της Κατερίνας Σχινά
Ξαναμπαίνοντας στον κόσμο της Λουσία Μπερλίν με την καινούργια της συλλογή διηγημάτων «Βράδυ στον Παράδεισο» ξαναβρίσκουμε την φαντασμαγορία μιας ζωής που βιώθηκε ως το μεδούλι. Γράφω «φαντασμαγορία», για να υπογραμμίσω την πολυκύμαντη διαδρομή αυτής της ζωής, τις συνεχείς ανατροπές, εναλλαγές, μετοικήσεις, τις συναντήσεις με τα πιο απίθανα πρόσωπα, τις απολαύσεις και την οδύνη. Μια ζωή που δεν είχε τίποτε λαμπρό, πέρα από μια εφηβεία μέσα στην χλιδή του βραχύβιου πατρικού πλούτου, αλλά και τίποτε ζοφερό, αφού ακόμα και στις περιόδους της μεγάλης δυστυχίας – δυσλειτουργική οικογένεια, οικονομική στενότητα, σοβαρά προβλήματα υγείας, αλκοολισμός, διαβρωτικές σχέσεις με συζύγους (ένας από τους οποίους είναι τοξικοεξαρτημένος) και εραστές – η πρωταγωνίστρια των αφηγημάτων της Μπερλίν (μια λογοτεχνικά επεξεργασμένη εκδοχή της ίδιας, αφού κάθε εξιστόρησή της είναι κραυγαλέα αυτοβιογραφική) δεν παραιτείται από την αναζήτηση της χαράς. Η ζωή της (και η δουλειά της) είναι μια διατράνωση της πίστης της στον έρωτα και στη φιλία, στη μητρότητα, στη σύνδεση με τους άλλους. Ένα δοξαστικό στη φύση και τα χρώματα, στο φαγητό και στις ευωδιές του, στην τέχνη – ιδίως στη μουσική – και στην εκστατική απόλαυσή τους. Και ταυτόχρονα μια θαρραλέα διαπραγμάτευση της αναπόδραστης μοναξιάς που ροκανίζει τη ρίζα της ύπαρξης.
Η συλλογή «Βράδυ στον Παράδεισο» περιλαμβάνει είκοσι δύο πιο σκληρά, ελλειπτικά αφηγήματα. Χαρακτήρες που είχαμε γνωρίσει από τις «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» επανέρχονται, αλλά με περισσότερες αποχρώσεις. Γυναίκες παγιδευμένες ή εγκαταλελειμμένες από εγωπαθείς άνδρες, έφηβες που μυούνται βίαια σ’ έναν κόσμο ωμής σεξουαλικότητας. Ένας διάχυτος ερωτισμός που δεν μαραίνεται παρά την συναισθηματική ξηρασία που περιβάλλει τις ηρωίδες. Η συζυγική σχέση, μια συνεχής ταλάντωση ανάμεσα στην προσδοκία και τη ματαίωση. Η οικογένεια, μια αρένα αντικρουόμενων παθών. Η μητρότητα, μια αυτόβουλη υποτέλεια. Το αλκοόλ, πανταχού παρόν, η ηρωίνη, μια μόνιμη απειλή. Οι τόποι, οι πόλεις, τα σπίτια, παροδικοί σταθμοί στο ασθματικό κυνηγητό της ευτυχίας, μιας ψευδαίσθησης που απομακρύνεται όσο την πλησιάζεις.
Η Λουσία Μπερλίν είναι αληθινή – και ξέρει πολύ καλά ότι στην αλήθεια των γραφομένων της οφείλεται το συγκινησιακό ρίγος που προκαλούν αλλά και η αξεπέραστη ενότητα της πολυπρισματικής, καλειδοσκοπικής της αφήγησης. Εκθέτοντας ανενδοίαστα στον αναγνώστη το πολυδαίδαλο μυθιστόρημα της ζωής της, μεταπλάθοντας το προσωπικό βίωμα και συνδέοντάς το με την κοινή ανθρώπινη εμπειρία, καταφέρνει να προσδώσει καθολικότητα σε εντελώς ιδιωτικές ιστορίες. Ο πρωτότοκος γιος της Λουσία, ο Μπέντζαμιν Μαρκ Μπερλίν, ο Μίκο, όπως τον φώναζε η μητέρα του, που φρόντισε το έργο της και το παρέδωσε πλήρες λίγο πριν από τον πρόωρο θάνατό του, το 2005, αφηγείται χαρακτηριστικά:
«Η μητέρα μου έλεγε ότι η ιστορία πρέπει να είναι αληθινή – ό,τι και να εννοούσε μ’ αυτό. Νομίζω πως εννοούσε να μην είναι σκηνοθετημένη, ούτε όμως τυχαία ή άσκοπη· να την αισθάνεσαι βαθιά, να είναι συναισθηματικά σημαντική. Κάποτε είπε σε έναν φοιτητή της ότι η ιστορία που είχε γράψει ήταν υπερβολικά έξυπνη – μην προσπαθείς να είσαι έξυπνος, του είπε. Μια άλλη φορά, στοιχειοθέτησε μια από τις ιστορίες της σε καυτό μέταλλο σε λινοτυπική μηχανή και μετά από τρεις μέρες δουλειά πέταξε όλες τις αράδες πίσω στο χωνευτήρι, επειδή, είπε, η ιστορία ήταν ‘ψεύτικη’».
