του Δημήτρη Λεοντζάκου
Και οι μέρες δε γεμίζουν αρκετά
Και οι νύχτες δε γεμίζουν αρκετά
Και ή ζωή γλιστράει σαν αρουραίος
Χωρίς καν να κουνάει το γρασίδι.
(Lustra, Ezra Pound 1)
Γιατί οι βάρβαροι θα μας αιχμαλωτίσουν, θα μας βιάσουν, θα μας δολοφονήσουν και, την ίδια στιγμή, κανένας οίκτος δεν θα τους συγκρατεί. Θα εκτελούν τις πιο ωμές τους πράξεις με αδιαφορία, μ’ ένα απόλυτο ζωικό ένστικτο, με άγνοια αυτού που είναι για εμάς οι τύψεις. Και μαζί έτσι με την φρίκη θα μας προκαλούν ένα δέος. Θα νιώθουμε τότε μια επαφή του ανθρώπου με το απόλυτο, μια ασύλληπτη αθωότητα, σαν να μην βλέπουμε ανθρώπους, σαν να κοιτάζουμε ένα φυσικό φαινόμενο, σαν να παρατηρούμε απλώς τα αστέρια. 2
«Οι βάρβαροι είναι και πάλι ένα όριο» είπε. «Είναι μάλιστα το ύστατο όριο. Γιατί αν ποτέ περάσουμε όλα τα άλλα, θα φτάσουμε στην κατάσταση στην οποία φανταζόμαστε τους βαρβάρους.» 3
1.
Είναι ιεροσυλία να ζητάμε από την τέχνη τόσο λίγα. Να περιμένουμε από αυτήν να μην ακουμπά στο ιερό. Δηλαδή στην απουσία του. Αυτό σήμερα ισούται με το απανταχού διαθέσιμο κενό. Ρέον νερό από τα μάτια μας. Αλλά ένα κενό που είναι έτοιμο να γραφεί. Ιδού: η γραφή του Δημήτρη Τανούδη.
2.
Η απουσία ‒ σκέφτομαι ‒ θα μπορούσε να παρασταθεί με δύο τρόπους. Με μία ύπαιθρο, όπου δεν διακρίνουμε τίποτε, αλλά ο τραγικός ήρωας θάλλει ιερός. Η φύση ως ναός. Ο ήρωας ως δάσος. Περπατά ατάραχος ανάμεσα σε δέντρα και μυστηριακά ιερουργεί. Βλέπε τα βέβαια βήματα του Πενθέα στο βουνό, τις Βάκχες. Ή και την επί του όρους ομιλία. Επιβάλλει έναν χώρο ολόκληρο και τον τελειώνει μέσα μας. Ένα αόρατο θέατρο κουβαλά για να απλωθεί, να κατακρεουργηθεί ο λόγος του διαυγής, εκεί. Κατοικεί αυτόν τον λόγο. Υποβάλλει κάτι επείγον και επικίνδυνο: ομιλεί. Η ομιλία του μας συγκροτεί. Ανθίζει το έγκλημα ως αψίδα ή πύλη: η μόνη θύρα προς τις λέξεις, δηλαδή προς το άφατο. Το Κακό ως εκκλησία φορητή. Η αφόρητη Σιωπή. Της Κατάρας, του Χρησμού ή της Ύβρης. Η Άρτεμη και ο Ακταίων. Η φαντασμαγορική Οπή του Marquis de Sade. Η ζωγραφική του Balthus.
Δουλειά του Λούντβιχ είναι να εξηγεί τέτοιου είδους νοήματα, […] λίγο δηλαδή πριν επιτεθεί στο αθέατο. Τι λοιπόν υπάρχει εκεί, πέρα από τα βουνά, τις λίμνες, τα δάση;
Αν και είναι αδύνατο να φτάσουμε οπτικά σ’ αυτές τις εκτάσεις, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι το μόνο που βρίσκεται εκεί είναι η ερήμωση. «Θέλετε να πάτε εκεί;» θα πει τότε ο Λούντβιχ. «Θα βρείτε όσα υπάρχου κι εδώ. Εκτός όμως από τους ανθρώπους».
«Και οι βάρβαροι;» 4
3.
