ανατολικογερμανικό σοσιαλιστικό καθεστώς του Ούλμπριχτ και ακολούθως του Χόνεκερ, που δεν δίστασε να συνάψει αγαστές εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις με τους δικούς μας χουντικούς. Όμοιος ομοίω…