της Όλγας Σελλά
Το θυμάστε το τραγουδάκι που λέγαμε στο σχολείο; «Ο Μάιος μας έφτασε/ εμπρός βήμα ταχύ…». Κι εμείς, οι επαγγελματίες θεατές, με βήμα ταχύ τρέχουμε τον Μάιο –ειδικά αυτόν τον Μάιο- όχι για να «τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή», αλλά για σχηματίσουμε μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη εικόνα από τις πρεμιέρες που πραγματοποιούνται αυτόν τον μήνα. Μόνο αυτή, τη δεύτερη μετά το Πάσχα, εβδομάδα του Μαΐου, έχουν καταμετρηθεί είκοσι τρεις (23) πρεμιέρες! Συνολικά υπολογίζονται περίπου 80 παραστάσεις να κάνουν πρεμιέρα στην Αθήνα μέσα στον Μάιο! Μη βιαστείτε να μιλήσετε για άνθηση θεατρική. Είναι ένα μεγάλο κουβάρι, που περιλαμβάνει τα ολοένα αυξανόμενα θεατρικά σχήματα και ομάδες, τον τρόπο που δίνονται οι επιχορηγήσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού, τους διαθέσιμους χώρους για την παρουσίαση μιας παράστασης αλλά –κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό- τις εξαιρετικά υψηλές τιμές που καλούνται να πληρώσουν οι ομάδες που νοικιάζουν έναν χώρο, είτε ως ημερήσιο ενοίκιο είτε ως ποσοστά στον διαχειριστή του θεάτρου. Έτσι, πολλές, οι περισσότερες από τις επιχορηγούμενες από το ΥΠΠΟ θεατρικές ομάδες συνωστίζονται τον Μάιο, για να παρουσιάσουν τις 15 παραστάσεις που είναι υποχρεωμένες να παραστήσουν για να πάρουν την επιχορήγηση. Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι απευθύνονται σ’ ένα πεπερασμένο κοινό, μπορείτε, πιστεύω, εύκολα να αντιληφθείτε ότι είναι παντελώς αδύνατον αυτό το κοινό να παρακολουθήσει ούτε τις μισές από τις προτεινόμενες. Αν μάλιστα δίπλα στους χρονικούς περιορισμούς βάλουμε και το οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η θέαση τόσων παραστάσεων από όσους δεν πηγαίνουν με προσκλήσεις, το θέμα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο και πιο αδιέξοδο και η τύχη των επιχορηγούμενων παραστάσεων αφήνει –τουλάχιστον- ένα τεράστιο ερωτηματικό για τον τρόπο που γίνεται και για τι προσφέρει, τελικά, στο πολιτιστικό γίγνεσθαι.
Τρεις από τις μαγιάτικες πρεμιέρες είδα την πρώτη εβδομάδα μετά το Πάσχα. Κλασικό κείμενο το ένα, του Ίψεν «Ένας εχθρός του λαού», σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη, σύγχρονα κείμενα οι άλλες δύο. Το ένα αμιγώς θεατρικό και ολοκαίνουργο, του Άκη Δήμου –«Μάθε με να φεύγω»-, σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, το άλλο ένα κείμενο που θέλει να συνομιλήσει και με το ντοκουμέντο και με την πρόσφατη ιστορία: «Άτλας της δεκαετίας του 2000», σε σκηνοθεσία Παντελή Φλατσούση. Ας δούμε τι είδαμε:
«Ένας εχθρός του λαού», σαν κομματική συνέλευση
