της Μαρίζας Ντεκάστρο
Ο Μικρός Νικόλας, η Μορτίνα, ο Κλουζ, ο Μικρός βρικόλακας, ο Σπασίκλας και η Ξενέρωτη, ο Τομ Γκέιτς, και τώρα Οι βασιλιάδες της βαβούρας. Τα διαβάζεις και ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια, τα διασκεδάζεις και τα δίνεις αμέσως σε παιδιά (που μάλλον τα ξέρουν από φίλους).
Τα τελευταία 15 χρόνια, εισέβαλλαν στην εκδοτική αγορά διεθνείς εκδόσεις που κυκλοφορούν σε πολλές γλώσσες και διαβάζονται με φανατισμό από τα παιδιά, και όχι άδικα: με έξυπνο τρόπο μιλούν για χίλια δυο συνηθισμένα ζητήματα που τα απασχολούν (σχέσεις με τους γονείς, φιλίες, αντιζηλίες, εκπαίδευση, ανατροφή, κλπ), και έχουν βέβαια τρελό χιούμορ- όχι από κείνο το ψεύτικο, δηλαδή το μεγαλίστικο που κατά τη γνώμη του συγγραφέα θα κάνει ένα παιδί να γελάσει. Επιπλέον, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, μπορούν να οδηγήσουν σε άλλα βιβλία και αναγνώσεις, ενδεχομένως πιο απαιτητικές κάτι που επιδιώκουμε όλοι οι ενήλικες. Ίσως να γίνεται κι αυτό. Εντελώς εμπειρικά όμως, ξέρουμε ότι οι αναγνώστες κολλούν σ’ αυτά, ψάχνουν να διαβάσουν αντίστοιχα βιβλία τυποποιώντας έτσι τις αναγνώσεις τους. Ωστόσο τα πιστώνουμε στα υπέρ της ανάγνωσης: έχουν χαρακτήρες οι οποίοι σκέφτονται, θέτουν θέματα, είναι εύκολα και διασκεδαστικά χωρίς να διαθέτουν εκπλήξεις, λογοτεχνική γλώσσα με βάθος και καλλιέπεια, όπως κι αν την ορίζουμε.
*****
Δεν είμαι από αυτούς που θεωρούν ότι η γλώσσα φτωχαίνει, οι νέοι μιλούν χάλια με περιορισμένο λεξιλόγιο, κ.ά. Η γλώσσα εξελίσσεται, προσαρμόζεται, εμπλουτίζεται. Παλιά, καλό παιδικό βιβλίο ήταν το βιβλίο που είχε ‘όμορφη’ γλώσσα, κοσμητικά επίθετα, μεγάλες περιγραφές και πλούτο λεξιλογίου.
Σιγά και σταθερά, στα βιβλία για παιδιά εισέβαλλε η στρωτή καθημερινή γλώσσα, πολύ κοντά στις κουβέντες τους (βλ. βιβλία των γνωστών και αγαπημένων Ελλήνων και Ελληνίδων κλασικών συγγραφέων και άλλων όπως των Ελένη Σαραντίτη, Μαρία Παπαγιάννη, Σοφία Μαντουβάλου, …)
Αργότερα, με την άνθιση του νεανικού μυθιστορήματος, η νεότερη γενιά των συγγραφέων άρχισε να εισάγει μια γλώσσα πιο κοντινή σ’ αυτή την ηλικιακή ομάδα (Παπαθεοδώρου, Μανδηλαράς, Κατσαμά, Κουτσάκης, …). Θεωρώντας τη γλώσσα ένα από τα στοιχεία που προσελκύουν τους αναγνώστες, κάποιοι χρησιμοποιούν κατά κόρο τις νεανικές εκφράσεις, άλλοι λιγότερο. Η νεανική γλώσσα είναι πράγματι ένα στοιχείο της αφήγησης το οποίο βοηθά στην προσέγγιση του περιεχομένου και των χαρακτήρων.
*****
Γέλασα πολύ με το Οι βασιλιάδες της βαβούρας διαβάζοντας τις δραστηριότητες δύο ομάδων μαθητών του δημόσιου γερμανικού γυμνασίου ‘Άλμπερτ Αϊνστάιν’. Η πρώτη είναι του Αμπντί Χαλμάν, και μέλη τους Γκλεμπ από το Καζακστάν, Γιάβιντ από το Αφγανιστάν και Εϊμέν, Γερμανό τουρκικής καταγωγής. Στην άλλη ομάδα, αρχηγός είναι ο Γιούστους Μπίμπερ, και μαζί οι Ραούλ Γκούπτα από Μπαγκλαντές, Κίρα Νγκουγέν από Βιετνάμ (ένα αγόρι που θα ήθελε να είναι κορίτσι), Άνταμ Άνταμ ή αλλιώς Άνταμ2 από το Κονγκό και Ντέρεκ Μίλερ η φάλαινα. Το πεδίο της αντιπαράθεσης δεν είναι κανένας υφέρπον ρατσισμός, όπως ηθικά μας έχουν συνηθίσει οι συγγραφείς των παιδικών βιβλίων. Είναι οι απίστευτες φάρσες που σκαρώνουν οι ομάδες για να πάρουν τον τίτλο του KING OF (the) SCHOOL. Όλοι λοιπόν είναι ίσοι και η ισότητα περνάει φυσιολογικά.