Μην κάνεις τον έξυπνο με τη γραφή, μην κάνεις τον έξυπνο με τη ζωή, μας λέει σε όλους τους τόνους η Λουσία Μπερλίν. Γεύσου την, παραδώσου της, αντιστάσου σ’ αυτήν. Θα σε εξαντλήσει και θα σε ανταμείψει· θα σε τραυματίσει και θα σε εκστασιάσει. Όλα μαζί, αφού το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο. Όσο για την αλήθεια των μοναδικών γραπτών της Λουσία Μπερλίν, αυτή υπερβαίνει την αυτοβιογραφική γεγονότητα υπέρ μιας συνταρακτικής συναισθηματικής αυθεντικότητας. Ή, όπως έγραψε ο κριτικός Ντέβιντ Μέισον, «η Λουσία είπε την αλήθεια καλά, είτε είπε την αλήθεια είτε όχι».
*************
Λουσία Μπερλίν – ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑ (ανέκδοτο κείμενο σε μτφρ Κατερίνας Σχινά)
Στο βιβλίο της “Welcome Home” η Λουσία Μπερλίν μιλάει για τα σπίτια ή τα δωμάτια από τα οποία πέρασε στη διάρκεια της πολυκύμαντης ζωής της. Είκοσι μία εγγραφές, γραμμένες με νοσταλγία, χιούμορ, τρυφερότητα, ωμό ρεαλισμό, ισορροπούν στο σημείο συνάντησης του απομνημονεύματος και της μυθοπλασίας. Ο «Αναγνώστης» παραθέτει τρεις από αυτές τις εγγραφές, ξεκινώντας από το πρώτο σπίτι όπου είδε το φως η συγγραφέας, σ’ έναν απομακρυσμένο οικισμό της Αλάσκας κοντά στο ορυχείο όπου ο πατέρας της εργαζόταν ως μεταλλειολόγος, και κλείνοντας με το κατάλυμα μιας νύχτας, σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ζωής της.
- JUNEAU, ΑΛΑΣΚΑ
Έλεγαν ότι ήταν ένα γλυκό μικρό σπιτάκι με πολλά παράθυρα και τεράστιες ξυλόσομπες, με σίτες σ’ όλα τα παράθυρα για να μας προστατεύουν από τα κουνούπια. Έβλεπε στον κόλπο, ηλιοβασιλέματα, αστέρια και εκθαμβωτικό Βόρειο Σέλας. Η μητέρα μου με λίκνιζε στην κούνια μου καθώς ατένιζε απλανώς το λιμάνι, πάντα γεμάτο με ψαροκάικα και ρυμουλκά, αμερικανικά και ρωσικά μεταλλευτικά πλοία. Η κούνια μου βρισκόταν στην κρεβατοκάμαρα, όπου ήταν είτε πολύ σκοτεινά είτε πολύ φωτεινά όπως μου έλεγε, χωρίς να μου εξηγεί περισσότερα για την εναλλαγή των εποχών ή τη διάρκεια των ημερών. Η πρώτη λέξη που είπα ήταν “φως”.