Η άλλη διέξοδος ‒ για μία πιθανή παράσταση της απουσίας ‒ είναι, σκέφτομαι, η πόλη. Η Σκανδιναβία και οι υπερβόρειες κολάσεις του σιωπηλού. H σύγχρονη ζωή και ο χώρος της ως φύση. Απούσα φύση, απουσία φύσης. Ο ναός ως δασάκι. Το διακρίνουμε αυτό σε πολλές αφηγήσεις, διηγήσεις, φαντασιώσεις, διαφημίσεις της εποχής μας. Ή προβολές της στο μέλλον της. Όπου στο κέντρο της υπερσύγχρονης πόλης μας, υπάρχει και συνεχίζει να ζει ο άνεμος του μυθικού. Ρέει υπογείως το μυστικό νερό του απάνθρωπου. Του μακρινού η απότομη κλίση. Η Απόλαυση του άχρονου, του άφωνου και του βωβού η τομή. Του άγριου ζώου η κρύπτη. Βλέπε τον Οιδίποδα επί Κολωνώ. Ο καρπός, ο άχρονος πρόγονος, ιερός, είναι εδώ. Διαθέσιμος.
…μια ζωή έξω από τον πολιτισμό, μια ζωή ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα της λίμνης, που δεν σκέπαζαν στ’ αλήθεια κανένα από τα γεννητικά μας όργανα. 5
4.
Έχουμε ένα ήσυχο βιβλίο: Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος. Όχι λυρικό, αλλά επικείμενο. Υποβλητικό. Που υποβάλλει κάτι ερχόμενο. Το ερχόμενο. Ένα ερχόμενο, έναν ερχόμενο όμως, που δεν θα έρθει, που δεν έρχεται διότι είναι εδώ. Που τον υποβάλει διότι δεν μπορεί να το πει. Δεν τον λέει, δεν το λέει αλλά ξαναπροσπαθεί. Θέλει αλλά δεν μπορεί. Σιωπά, αλλά το κοιτά, το ερχόμενο, το καθρεφτίζει κι εμείς το ακούμε να αναπνέει, να κινείται – ολόσωμο και βουβό μες στο κλουβί – απ’ το κυρτό του είδωλο, από τον αμφιβληστροειδή, όπως καθρεφτίζεται μέσα στα μάτια του. Μέσα από τα ολομόναχα μάτια της γραφής του.
Θα επιμείνουμε στον πολιτισμό ακόμα κι όταν θα ‘χουμε καταλάβει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούμε θα ‘ναι να ενδώσουμε στην αιώνια και βαθύτερη ανάγκη μας, όταν θα γέρνουμε προς τον γκρεμό και η ανάγκη μας θα ‘ναι το μοναδικό χέρι. Ούτε και τότε θα αλλάξουμε‧ ούτε και τότε θα γίνουμε οι βάρβαροι. Όχι όμως γιατί θα πιστεύουμε ότι η αγάπη δεν μπορεί να έχει θέση στη ζωή των βαρβάρων αλλά γιατί θα ξέρουμε ήδη ότι οι βάρβαροι είναι απλώς το πρόσωπο της Αριάνε, το πρόσωπο του Ράινχαρτ, το πρόσωπο της μητέρας μου.
Μια φούσκα πέταξε απ’ το τσούρμο των παιδιών, κινήθηκε αργά στον αέρα, ώσπου ήρθε και έσκασε πάνω στα μάτια μου. Άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει και γύρισα να κοιτάξω. Τίποτα, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ήταν ακόμα εκεί. 6
5.
Το βιβλίο του Δημήτρη έχει κάτι από τον νεανικό ενθουσιασμό, τον διονυσιακό στροβιλισμό των πρώιμων γερμανών ρομαντικών, την στοχαστική θεατρικότητά τους και την τραγική μοίρα τους θα έλεγα. Τις εμμονές τους επίσης. Η φιλοσοφία, η ποίηση, το θέατρο, η πολιτική, οι πρώτες κοινωνικές ουτοπίες, είναι χώροι που το γενούν ‒ και τους γεννά ξανά κι αυτό στα ελληνικά για εμάς. Αυτό δεν είναι καθόλου λίγο, κάθε άλλο. Ιδίως σήμερα που διαδίδεται ένας ναρκισσιστικός, ναρκωτικός εξομολογητισμός, το βιβλίο του Δημήτρη Τανούδη διδάσκει διακριτικότατα λογοτεχνία, στυλ, φόρμα, ιστορία. Και γλώσσα βέβαια, διότι από τα πρώτα του έργα ήδη, η ποίηση, η πύκνωση, το ύφος είναι ο χώρος, είναι η χώρα της γραφής του.