Σαν αίθουσα συνεδρίασης κόμματος τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, με τις ίδιες άβολες καρέκλες, την ίδια αποπνικτική τσιγαρίλα και την ντουντούκα ως ντεκόρ, είναι στο σκηνικό που στήθηκε για το έργο «Ένας εχθρός του λαού». Όλα τα πρόσωπα του έργου ήταν παρόντα και σκέφτονταν όσα είχα συμβεί. Τις κουβέντες που είχαν ανταλλάξει, τα περιστατικά που ήθελαν να ξανασκεφτούν, τις θέσεις που είχαν ακουστεί. Το εύρημα της Γεωργίας Μαυραγάνη ήταν να ακούγονται σε voice off όλα αυτά, παρότι στην πορεία και στο αποκορύφωμα της ιστορίας του Χένρικ Ίψεν έγινε επαναλαμβανόμενο και δυσλειτουργικό. Το έργο του Ίψεν, βέβαια, εξακολουθεί να είναι ανατριχιαστικά σύγχρονο παρότι έχουν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε που γράφτηκε το 1882. Όλα συμβαίνουν στη μικρή επαρχιακή πόλη Skien (γενέτειρα του Ίψεν), που επί της ουσίας ζει από τα έσοδα των επισκεπτών των ιαματικών λουτρών που διαθέτει. Ο γιατρός Τόμας Στόκμαν, όμως, ανακαλύπτει ότι το νερό είναι μολυσμένο και θέλει να ενημερώσει τους πολίτες για το θέμα, καλώντας και τις τοπικές αρχές να πάρουν μέτρα: «Όλη η ανθηρή οικονομία μας ρουφά τη δύναμή της από ένα ψέμα» θα πει. Εκεί όμως τα πράγματα μπλέκονται. Δημιουργούνται νέες συμμαχίες, διαμορφώνονται νέες ισορροπίες, καλλιεργούνται ίντριγκες, αναδεικνύονται συμφέροντα, που είναι πολύ πιο ισχυρά από την επιστημονική αλήθεια, φυσικά ακολουθούν δολοφονίες χαρακτήρων (το cancel υπήρχε από πολύ παλιά) και ο γιατρός, πολύ σύντομα, θα χαρακτηριστεί «εχθρός του λαού». Υπάρχουν οι εξουσίες από τη μια και το κοινό –που εύκολα γίνεται όχλος και είτε αποθεώνει είτε αναθεματίζει- από την άλλη. Μόνο που «ο όχλος έχει απλωθεί και σε ανώτερες βαθμίδες» θα διαπιστώσει με πίκρα ο Τόμας Στόκμαν, που δεν διστάζει, παρά τον πόλεμο, με κάθε μέσον, που του γίνεται να φωνάζει αυτό που πιστεύει: «Κούφιες αλήθειες κατέχει η πλειοψηφία». Η πάλη της επιστημονικής γνώσης με τα οικονομικά συμφέροντα είναι αμείλικτη υπέρ των δεύτερων. Η Γεωργία Μαυραγάνη κίνησε σωστά τους ηθοποιούς της παράστασης σ’ έναν εξαιρετικά δύσκολο σκηνικό και θεατρικό χώρο όπως είναι το «Ρεκτιφιέ» (παλιό μηχανουργείο και μετά προβάδικο), που δυσκόλεψε πάρα πολύ την αφοσίωση στην παράσταση. Η γκαραζόπορτα της πλαϊνής πλευράς του χώρου έγινε μέρος του σκηνικού, απ’ όπου έμπαιναν και έβγαιναν τα πρόσωπα του έργου. Αλλά καθώς άνοιγε η γκαραζόπορτα, περνούσαν αυτοκίνητα, ενεργοποιούνταν συναγερμοί, και έκαναν ακόμα δυσκολότερη τη διαδικασία θέασης, αδικώντας ασφαλώς την προσπάθεια των ηθοποιών.
Σε γενικές γραμμές ήταν μια ενδιαφέρουσα πρόταση, που όμως θύμιζε περισσότερο διαδικασία πρόβας παρά ολοκληρωμένη παράσταση. Θα ήθελα να την είχα δει στην τελική της μορφή και σίγουρα σε άλλο χώρο.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Σκηνοθεσία: Γεωργία Μαυραγάνη, Δραματουργική επεξεργασία: Γεωργία Μαυραγάνη, Δήμητρα Στρατικοπούλου, Σκηνικά-κοστούμια: Άρτεμις Φέσσα, Μουσική-ήχος: Χάρης Νείλος, Φωτογραφίες: Νίκη Δουλγεράκη.
Παίζουν: Ειρήνη Αδάμου, Βαγγέλης Αμπατζής, Γιώργος Ζυγούρης, Γιάννης Κατσιμίχας, Στέφανος Λώλος, Σταύρος Τσιτσόπουλος.
Στην παράσταση συμμετέχουν μαθητές από το Εργαστήρι Κίνησης και Αυτοσχεδιασμού του Studio Trajectory.
