της Άννας Γρίβα (*)
Μικρό ανάθημα για μια μεγάλη ποιήτρια: (ξανα)διαβάζοντας δύο ποιητικά βιβλία της Λουίζ Γκλικ (22 Απριλίου 1943-13 Οκτωβρίου 2023)[1]
Πριν από λίγες μέρες έφυγε από τη ζωή η νομπελίστρια ποιήτρια Λουίζ Γκλικ, αφήνοντας πίσω της μια σπουδαία πνευματική παρακαταθήκη, η οποία συνίσταται σ’ ένα πολύπλευρο ποιητικό και δοκιμιακό έργο. Ο κόσμος της Γκλικ, λιτός και ουσιαστικός, γεμάτο με μύθους και αναφορές στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, πλούσιος σε εικόνες ονείρων και σπαραγμάτων της μνήμης, παλλόμενος από τη φύση και την κίνηση της ζωής, δεν μπορεί παρά να συγκινεί κάθε αναγνώστη ξεπερνώντας τα όρια του χώρου και του χρόνου, ανακινώντας έναν καθολικό στοχασμό, μια κοινή εσωτερική εμπειρία. Στο κείμενο αυτό θα αναφερθώ σε δύο από τις συλλογές της Γκλικ που θεωρούνται μεταξύ των αριστουργηματικών της έργων θεωρώντας πως ο καλύτερος τρόπος να τιμούμε τους ποιητές που «φεύγουν» είναι να βυθιζόμαστε στις ιδέες και στις αναζητήσεις τους: πρόκειται για τις συλλογές Η Άγρια Ίρις (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός, Εκδόσεις Στερέωμα, 2021) και Πιστή και ενάρετη νύχτα (μτφρ. Χάρης Βλαβιανός-Δήμητρα Κωτούλα, Εκδόσεις Στερέωμα, 2021).
Η Άγρια Ίρις, έργο συνθετικό-πολυφωνικό, διερευνά τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, με τον εαυτό του και με τις δυνάμεις που τον υπερβαίνουν. Οι «φωνές» του βιβλίου σχηματίζουν ένα τρίγωνο διαρκούς επικοινωνίας μεταξύ του θεού, της κηπουρού-ποιήτριας και των φυτών-λουλουδιών. Ο θεός απευθύνεται στα δημιουργήματά του αποκαλύπτοντας τους ακατάβλητους νόμους που ορίζουν τη φύση. Δεν είναι τυχαίο πως στα ποιήματα όπου η φωνή ανήκει στον θεό οι τίτλοι που επιλέγονται αφορούν τον χρόνο («Καθαρό πρωινό», «Τέλος του χειμώνα» κ.ά.). Αυτός ο θεός-χρόνος κυβερνά τους κύκλους των όντων, ενώ ανακαλεί ένα νήμα ενός στοχασμού που έχει τις ρίζες του στους απώτατους ιστορικούς χρόνους και βρίσκει διαρκώς νέες εκδηλώσεις μέσα στους αιώνες: θα μπορούσαμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τον θεό-χρόνο του Φερεκύδη, του Έλληνα φιλοσόφου του 6ου αι. π.Χ., ο οποίος ορίζει ως μία από τις πρώτες αρχές-θεούς του κόσμου τον Κρόνο-Χρόνο, ή τον Νεύτωνα, ο οποίος στον πρόλογο του έργου του Principia Mathematica βλέπει στον χρόνο, όπως και στον χώρο, την πρώτη έκφραση του θεού. Έτσι, στην Άγρια Ίριδα η ποιήτρια φέρνει στο προσκήνιο έναν ολοκληρωμένο κόσμο, όπου ο άνθρωπος καθορίζεται από τη σχέση του με τους κύκλους της φύσης, ενώ ο θεός διαχέεται μέσα σε όλα τα όντα εμψυχώνοντάς τα, σαν ένα θείο σπέρμα που συνέχει το σύμπαν. Διαβάζουμε