του Σπύρου Κακουριώτη
«Το Κυπριακό λύθηκε το 1974» συνήθιζε να λέει ο Μπουλέντ Ετζεβίτ. Το ίδιο επαναλάμβανε συχνά-πυκνά ο Ραούφ Ντενκτάς, όταν δεν επιθυμούσε να συζητήσει με την ελληνοκυπριακή πλευρά. Για το κεμαλικό στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο, το Κυπριακό, το οποίο αντιμετώπιζαν ως πρόβλημα ασφάλειας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, είχε λυθεί με τη ντε φάκτο διχοτόμηση που επέβαλε η στρατιωτική εισβολή πριν από 45 χρόνια και η εγκαθίδρυση μιας αποσχιστικής κρατικής δομής στη Βόρεια Κύπρο.
Η θέση αυτή, την οποία η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε διαρρήδην, με τα «Δεν ξεχνώ» και «Τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια», στην πραγματικότητα ήταν μια κατοπτρική αντανάκλαση της πολιτικής του Μακαρίου, που από το 1963, με την πρόταση αναθεώρησης των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου (τα περίφημα «13 σημεία»), επεδίωκε να καταστήσει την Κύπρο ένα δεύτερο «ελληνικό κράτος», υπό την ολοκληρωτική κυριαρχία της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
Έτσι λοιπόν, αν για τους ελληνοκύπριους η διχοτόμηση ξεκινά πριν από 45 χρόνια, με την εισβολή, την προσφυγοποίηση 200.000 κατοίκων και την κατοχή του 40% του νησιού, για τους τουρκοκύπριους ξεκίνησε δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-1964 ένα μεγάλο μέρος της κοινότητάς τους βρέθηκε πολιορκημένο στους θύλακες. Σχεδόν δύο γενιές Κυπρίων έχουν ζήσει σε συνθήκες πλήρους διαχωρισμού, χωρίς τα μέλη της μιας κοινότητας να έχουν την παραμικρή επαφή και γνώση για τα μέλη της άλλης –χωρίς οι τραυματικές εμπειρίες των μεν να έχουν την ευκαιρία να «ζυμωθούν» με τις τραυματικές εμπειρίες των δε. Μονάχα οι άνω των 60 ετών διατηρούν μνήμες κοινής συμβίωσης και κοινωνικότητας με τους συμπατριώτες τους της άλλης πλευράς.
Έχοντας αποκλείσει τη στρατιωτική «λύση» –τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον– η ελλαδική και η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχτηκε τη δημιουργία ενός διζωνικού ομοσπονδιακού κράτους και σε αυτή τη βάση διεξάγονται, από το 1974 και εντεύθεν, οι διακοινοτικές συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού. Σύμφωνα με τα «εθνικώς ορθά» στερεότυπα με τα οποία βαυκαλίζεται η κοινή γνώμη, η ομοσπονδία αποτελεί την «ύστατη υποχώρηση» της ελληνικής πλευράς, την οποία όμως απορρίπτει η τουρκική, διότι αυτό που επιθυμεί, ουσιαστικά, είναι κάποιας μορφής συνομοσπονδία, πρώτο βήμα για την οριστική διχοτόμηση.
Όσο κι αν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, σε Ελλάδα και Κύπρο, θεωρεί ότι τα πράγματα ήταν και συνεχίζουν να είναι έτσι, ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά αποτελεί μονίμως θύμα της τουρκικής «προκλητικότητας», μια προσεκτικότερη μελέτη δείχνει αρκετά καθαρά ότι σήμερα πλέον το μπλοκ εξουσίας που έχει συγκροτηθεί γύρω από τον πρόεδρο Αναστασιάδη φαίνεται αποφασισμένο να αρκεσθεί στα εικαζόμενα κέρδη από την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ, εγκαταλείποντας (ίσως οριστικά) την οποιαδήποτε προοπτική συνεταιρικής λύσης. Άλλωστε, η ελληνική πλευρά ήταν εκείνη που τίναξε στον αέρα τις τελευταίες συνομιλίες στο Κραν Μοντανά, τη στιγμή που, όπως παρατηρούν ειδήμονες περί το Κυπριακό, ακόμη και οι τελευταίες λεπτομέρειες μιας συνολικής λύσης είχαν συμφωνηθεί.
Πώς, λοιπόν, φτάσαμε στο σημείο το «taksim», η διχοτόμηση, από σύνθημα του τουρκικού και τουρκοκυπριακού εθνικισμού το 1955-59 να μεταβληθεί σε άρρητα αποδεκτή συνέπεια της κεντρικής πολιτικής κατεύθυνσης της ελληνοκυπριακής πλευράς; Ο κοινωνιολόγος Γρηγόρης Ιωάννου, στη μελέτη του Ο Ντενκτάς στο Νότο, αναλύει ακριβώς αυτήν την πορεία «κανονικοποίησης» της διχοτόμησης στην πολιτική, αλλά και στις συνειδήσεις, της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Αφού εξετάσει συνοπτικά την ανάπτυξη των εκατέρωθεν εθνικισμών μετά το 1950 και την εμπέδωση του διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων, τόσο στην περίοδο 1963-1974 όσο και μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, εστιάζει στο «παράθυρο ευκαιρίας» που δημιουργήθηκε μετά την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία στην Τουρκία και τον παραμερισμό του Ντενκτάς στην Κύπρο, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 και την ακώλυτη μετάβαση ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων στην άλλη πλευρά της «πράσινης γραμμής», για πρώτη φορά μετά το 1974.