Ρεκτιφιέ (Λ. Κωνσταντινουπόλεως 119, Αθήνα)
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7.30μ.μ., Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 8.30μ.μ.
Μέχρι 30 Μαΐου.
Σ’ ένα παρηκμασμένο επαρχιακό ξενοδοχείο
Σ’ αυτόν το χώρο έστησε την ιστορία του νέου του έργου, το «Μάθε με να φεύγω» ο Άκης Δήμου, που αρκετές στιγμές «συνομίλησε» ευθέως με την «Παρεξήγηση» του Αλμπέρ Καμί. Και η ομάδα bijoux de kant με τον Γιάννη Σκουρλέτη στη σκηνοθεσία ανέλαβαν να το ζωντανέψουν επί σκηνής. Κι αυτή το φορά διάλεξαν για σκηνή έναν χώρο στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, στην οδό Πολυκλείτου 21, που από μια απρόσωπη αίθουσα γραφείων, μετατράπηκε σε μικρή αλλά ζεστή αίθουσα πλατείας και ακόμα πιο ζεστή σκηνή. Το όνομα του χώρου bijoux de kant HOOD art space.
Εκεί στήθηκε μια γωνιά με παλιά έπιπλα, χαμηλούς φωτισμούς, ενθυμήματα (κυρίως παλαιών ερώτων), με κεντημένους πίνακες στους τοίχους, με κουρτίνες ν’ ανεμίζουν ελαφρά από το βραδινό αεράκι. Σ’ εκείνο το περίεργο και παράξενα γοητευτικό μέρος που περιβαλλόταν από αρχαία ερείπια μιας μισοτελειωμένης ανασκαφής, κατοικούσαν δύο αδέλφια με μερικά σκυλιά που γαβγιζαν αδιάκοπα κάπου στον κήπο: η Αγνή (Χάρης Χαραλάμπους – Καζέπης) με τον αδελφό της τον Ίωνα (Στέλιος Δημόπουλος). Δεσποτική, ανυπόμονη, φιλάρεσκη με θεατράλε συμπεριφορά και κίνηση η Αγνή, υποταγμένος και ειρωνικός ο Ίων, που δέχεται αγόγγυστα τις ταπεινώσεις της Αγνής, τις παραξενιές της, και έχει πάνω του όλη την ευθύνη συντήρησης του χώρου. Η Αγνή τακτοποιεί στο έπιπλο-βιτρίνα τα ενθυμήματα των παλαιών εραστών και μας τους «συστήνει» με φιλάρεσκη περηφάνια. Και θυμάται ιδιαίτερα έναν, που έμεινε μόνο μια νύχτα και πάντα τον περιμένει, σαν σύγχρονη Πηνελόπη, κι ας θέλει να δείχνει ότι «καταναλώνει» τους εραστές της. Και τότε φτάνει ένας περίεργος επισκέπτης (Θανάσης Δήμου) που γυρίζει τόσο γύρω από τα ερείπια όσο και γύρω από το ξενοδοχείο. Κι όλα θα ανατραπούν…
Μια ατμοσφαιρική –όπως οι περισσότερες του Γιάννη Σκουρλέτη- παράσταση, δουλεμένη, με ιδιαίτερη σημασία στα σκηνικά, στους φωτισμούς, στη μουσική, στη λεπτομέρεια, με θαυμάσιες ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς, τους δύο σε κόντρα ρόλο (Στέλιο Δημόπουλο και Χάρη Χαραλάμπους), με πολλές αναφορές σε ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (παρωδώντας τες τρυφερά) και με το διαρκές θέμα των έργων του Άκη Δήμου: το αίσθημα εγκλωβισμού (σε χώρους ή σε καταστάσεις), το όνειρο της φυγής και της διαφυγής, την ειρωνεία ως όπλο επιβίωσης, την τελική αποδοχή της ανάγκης του άλλου ή της οριστικής ήττας. Και η queer όψη που επέλεξε δεν ήταν ούτε τάση ούτε μόδα, κι ας είχε αν όχι γκροτέσκο, οπωσδήποτε σουρεάλ στιγμές. Ήταν ένας τρόπος να πει ο Γιάννης Σκουρλέτης ότι όλα αυτά που πραγματεύεται το έργο του Άκη Δήμου αφορούν πολλούς ανθρώπους, πολλούς ψυχισμούς, με πολλές συμπεριφορές και επιλογές. Κι ίσως ένας τρόπος για να γίνουν πιο ανάλαφρα όσα ένιωθαν οι ήρωες του έργου: τη θλίψη, τη ματαιότητα, το φόβο, το κενό, την ήττα.