στο ποίημα «Μεσοκαλόκαιρο» όπου ο θεός εξομολογείται στα δημιουργήματα: «Δεν σχεδιαστήκατε/για να είστε μοναδικά. Ήσασταν/η ενσάρκωσή μου, όλα ανόμοια/…/Γιατί να σας πλάσω αν σκόπευα/να περιορίσω τον εαυτό μου/στο ανυψούμενο σύμβολο,/στο άστρο, στη φωτιά, στην οργή;». Από την άλλη πλευρά, το θείο πέρα από τις εκδηλώσεις του στην ύλη υπάρχει και ως ένα φως, ένας Ήλιος-Αγαθό, θα λέγαμε ανακαλώντας τον Πλάτωνα, που πρέπει κανείς με υπομονή να ατενίσει για να κατανοήσει ποια είναι αυτή η δύναμη που αρδεύει τον κόσμο με ποικιλία, ομορφιά και σοφία: «Αν ανοίγατε τα μάτια σας/θα με βλέπατε, θα βλέπατε/το κενό του ουρανού/να καθρεφτίζεται στη γη, τους αγρούς/έρημους πάλι, άψυχους, καλυμμένους με χιόνι –//έπειτα λευκό φως/που πλέον δεν μεταμφιέζεται σε ύλη» («Τέλος του καλοκαιριού»).
Η δεύτερη φωνή, η φωνή της κηπουρού-ποιήτριας, μέσα από προσευχές που τιτλοφορούνται «Όρθροι» ή «Εσπερινοί», επικαλείται την παρουσία του θεού, ζητά επίμονα την αποκάλυψη του νοήματος και την επανασύνδεσή της με τη φύση. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να βρει τη θέση του στον κόσμο θα πρέπει να επιλέξει τη ματιά των ελάχιστων πλασμάτων, αποβάλλοντας το αλαζονικό βλέμμα του σύγχρονου κατακτητή-καταστροφέα της φύσης: «αυτό είναι/το σφάλμα των καταθλιπτικών, να ταυτίζονται/μ’ ένα δέντρο, ενώ η χαρούμενη καρδιά/περιπλανιέται στον κήπο σαν φύλλο που πέφτει, μορφή/του μέρους, όχι του συνόλου» («Όρθρος»). Να είμαστε λοιπόν φύλλα και όχι δέντρα, να είμαστε το ελάχιστο και το απαρατήρητο, το σιωπηλό και το αβαρές, να στραφούμε στη λεπτομέρεια και να γίνουμε κι εμείς μια λεπτομέρεια του κόσμου για να ευτυχήσουμε, να είμαστε και να παραμένουμε το μικρό μόριο ενός πολυσύνθετου σύμπαντος, που όμως δεν είναι υπόδουλο κανενός φόβου, αλλά πλανιέται ελεύθερο και γεμάτο παρρησία, γιατί δεν είναι πια φυλακισμένο σε κανενός είδους ματαιοδοξίες. Μονάχα έτσι θα μπορέσουμε να καλέσουμε τον θεό, για να αποκαλυφθεί και να επικοινωνήσουμε μαζί του: «Μολονότι φανερώθηκες στον Μωυσή, επειδή/σε χρειάζομαι, φανερώνεσαι σε μένα, όχι/συχνά, ωστόσο. Ζω ουσιαστικά/στο σκοτάδι. Ίσως με εκπαιδεύεις/ν’ ανταποκρίνομαι στην παραμικρή φωτεινότητα» («Εσπερινός»). Μοιάζει αυτή η επικοινωνία ανθρώπου και θείου με το αρχέγονο και πάντα αναγκαίο εκείνο κάλεσμα της Σαπφούς προς την Αφροδίτη, όταν καλεί τη θεά λέγοντας «γίνε σύμμαχός μου», «έλα κοντά μου, αν κι άλλοτε άκουσες από μακριά τη φωνή μου και με εισάκουσες». Ο θεός θα ακούει πάντα τους ελεύθερους και τους τολμηρούς, τους μετόχους της κοσμικής αρμονίας, που στέκονται απέναντί του σαν ανάλαφρα φύλλα πάνω στο δέντρο της ζωής.
