της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα
Στα έδρανα του Αγγλικού Τμήματος του ΑΠΘ με αφορμή μία πληθώρα μαθημάτων γλωσσολογίας, λογοτεχνίας και μετάφρασης είναι συχνές οι συζητήσεις για τη θέση της γυναίκας στο παρελθόν και το παρόν, τη διαδρομή του φεμινισμού, τα δικαιώματα και τα εμπόδια που συχνά προδιαγράφουν τη γυναικεία πορεία. Γαλουχημένες σε αυτό το ακαδημαϊκό και επαγγελματικό κλίμα η Κατερίνα Γουλέτη και η Βασιλική Μήσιου, μεταφράστριες του έργου της Caroline Criado Perez Αόρατες Γυναίκες: Προκαταλήψεις και Διακρίσεις σε Έναν Κόσμο για Άντρες από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο σκύβουν με εμπειρία, γνώση αλλά και ευαισθησία πάνω από αυτό το πυκνογραμμένο κείμενο. Αντιμέτωπες με μία μεγάλη πρόκληση να διασφαλίσουν «τη γλωσσική ουδετερότητα» (8) καταφέρνουν να προσφέρουν ένα αρτιότατο μεταφραστικό αποτέλεσμα σε ένα αρκετά δύσκολο και προβεβλημένο επιστημονικό έργο.
Το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως και ακτιβίστριας Perez, «μία επιστημονική πραγματεία με στοιχεία ενός φεμινιστικού μανιφέστου» όπως υπογραμμίζει η Γουλέτη σε συνέντευξη της, δεν περνά φυσικά απαρατήρητο: παρέμεινε για 16 εβδομάδες στη λίστα των ευπώλητων των Sunday Times, μεταφράστηκε σε περισσότερες από 12 γλώσσες και τιμήθηκε με την υψηλότερη διάκριση για επιστημονικό τίτλο του 2019 από τη βρετανική Royal Society. Με την εύγλωττη αφιέρωση «σε όλες τις γυναίκες που επιμένουν: συνεχίστε να δυσκολεύετε τους άλλους», η συγγραφέας είναι από την αρχή ξεκάθαρη για τις προθέσεις και το ύφος της. Θα εξετάσει την «απούσα παρουσία των γυναικών» (17), το «έμφυλο κενό δεδομένων» που προκαλείται από και προκαλεί με τη σειρά του «έναν τρόπο μη σκέψης» όπως χαρακτηριστικά δηλώνει η συγγραφέας με αποτέλεσμα η ανθρωπότητα (humanity στα αγγλικά, man ο άντρας) να αντιμετωπίζεται ως καθαρά αντρική έννοια (21).
Η Perez με τόλμη αναγνωρίζει τη δυσκολία της αποστολής της. Όπως επισημαίνει στον πρόλογο «οι Αόρατες Γυναίκες είναι η ιστορία μίας απουσίας- και για μία απουσία είναι δύσκολο να γράψει κανείς» (20). Ωστόσο το μακροσκελέστατο κείμενο των 460 σελίδων (με πλούσια βιβλιογραφία και διαφωτιστικές σημειώσεις σε χωριστή ενότητα του βιβλίου) κατορθώνει να καλύψει μία ευρεία γκάμα θεμάτων και να αποκαλύψει λεπτομέρειες της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής με κραυγαλέα απουσία δεδομένων για τις γυναίκες και αποτελέσματα που συχνά απειλούν την ασφάλεια αλλά και την ίδια τη ζωή των γυναικών: το μέγεθος των έξυπνων τηλεφώνων, η κατασκευή κατοικιών και η επικινδυνότητα των κλειστών χώρων στάθμευσης, ο εκχιονισμός δρόμων και πεζοδρομίων στις Σκανδιναβικές χώρες, οι κίνδυνοι και οι συνθήκες στον εργασιακό χώρο, αλλά και οι τακτικές των φαρμακοβιομηχανιών, ακόμα και οι στολές των αστυνομικών. Από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια αυτά της ιατρικής με «τα σώματα, τα συμπτώματα και οι ασθένειες που επηρεάζουν τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό [να] υποτιμώνται, αμφισβητούνται και αγνοούνται» (297-298). Όπως αποστομωτικά γράφει η Perez «οι γυναίκες πεθαίνουν και ο ιατρικός κόσμος είναι συνένοχος» (277).
Σε μία γενική θεώρηση, τα κεφάλαια της Perez αναδεικνύουν τομείς που παρέμεναν αχαρτογράφητοι για το ευρύ αναγνωστικό κοινό και παρέχουν τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Η επιλογή των θεματικών περιοχών αλλά και η επιχειρηματολογία που τις συνοδεύει φανερώνει την επιστημονική δεινότητα της συγγραφέως, το μέγεθος της διαθεματικής έρευνάς της αλλά και την γενική εκκωφαντική σιωπή γύρω από τη γυναικεία παρουσία/απουσία. Είναι τα στοιχεία που απαντούν εμπεριστατωμένα και δυναμικά στα γνωστά ερωτήματα για την ανάγκη συνέχισης των γυναικείων αγώνων κατά της ανισότητας και των αδικιών που στοιχειώνουν τις γυναίκες από την γέννησή τους. Με απλά λόγια, για ποια ισότητα μιλάμε όταν οι γυναίκες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με τη σεξουαλική βία γιατί δεν έχει ληφθεί υπόψη η ασφάλειά τους στο σχεδιασμό των δημόσιων αποχωρητηρίων;
Από την άλλη, μία ένσταση για το τέλος. Στο αξιόλογο έργο της Perez το «σφυροκόπημα» των δεδομένων ενδεχομένως να κουράζει το αναγνωστικό κοινό που θα περίμενε μία πιο φιλοσοφική, βαθύτερη, μετά την «στατιστική», προσέγγιση στο θέμα των φυλετικών διακρίσεων και προκαταλήψεων. Μετά από ένα καταιγιστικό κείμενο για την έλλειψη επαρκών στοιχείων λείπει η εμβάθυνση, το «από δω και εμπρός». Αντ’ αυτού στον επίλογο έρχεται η υπεραπλούστευση μίας πολύ περίπλοκης πραγματικότητας όπως η ίδια η συγγραφέας απέδειξε τόσο πειστικά. Το καταληκτικό συμπέρασμα του έργου, «Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι « άνθρωποι» ήταν να ρωτήσουν τις γυναίκες» (394), και η ευχή-υπόθεση «Όταν οι γυναίκες συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, στην έρευνα, στην παραγωγή γνώσης, τότε δεν λησμονούνται» (394) κρύβουν μία αφέλεια (μήπως δε θέλουν να ακούσουν οι άνθρωποι ή να αλλάξουν τα δεδομένα οι γυναίκες;) που ηχεί παράταιρα σε σχέση με τον δυναμισμό και πραγματισμό των προηγούμενων κεφαλαίων.
info: Caroline Criado Perez. Αόρατες Γυναίκες : Προκαταλήψεις και Διακρίσεις σε Έναν Κόσμο για Άντρες. Μετάφραση: Κατερίνα Γουλέτη και Βασιλική Μήσιου. Αθήνα: Μεταίχμιο, 2019