Οι εμφανείς καβαφικές αναφορές του βιβλίου και του τίτλου του, το επηρεάζουν μεν, όμως κυρίως μορφικά θα έλεγα και μ’ έναν πλάγιο, υπόγειο, πολύ προσωπικό ή επεξεργασμένο τρόπο. Ας πούμε στην έντονη διαλογική ανάπτυξη του βιβλίου του Δημήτρη, θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει και το καβαφικό εύρημα μιας συνεχούς, δραματικής, θεατρικής απεύθυνσης που είναι παρούσα στο Περιμένοντας τους βαρβάρους. Χρώματα ή ιριδισμοί καβαφικής κόπωσης ή επιθυμίας ανθίζουν ενίοτε, αλλά πάντοτε ακουμπούν και τελικά παραδίδονται σε κάτι πιο ολόσωμο, περήφανο, καλλίγραμμο και μοναχικό.
Με το λεύτερο γένος μου στους άγριους βράχους ζευγαρώνω‧
οι απόμερες γωνιές
Έχουν ακούσει την ηχώ από τις φτέρνες μου,
στο ψυχρό φως
στη σκοτεινιά.
Tenzone, Lustra, Ezra Pound
6.
Ο Pound είναι μία δική μου προσθήκη, ένας δικός μου συνειρμός, ο οποίος με βοηθάει να πω ή να δείξω, ίσως, μερικά πράγματα που διακρίνω στο βιβλίο Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος. Για την πολιτική, την ιστορία, το Κακό ‒ μέσα ή έξω από τον πολιτισμό ‒ τον παράδεισο, έναν συγκεκριμένο εγκυκλοπαιδισμό ή και κοσμοπολιτισμό, τον μοντερνισμό, την τιμωρία. Την απόλυτη καταστροφή, την ζωή ως εφικτή και μετά από αυτήν και έναν ήρεμο μεσσιανισμό, μία συνεχή προβολή σε ένα μέλλον σχεδόν επιστημονικής φαντασίας. Ένα συνεχές ζικ ζακ στους χρόνους, στους τόπους, στις γλώσσες, στα πρόσωπα. Την μνήμη, την ενοχή και την θυσία. Lustra, λοιπόν. Είμαστε σε μία από τις πρώιμες, τις πρώτες συλλογές του Pound, όπου, μεταξύ των άλλων, επικρατεί και μία νεανική, επίμονη ή καυστικότατη ειρωνεία.
Lustrum: εξιλαστήρια θυσία για τις αμαρτίες όλου του λαού, πού πρόσφεραν οι κήνσορες, όταν τέλειωναν την πεντάχρονη θητεία τους κλπ.
Απλό Λατινικό Λεξικό του Charlton Τ. Lewis 7
7.
Αυτό που θα μας σώσει, βέβαια, δεν είναι οι προθέσεις, αλλά η γλώσσα μας. Δηλαδή η απουσία. Επειδή, στην λογοτεχνία, οι βάρβαροι δεν έρχονται ποτέ και αυτή η στάση τους μας αφήνει υπαρξιακά και γλωσσικά έκθετους. Η έλλειψη λοιπόν, πέρα από κάθε ηθική και κάθε ιστορία. Η έλλειψη πάντα, πέρα ίσως και από το Κακό, που πολλές φορές είναι ένα ενδεχόμενο όνομά της. Η έλλειψη, δηλαδή η επιθυμία. Είθε, λοιπόν.
σημειώσεις
- Γενικό μότο του βιβλίου στο Lustra, Ezra Pound, London, 1916.
- Δημήτρης Τανούδης, Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος, εκδ. Μωβ Σκίουρος, 2020, σελ.150.
- ο.π. σελίδα 71
- ο.π. σελίδα 7
- ο.π. σελίδα 147
- ο.π. σελίδα 150
- Σημείωση που παραθέτει ο ίδιος ο Pound, εν είδη διευκρίνησης, στην αρχή του βιβλίου Lustra, London, 1916.
Δημήτρης Τανούδης, Η ανάγκη του να είναι κανείς βάρβαρος, εκδ. Μωβ Σκίουρος
Βρες το εδώ