- GREENWICH STREET, ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ
Υπέροχα. Ο Ρέις κι εγώ καλύτερα τώρα, κάνουμε και πάλι έρωτα πολύ γλυκά, αλλά εξακολουθεί να μου μιλάει σπάνια. Πήγαμε σε πολλές ωραίες εκθέσεις. Ρόμπερτ Φρανκ, Ρίτσαρντ Ντέιμπενκορν, Μαρκ Ρόθκο, Αλμπέρτο Τζακομέτι. Ακούσαμε Μάιλς, Μπιλ ‘Εβανς με τον Σκοτ Λα Φάρο, Κολτρέιν, Θελόνιους Μονκ, Ντίζι Γκιλέσπι, πολλούς άλλους. Σπουδαίοι μουσικοί όπως ο Γουέιν Σόρτερ, ο Τζίμι Κνέπερ, ο Φρέντι Γκρίνγουελ, ήρθαν να τζαμάρουν με τον Ρέις στη σοφίτα μας. Έπαιζε θαυμάσια. Όλοι μας ήμασταν πιο ευτυχισμένοι εδώ: Ο Ρέις μπορούσε να παίξει, εγώ μπορούσα να διαβάσω ή να γράψω, με κάποια απόσταση ανάμεσα σε μένα και στ’ αγόρια. Τα αγόρια είχαν χώρο να τρέχουν, να κάνουν βόλτες με το ποδήλατο, να παίζουν χωρίς να τον ξυπνούν. Χώρο για ένα διπλό κρεβάτι για μας κι ένα στρογγυλό, κανονικό τραπέζι για να τρώμε. Η σοφίτα μας βρισκόταν πάνω από ένα εργοστάσιο καπνίσματος αλλαντικών. Είχε ψηλά παράθυρα στη μία πλευρά, που όλα έβλεπαν στον ποταμό Χάντσον. Σ’ ένα σημείο που αργότερα θα αποτελούσε μέρος του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου. Με θέα στην υπαίθρια αγορά Ουάσινγκτον, που ζωντάνευε κάθε βράδυ με τετράγωνα ολόκληρα από πάγκους και προϊόντα. Λαμπερά πορτοκάλια, λεμόνια, μήλα, κάθε λογής φρούτα και λαχανικά πουλιούνταν ως τις έξι το πρωί. Ακριβώς απέναντί μας και σε πολλά τετράγωνα γύρω μας υπήρχαν χώροι στάθμευσης, άδειοι τη νύχτα κι όλο το σαββατοκύριακο. Ο Μαρκ και ο Τζεφ έκαναν βόλτες με τα ποδήλατά τους, έπαιζαν με τα καρότσια και τις μπάλες του, τσουλούσαν με τα έλκηθρά τους όταν χιόνιζε.
Το δωμάτιό τους ήταν άλλοτε μηχανουργείο. Ο Ρέις το είχε μετατρέψει σε παιδική χαρά, με τσουλήθρα, δυο κούνιες. Τους έφτιαξε επίσης ένα ωραίο ξύλινο κουτί για τα παιχνίδια τους, γυαλιστερό κόκκινο. Θεέ μου, τι καλός άνθρωπος που ήταν, σιωπηλά ευγενικός· αλλά η σιωπή του εμένα μου φαινόταν σαν σκληρότητα.
Οι προηγούμενοι ένοικοι ήταν ζωγράφοι και είχαν αφήσει πολλά από τα τεράστια τελάρα τους, που τους χρησιμοποιούσαμε σαν παραβάν ή τοίχους, αλλάζοντας κάθε τόσο το μέρος, σαν να ήταν κουκλόσπιτο. Η ταράτσα ήταν η αυλή μας, με σχοινιά για μπουγάδα και κήπο, καρέκλες για να καθόμαστε και να κοιτάμε τα ρυμουλκά και τις φορτηγίδες, τα κομψά υπερωκεάνια που ανοίγονταν στη θάλασσα, να χαζεύουμε το Δημαρχείο, την εκκλησία της Αγίας Τριάδας.
Η Ντενίζ Λεβέρτοβ, ο Μιτς Γκούντμαν και ο γιος τους μετακόμισαν στον επάνω όροφο, σ’ ένα πραγματικό διαμέρισμα. Σ’ όλους μας άρεσε το καινούργιο μας σπίτι, εξερευνούσαμε τη γειτονιά μας. Στο τέλος του δρόμου ήταν η ψαραγορά Φούλτον και το pet shop Τρέφλις. Ο Μαρκ και ο Τζεφ είχαν δουλειές εκεί. Ενώ πίναμε δίπλα τον καφέ μας, μάθαιναν σ’ ένα παπαγάλο να λέει «Γειά σου, Σέιμουρ!» επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση ξανά και ξανά, κάθε μέρα επί μια ώρα περίπου, για δυο ολόκληρες εβδομάδες, ώσπου ο παπαγάλος άρχισε να κρώζει ακατάπαυστα «Γειά σου Σέιμουρ!» Ήταν ζήτημα χρόνου να περάσει από εκεί κάποιος τύπος της Γουώλ Στριτ ονόματι Σέιμορ, καθ’ οδόν προς την οδό Φούλτον για μεσημεριανό, και φυσικά θα αναγκαζόταν να αγοράσει το πουλί. Κι έπειτα, ο Μαρκ και ο Τζεφ άρχιζαν να εκπαιδεύουν ένα άλλο. «Τι χαμπάρια, Τζο;» ή «Τρέχα, Σάμι, τρέχα!»