Στη φωνή των φυτών-ανθών, από την άλλη, αρθρώνεται ο λόγος της πολλαπλότητας, ο κύκλος της αναγέννησης και της φθοράς: «ό,τι/επιστρέφει από τη λήθη επιστρέφει/για να βρει φωνή» («Η Άγρια Ίρις»). Αυτή η φωνή των φυτών που επανέρχεται μόλις η φύση αναγεννάται είναι η φωνή του μικρόκοσμου που καθρεπτίζει μέσα της τον μακρόκοσμο και τους νόμους του, με τον τρόπο που πάντοτε αντιλαμβάνονταν τη σχέση μέρους-όλου και μικρόκοσμου-μακρόκοσμου οι σοφοί, οι αλχημιστές, οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες. Το λιβάδι είναι το αγριόχορτο και το αγριόχορτο είναι το λιβάδι και τίποτε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ούτε για το ένα ούτε για το άλλο αν δεν τα δούμε ως τις δύο όψεις της ίδιας θαυμαστής ολότητας. Λέει λοιπόν το αγριόχορτο: «Δεν χρειάζομαι τον έπαινό σου/για να επιζήσω. Ήμουν εδώ από την αρχή,/προτού έρθεις εσύ εδώ, προτού/καν φυτέψεις έναν κήπο./Και θα είμαι εδώ όταν θα ’χουν απομείνει μονάχα ο ήλιος και το φεγγάρι/η θάλασσα και το πλατύ λιβάδι.//Εγώ θα είμαι το λιβάδι» («Αγριόχορτο»).
Αν στην Άγρια Ίριδα οι φωνές εξυφαίνουν σταθερά την αποκάλυψη της αλήθειας της φύσης, στην Πιστή και ενάρετη νύχτα είναι η φωνή της μνήμης και του ονείρου που συγκροτούν το πέρασμα σε μια αλήθεια εσωτερική αλλά και πανανθρώπινη. Πολλοί μελετητές έχουν χαρακτηρίσει τη συλλογή αυτή αινιγματική, υφασμένη με το υλικό των προσωπικών εμπειριών της ποιήτριας. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν δύο στοιχεία που ξεκάθαρα διαπερνούν όλο το υλικό του βιβλίου και τα οποία θα άξιζε να διερευνήσουμε: το ένα είναι η σημασία της γλώσσας στη διαδικασία αναζήτησης των μυστικών και των κρυμμένων αληθειών του κόσμου και το άλλο είναι η ανάδυση της αλληγορίας ως ενός σύγχρονου τρόπου να μιλήσει κανείς για άρρητες καταστάσεις, όπως ο θάνατος, η φύση της ψυχής, οι μεταιχμιακές καταστάσεις του πνεύματος και του ψυχισμού. Νομίζω πως αυτοί οι δύο αρμοί μπορούν να γίνουν κατανοητοί μέσα από δύο αντίστοιχα παραδείγματα.