Μια καλοδουλεμένη παράσταση, ένα ωραίο θεατρικό κείμενο, τρεις υπέροχες ερμηνείες.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης, Σκηνογραφία: Νίκος Παπαδόπουλος, Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα: Φωτισμοί: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Σύμβουλος δραματουργίας: Ασημένια Ευθυμίου, Συντονισμός παραγωγής: Γιώργος Παπαδάκης, Βοηθός σκηνοθέτη Α: Βικτωρία Πάνου, Βοηθός σκηνοθέτη Β: Γεωργία Παλιούρα, Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη.
Παίζουν: Στέλιος Δημόπουλος, Θανάσης Δήμου, Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης.
bijoux de kant HOOD art space (Πολυκλείτου 21, Μοναστηράκι).
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα στις 9μ.μ. Έως τις 3 Ιουνίου.
Αρχείο βιωμένων στιγμών για τη δεκαετία του 2000
Η αρχική ιδέα ήταν εύστοχη. Ο Παντελής Φλατσούσης, που συνυπογράφει το κείμενο της παράστασης «Άτλας της δεκαετίας του 2000» μαζί με τις Παναγιώτα Κωνσταντινάκου και Ιωάννα Λιούτσια, έστησε στην Κεντρική Σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά το στούντιο ενός reality. Γιατί τότε άρχισαν ν’ ανθίζουν, τη δεκαετία του 2000, και να κατακλύζουν τις οθόνες μας και την ημερήσια πληροφόρησή μας. Ένα reality στο οποίο οι διαγωνιζόμενοι πρέπει να αφηγηθούν μέσα από προσωπικές ιστορίες, τις σημαντικές στιγμές της δεκαετίας του 2000. Γι’ αυτό και το «σπίτι» ονομάζεται «Σπίτι Ακαδημίας της Ιστορίας». Και είμαστε στον τελικό, με 4 παίκτες να διεκδικούν το έπαθλο των 50 χιλ. ευρώ: (Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιώργος Κριθάρας, Στεφανία Ζώρα, Αναστάσης Γεωργούλας). Δεν λείπουν οι απαραίτητοι παρουσιαστές (Γιώργος Γλάστρας, Λένα Δροσάκη), απολύτως πειστικοί ως προς το ύφος, την αμφίεση, την ελαφρότητα, την ψεύτικη οικειότητα, που φτάνουν με την υπερπολυτελή λιμουζίνα έξω από το θέατρο, για να εισέλθουν στην πλατεία –άμεση νύξη στην επίδειξη πλουτισμού και πολυτέλειας. Οι γιγαντοοθόνες είναι παρούσες φυσικά, όπως ακριβώς έχουμε δει και σε άλλα reality (αν και ήταν φανερό ότι τα βασικά στοιχεία της όψης είχαν αντληθεί από το Big Brother). Και στη συνέχεια ένας ένας οι διαγωνιζόμενοι έρχονταν μπροστά –στις κάμερες, και ναι υπήρχε και ζωντανή κινηματογράφηση των δρώμενων- και αφηγούνταν την ιστορία τους, που ήταν, εν πολλοίς, ένα χρονολόγιο των ετών δεκαετίας. Ένα «αρχείο βιωμένων στιγμών», που σε διάφορα σημεία διανθιζόταν από τα τραγούδια, ζωντανά επί σκηνής, από το «Παιδί Τραύμα» και την Emi Path. Και υπήρχαν εκεί τα σημαντικότερα γεγονότα της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα: η κατασκευή του Μετρό και του νέου αεροδρομίου της Αθήνας, οι διαδηλώσεις στη Γένοβα, η 11η Σεπτεμβρίου, το El Ninio, η σύλληψη της «17 Νοέμβρη», η «Πολίτικη Κουζίνα», οι βομβαρδισμοί της Βαγδάτης, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 και το Euro της ίδιας χρονιάς, η εγκατάσταση της τεχνολογίας στις ζωές μας, η εκλογή Ομπάμα, το επεισόδιο με τη ζαρντινιέρα στη Θεσσαλονίκη, το facebook, η Αραβική Ανοιξη…