Η νέα αυτή συνθήκη, σε συνδυασμό με τις κινητοποιήσεις των τουρκοκυπρίων, που προσδοκούσαν, μέσω της συμμετοχής τους στην ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου, να άρουν την απομόνωση και να προωθήσουν τον εκδημοκρατισμό της κοινότητάς τους, δημιούργησε μια δυναμική επανένωσης, που όμως έσβησε μπροστά στο βροντερό «όχι» της ελληνοκυπριακής πλευράς στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, το 2004. Οι τουρκοκύπριοι, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είπαν «ναι» στο προτεινόμενο σχέδιο, είχαν εκφράσει την απογοήτευσή τους φωνάζοντας το σύνθημα που δίνει και τον τίτλο στη μελέτη του Γρηγόρη Ιωάννου: Güneydeki Denktaş! («Ο Ντενκτάς στον Νότο!») Ας πάει εκεί όπου εκτιμούν την πολιτική του…
Συγκροτώντας ένα «ντε φάκτο διχοτομικό» πλειοψηφικό μπλοκ, το δημοψήφισμα αποτέλεσε ένα σημείο καμπής που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, αναδιέταξε τις βασικές διαιρετικές τομές στο εσωτερικό της ελληνοκυπριακής κοινότητας, πάνω στον άξονα «επανενωτικών» – «διχοτομιστών». Η αντίθεση αυτή, ανάλογη της οποίας δημιουργήθηκε και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα χαρακτηρίσει την δεκαπενταετία που ακολούθησε. Παρά την προεδρία του Δημήτρη Χριστόφια, ηγέτη του αριστερού ΑΚΕΛ –ή, ίσως, εξαιτίας των αποτυχιών που την χαρακτήρισαν, όπως η διαχείριση της διαφαινόμενης οικονομικής κρίσης– η διχοτομική αντιομοσπονδιακή επιλογή φαίνεται πως, άρρητα, έχει πλέον εδραιωθεί στη συνείδηση και στην πολιτική της ελληνοκυπριακής πλευράς, βοηθούσης και της αυταρχικής στροφής της διακυβέρνησης Ερντογάν στην Τουρκία.
Η «κρίση των γεωτρήσεων», που θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι η πλέον απτή ένδειξη της απόφασης της κυπριακής δεξιάς, που αποτελεί σήμερα τον πυρήνα του «απορριπτικού μπλοκ», η ελληνοκυπριακή κοινότητα να προχωρήσει μόνη της –το αποδεικνύει, άλλωστε, και η πρόσφατη, δυστυχώς ομόφωνη, απόρριψη της πρότασης του τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί για από κοινού διαχείριση των υδρογονανθράκων υπό την εποπτεία της Ε.Ε., που θα μπορούσε να αποφορτίσει την ένταση που προκάλεσαν οι (παράνομες) τουρκικές γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ.
Η μελέτη του Γρηγόρη Ιωάννου, ιστορικοποιώντας τις συνθήκες εδραίωσης της διχοτομικής επιλογής, φιλοτεχνεί μια μάλλον απαισιόδοξη εικόνα για το μέλλον. Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας, ο οποίος συμμετέχει ενεργά σε διακοινοτικές κινήσεις επαναπροσέγγισης, όχι μόνο ως ακαδημαϊκός αλλά και ως ακτιβιστής, βασισμένος στην αισιοδοξία της βούλησης, διατηρεί την ελπίδα ότι η κινητοποίηση των πολιτών και από τις δύο πλευρές, ένα κίνημα «από τα κάτω», θα μπορούσε να βάλει φρένο στις διχοτομικές πολιτικές των συντηρητικών κύκλων, και στον Βορρά και στον Νότο.
Με το εξαιρετικά ενδιαφέρον και τυποτεχνικά άρτιο βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου κάνει την παρθενική του εμφάνιση ένας νέος εκδοτικός οίκος, που φέρει το όνομα Ψηφίδες και εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί το πρώτο της κυπρολογικής σειράς «Ρότσος» (που σημαίνει «βράχος» στην κυπριακή διάλεκτο), δημιουργώντας υψηλές προσδοκίες για τη ρηξικέλευθη συνέχεια…
info:Γρηγόρης Ιωάννου,Ο Ντενκτάς στον Νότο,Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά,Ψηφίδες, 2019