Οι νύχτες ήταν ήσυχες. Ώσπου ν’ ανοίξουν οι λαϊκές αγορές τα μεσάνυχτα, τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Παρακολουθούσα βαρκούλες και μαούνες να κατεβαίνουν το ποτάμι, άντρες στριμωγμένους σ’ ένα κατώφλι να μοιράζονται ένα μπουκάλι, να ζεσταίνονται πάνω από φωτιές αναμμένες μέσα σε βαρέλια. Πότε πότε περνούσε ένας επισκευαστής ιστίων. Ένα γέρικο άλογο έσερνε το κάρο του που έτριζε και βροντούσε στην άσφαλτο.
Ο χειμώνας ήταν δύσκολος. Η θέρμανση έσβηνε στις πέντε το απόγευμα κι έμενε σβηστή όλο το σαββατοκύριακο. Δεν είχαμε ζεστό νερό. Τα αγόρια κοιμούνταν με σκουφάκια και γάντια. Εγώ έγραφα δίπλα στον φούρνο, δεν έβγαζα τα γάντια από τα χέρια μου. Τη μέρα καταφεύγαμε σε μέρη ζεστά. Τα πιο ζεστά ήταν το Μουσείο του Μπρούκλιν, το Πλανητάριο Χέιντεν και το Κλάινς στη Δέκατη Τέταρτη οδό. Μια πραγματικά παγωμένη νύχτα, έφτιαξα γύρω από τον φούρνο μια κρεβατοκάμαρα για τα αγόρια, καρφώνοντας το ένα με το άλλο τρία μικρά τελάρα.
Και μετά βρέθηκα έξω στο κρύο, πράγμα που το είπα δυνατά, και γελούσα με τον εαυτό μου όταν ο Μπάντι χτύπησε την πόρτα. Έφερε ένα μπουκάλι μπράντι και τέσσερα εισιτήρια για το Ακαπούλκο.
- ΈΝΑ ΑΝΏΝΥΜΟ ΧΩΡΙΌ ΤΣΙΆΠΑΣ, ΞΕΝΟΔΟΧΕΊΟ
Ανανεώσαμε τις τουριστικές μας κάρτες στα σύνορα. Το σχέδιο ήταν να ταξιδέψουμε στη Γουατεμάλα, να πάμε στη λίμνη, σε κάποια ερείπια εκεί κοντά. Όμως είχαν αρχίσει οι βροχές, ο Μπάντι είχε ξεμείνει από ναρκωτικά, τα παιδιά είχαν όλα γρίπη – έτσι νόμιζα, αλλά αποδείχτηκε πως ήταν κάτι χειρότερο, δάγκειος πυρετός.
Οδηγούσα μέσα στη βροχή, σε γλιστερή λάσπη – όλοι στο αυτοκίνητο βογκούσαν και έκαναν εμετό. Τελικά φτάσαμε σε ένα χωριό. Σταμάτησα στο πρώτο πλινθόκτιστο σπίτι για να ρωτήσω αν υπήρχε κάποιο μέρος να μείνουμε. Ο γέρος και η γυναίκα του κούνησαν το κεφάλι τους. Είπαν ότι μπορούσαμε να μείνουμε στην αποθήκη τους ώσπου να κοπάσει η βροχή και να γίνει ο δρόμος βατός. Η αποθήκη βρισκόταν στον αχυρώνα, ακριβώς έξω από το μαντρί. Τα πάντα ήταν βρεγμένα, η βροχή μαστίγωνε το χώμα. Κρύο και υγρασία και πρωτόγνωρες μυρωδιές, κουτσουλιές από τις κότες, σβουνιές αγελάδας, σκατά αλόγου, σκατά κατσίκας. Η αποθήκη ήταν τόσο βρόμικο που δεν υπήρχε ούτε σπιθαμή για να καθίσουμε, μονάχα ένα μικρό κομματάκι όπου άλλαξα τον Ντέιβιντ, έσκισα σε κομμάτια ένα ρούχο για να τους καθαρίσω και τους δυο, από τη διάρροια και τον εμετό. Ο Μπάντι κειτόταν κουλουριασμένος στο μπροστινό κάθισμα, τρέμοντας σύγκορμος.
Λουσία Μπερλίν, Βράδυ στον Παράδεισο, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Στερέωμα
Βρες το εδώ