Μόνο που σκηνικά, όλο αυτό ήταν μια διαρκής μονότονη επανάληψη του ίδιου μοτίβου, με τους διαγωνιζόμενους να λένε τις ιστορίες τους, την ενδιάμεση μουσική, ή τις γέφυρες των παρουσιαστών. Οι οποίοι σε κάποιο σημείο, μέσω γιγαντοοθόνης, άρχισαν να μιλάνε σαν πανεπιστημιακοί σε συνέδριο ιστορικών: «Έχει εκτοπιστεί ως κοινωνικός σχηματισμός από έναν άλλον, που ορισμένοι τον ονομάζουν μετανεωτερικότητα, άλλοι υψηλή νεωτερικότητα η υπερνεωτερικότητα ή και ύστερη νεωτερικότητα». Και λίγο πιο μετά (γιατί κράτησε αρκετά αυτή η σκηνή): «Το μοντέλο της επιτυχημένης αυτοανάπτυξης μπορεί να εκληφθεί ως μια ιδιαίτερα φιλόδοξη εκδοχή του επονομαζόμενου pursuit of happiness, διότι αναμένεται από το ίδιο το υποκείμενο να βιώνει στη ζωή του την ίδια πρόοδο, που βιώνει η κοινωνία ως σύνολο». Σκηνή που οπωσδήποτε δεν χώραγε στο προφίλ των παρουσιαστών, που εντελώς άλλο πράγμα έφερναν ως στυλ και στάση, και περισσότερο θύμιζε εισήγηση σε κομματικό αχτίφ, παρά παράσταση που αντέγραφε το ύφος ενός reality. Δεν ήταν το μόνο σημείο του κειμένου που ήταν φανερή μια ανάγνωση της δεκαετίας με ιδεολογικό πρόσημο. Υπήρχαν σε πολλά σημεία, αλλά συνήθως με πιο συναισθηματικό ύφος. Και υπήρχαν και σημεία που άφησαν κάτι θολό να αιωρείται. Όπως εκείνο με τη σύλληψη της «17Ν», που δεν καταλάβαμε αν το πρόσωπο της ιστορίας είχε σχέση με την οργάνωση και κατάφερε να μην συλληφθεί. Και υπήρχαν και ηχηρές αποσιωπήσεις σ’ αυτό το αρχείο βιωμένων στιγμών. Δεν υπήρχε καμία νύξη για το ναυάγιο του «Expres Samina», τον Σεπτέμβριο του 2000 ή για το φρικτό θάνατο των τριών εργαζομένων στη Marfin, τον Μάιο του 2010. Γιατί και το 2010 υπήρχε σ’ αυτό το χρονολόγιο…
Συνολικά ήταν μια προσπάθεια με κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες που θέλησε να χωρέσει πολλά πράγματα σ’ ένα θεατρικό τοπίο, που δεν λειτούργησαν όμως θεατρικά, παρά την προσπάθεια των ηθοποιών (από τους οποίους ξεχωρίζω ιδιαίτερα τη Βίκυ Παπαδοπούλου και τον Αναστάση Γεωργούλα), και την πολύ ωραία μουσική του «Παιδί Τραύμα».
Η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη-σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης, Σύνθεση κειμένου: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου, Ιωάννα Λιούτσια, Παντελής Φλατσούσης, Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου, Ιωάννα Λιούτσια, Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, Πρωτότυπη μουσική σύνθεση και στίχοι: Παιδί Τραύμα, Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα, Χορογραφία – Επιμέλεια κίνησης: Θεανώ Ξυδιά, Βοηθός σκηνοθέτη: Pedefu, Β Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Μαρία Παπαϊωάννου, Βοηθός Σχεδιάστριας φωτισμών: Σεμίνα Παπαλεξανδροπούλου, Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης.
Παίζουν: Λένα Δροσάκη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιώργος Γλάστρας, Γιώργος Κριθάρας, Στεφανία Ζώρα, Αναστάσης Γεωργούλας. Στην παράσταση συμμετέχει και η Sci Fi River.