Με απασχόλησε ιδιαίτερα η γλώσσα του Αμπντί, η οποία μου φάνηκε τρομερά εξεζητημένη. Το συζήτησα λοιπόν με τον υπεύθυνο του εκδοτικού οίκου και έμαθα ότι ο Αμπντί χρησιμοποιεί στο γερμανικό πρωτότυπο ένα προσωπικό κοινωνιολέκτο (που θα πει: στοιχείο της κοινωνικής/προσωπικής του ταυτότητας που τον συνδέει με την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκει). Έτσι διαβάζουμε ένα μίγμα αγοραίου κώδικα, μάγκικου, με λάθος σύνταξη, που τρώει συλλαβές, φτιάχνει καινούριες λέξεις. Για παράδειγμα: Για πε’, τι θε’, τι ξε’, ποιος ’σαι … δεν παίζει με την καμία… πιο χάλια πεθαίνεις… να μου τα χώσει… καραχάλια… καρασίγουρος… σαβουριαστώ… το λεπόν… ποτέ του ποτού… ελευτερία, χάμου, πάγαινε…
Εύλογα ερωτήματα για τη γλώσσα και πιθανές απαντήσεις:
- Έχει νόημα μια τέτοια γλώσσα και τι προσφέρει σε αναγνώστες υπό γλωσσική διαμόρφωση;
Δεν προσφέρει ιδιαίτερα, εκτός κι αν θέσουμε το θέμα της γλωσσικής ποικιλίας στα βιβλία των παιδιών.
- Μπορεί να αποκτήσει μεταξύ τους μιμητές, να γίνει μόδα ή να ενισχύσει τον ούτως ή άλλως ιδιαίτερο νεανικό τρόπο ομιλίας;
Εφόσον δεν αναφερόμαστε σε νέους που ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες, οι έφηβοι χρησιμοποιούν κατά κανόνα, και μέχρι να ξεπεράσουν τις αναταράξεις της εφηβείας, το ιδιαίτερό τους ιδίωμα. Στο δεύτερο βιβλίο της σειράς Οι βασιλιάδες της βαβούρας, (θα εκδοθεί το φθινόπωρο), ο Αμπντί γίνεται τύπος και υπογραμμός και ο πρώτος μαθητής του σχολείου και φυσικά αλλάζει και η γλώσσα του!
- Είναι τόσο ισχυρή ώστε να θάψει την ‘ορθή’ καθομιλουμένη;
Αργά ή γρήγορα όλοι υποτασσόμαστε στην ορθή καθομιλουμένη…
- Μήπως είναι κόλπο για να γίνει το μυθιστόρημα πιο τραβηχτικό;
Το χιούμορ, η φαντασία, η εικονογράφηση και το στήσιμο του συγκεκριμένου τουλάχιστον βιβλίου υπερισχύουν. Θα υποτιμούσαμε αυτό και άλλα μυθιστορήματα, αν σκεφτόμασταν έτσι. Ωστόσο, λειτουργεί, μ’ αυτό τον τρόπο ουκ ολίγες φορές.
Αρκεί να θυμηθούμε τη γλώσσα (εξαιρουμένων των γεωγραφικών διαλέκτων) λογοτεχνικών χαρακτήρων σε πλήθος έργα γνωστών πεζογράφων (βλ. Χόλντεν Κόλφιλντ του Τζ. Ντ. Σάλντζερ). Σ’ αυτά τα έργα δεχόμαστε, χωρίς ενστάσεις, τις γλωσσικές ποικιλίες- παρεκκλίσεις και ιδιομορφίες. Κάτι τέτοιο πιστεύω πως θα πρέπει να ισχύει και για την παιδική/νεανική λογοτεχνία.
Σε κάθε περίπτωση, το γλωσσικό ιδίωμα του Αμπντί, και του κάθε Αμπντί, είναι δομικό στοιχείο της λογοτεχνικής προσωπικότητας όπως τη φαντάστηκε ο συγγραφέας και καλύπτει τον ιδιαίτερο τρόπο επικοινωνίας με τους συνομήλικους του και συχνά με τους ενήλικες.
INFO
Γιάκομπ Μ. Λέοναρντ, Οι βασιλιάδες της βαβούρας, Εικ. Σεμπάστιαν Χαίντελ, Μτφρ. Δέσποινα Κλεομβρότου, Εκδ. Καστανιώτη, 2020
Πολύ ωραίο θέμα θίγει η Μ.Ντεκάστρο!