Σε ένα από τα εκτενέστερα ποιήματα του βιβλίου, το «Πιστή και ενάρετη νύχτα», που δίνει τον τίτλο σε όλη τη συλλογή, η ποιητική φωνή ανακαλεί μια ανάμνηση της παιδικής ηλικίας: στο παιδικό δωμάτιο ο μεγαλύτερος αδερφός κάθε βράδυ διαβάζει ένα βιβλίο που ονομάζεται Πιστός και ενάρετος ιππότης. Το μικρότερο παιδί όμως αγνοώντας τον γραπτό λόγο, λόγω της ομοηχίας των λέξεων «knight» και «night», θεωρεί πως ο τίτλος του παιδικού βιβλίου είναι Πιστή και ενάρετη νύχτα. Μέσα από αυτό το γλωσσικό «σφάλμα», ανοίγεται ένας κόσμος διαφορετικός: η νύχτα αποκτά άλλες, απροσδόκητες ιδιότητες και η γλώσσα γίνεται η αφορμή για να αρχίσει μια μεγάλη εσωτερική περιπέτεια. Ας θυμηθούμε το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Ρήμα το σκοτεινόν» από τα Ελεγεία της οξώπετρας: εκεί είναι και πάλι μια «λάθος» λέξη, μια επινοημένη δηλαδή λέξη, που θα ανοίξει στην αιωρούμενη ψυχή την πύλη που οδηγεί στον επίγειο κόσμο. Τόσο ο Ελύτης όσο και η Γκλικ ανακαλούν μια πανάρχαιη διερώτηση του ανθρώπου: η γλώσσα είναι μονάχα μια σύμβαση μεταξύ σημαινόμενου και σημαίνοντος ή μήπως αποδίδει την αλήθεια των πραγμάτων; Αυτή την αλήθεια μέσω της γλώσσας διερεύνησε άλλωστε ο Πλάτων στον Κρατύλο του, αυτή την αλήθεια αναζητούσαν πάντοτε και οι μυστικιστές με τις επικλήσεις τους και τα μαγικοτελετουργικά τους κείμενα, για αυτή την αλήθεια διδάσκουν και οι καβαλιστές δάσκαλοι.
Όσον αφορά τη λειτουργία της αλληγορίας μέσα στο βιβλίο της Γκλικ, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ποίημα «Άλογο και αναβάτης», όπου ένας μυστηριώδης αναβάτης μπαίνει μέσα σε μια άγνωστη πόλη με το άλογό του. Όταν το άλογο του λέει «Φίλε μου, γιατί δεν με εγκαταλείπεις;», ο αναβάτης απαντά: «Το να σε εγκαταλείψω θα σήμαινε ν’ αφήσω πίσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, και πώς να κάνω κάτι τέτοιο αφού δεν ξέρω ποιο κομμάτι είσαι εσύ;». Ποιος είναι λοιπόν ο αναβάτης και το άλογο; Ο άνθρωπος και η φύση; Το τέλειο ζεύγος; Το σώμα και η ψυχή; Το πνεύμα και τα ένστικτα; Εμένα τουλάχιστον αυτό το μυστηριώδες ζευγάρι μού έφερε στον νου το άρμα εκείνο της ψυχής που αναφέρεται στον πλατωνικό Φαίδρο: εκεί ο ηνίοχος είναι το λογιστικό, που προσπαθεί να οδηγήσει στη σωστή πορεία τα δύο άλογα, που αντιστοιχούν στα δύο κατώτερα μέρη της ψυχής, το θυμοειδές και το επιθυμητικόν. Συνεχώς ο ηνίοχος πασχίζει να τα συγκρατήσει, συνεχώς τα άλογα νιώθουν να ασφυκτιούν, κι όμως η συνύπαρξη αυτή θα πρέπει να διατηρηθεί αέναα στον χρόνο, γιατί αλλιώς το άρμα της ψυχής θα συντριβεί. Κι όμως είναι τόσες πολλές και εξίσου γοητευτικές οι ερμηνείες που θα μπορούσε να δοκιμάσει κανείς διαβάζοντας το ποίημα της Γκλικ. Της ποιήτριας που κράτησε μέσα στο έργο ενωμένο και ακέραιο το πολύτιμο άρμα της ψυχής του κόσμου.
(*) Η Άννα Γρίβα είναι ποιήτρια
[1] Το παρόν κείμενο βασίζεται στην εισήγησή μου για την ποίηση της Γκλικ στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Λουίζ Γκλικ: η άγρια ίρις της αμερικανικής ποίησης» (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, 10/10/2023).