Love me tender (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
492

της Βαρβάρας Ρούσσου

Γιατί είναι τολμηρότερο, θαρρώ
Γυμνός να περπατάς.

W. B. Yeats

Η χρήση μιας ποπ φράσης (το τραγούδι του Πρίσλεϋ) για τίτλο παραπέμπει στο ποπ ζήτημα του έρωτα. Το πολιτισμικό υπόβαθρο του συναισθήματος εκτείνεται από το ρομαντικό πάθος έως το σοκολατένιο έρωτα της διαφήμισης, ενώ η καλλιτεχνική του εκμετάλλευση καλύπτει κάθε μορφή τέχνης, από το υψηλό σαιξπηρικό δράμα έως τις χολυγουντιανές εκδοχές του σινεμά. Το σύνθετο αυτό πολιτισμικό συγκείμενο εγγράφει -και παράλληλα είναι εγγεγραμμένο σε- κάθε νέα απόπειρα απόδοσης του έρωτα. Η συλλογή λοιπόν, που έχει βασικό άξονα τον έρωτα, προτείνεται προκλητικά στον αναγνώστη θέτοντας εξαρχής το διακύβευμα του χειρισμού. Το Love me tender   όμως δε μένει στο ερωτικό συναίσθημα αλλά διερευνά κάποιες από τις πτυχές της πολλαπλής υποκειμενικότητας και θέτει το ερώτημα κατά πόσον ο έρωτας, και ο αντικατοπτρισμός στο «εσύ» μέσα από το παραμορφωτικό κάτοπτρο του έρωτα, μπορεί να λειτουργήσει ως αμφίδρομος επικοινωνιακός δίαυλος μεταξύ ατόμου-έξω κόσμου και σε δεύτερο χρόνο εάν μπορεί να συνιστά ένα είδος επιτέλεσης εαυτού.

Η συλλογή διαιρείται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, με τον παράξενο τίτλο “Μελίγκρα”, που περιέχει και ομώνυμο ποίημα, περιστρέφεται κυρίως γύρω από το ερωτικό βίωμα. Στη δεύτερη «Περί εγγυτέρων και λοιπά», θεματοποιούνται οι σχέσεις με τον οικογενειακό περίγυρο με τον ίδιο τον εαυτό ενώ το ερωτικό στοιχείο υποχωρεί έως την απουσία καθώς έρχεται στην επιφάνεια η ανάγκη να προσδιοριστούν πλευρές ενός μη αρραγούς εγώ. Η ενότητα αυτή προετοιμάζει την επόμενη εισάγοντας την αποδόμηση  μικροαστικών δεσμών όπως οικογένεια (κυρίως στο ποίημα με τον ειρωνικό τίτλο «Στις παραλίες της 7ης ηπείρου» μέσω των αναφορών στην καταλυτική ταινία του Μ. Χάνεκε 7η ήπειρος, το διαλυτικό φιλμ του ονείρου και της ζωής της μικροαστικής οικογένειας), χώρα («Περί εγγυτέρων»: Η χώρα μου είναι ένα δύσκολο αφροδίσιο. Η οικογένειά μου το υγρό περιβάλλον που δεν το αφήνει να/ περάσει), οικειότητα και ετερότητα («Μακεντόνσκα-Δύο σκηνικές οδηγίες»). Παράλληλα, καθώς το έμφυλο στοιχείο τονίζεται με σκηνές από το χώρο του οικιακού, ήδη παρούσες από την πρώτη ενότητα (Όπως το εξαιρετικής σκηνοθεσίας κινηματογραφικό «Το φλιτζάνι»). Εδώ, «Το σώμα-Παραλλαγές» προεκτείνεται σε αντικείμενα οικιακής χρήσης (ηλεκτρική σκούπα-παρκετέζα) ή το αντίστροφο θέτοντας ποιητικά την προβληματοποίηση μιας γυναικείας δραστηριότητας (οικιακά) που έχει θεωρηθεί ως φυσικός ρόλος. Και βέβαια ανακαλούνται, παρά τις υφολογικές διαφορές η «Σκόνη» της Δημουλά και ποιήματα από την «Αμνάδα των ατμών» της Παπαδάκη.

Η τρίτη ενότητα που επιγράφεται «ντόγκι» εστιάζεται στον έμφυλο ενήλικο εαυτό όπου αποδομούνται άλλοτε επιθετικά άλλοτε με τρόπο πλάγιο, υπονομευτικό, με μέσο την ειρωνεία, έννοιες του γάμου, της ερωτικής αγάπης, της μητρότητας. Έτσι, ακόμα μια φορά δίνεται η ευκαιρία να αποσυναρμολογηθεί η εντύπωση μιας συμπαγούς υποκειμενικότητας. Στο «A hundred summers» η αντίθεση δυο αντρικών προτύπων (του macho βοσκού και του πολιτισμένου εκλεπτυσμένου αστού που και πάλι προτείνουν ρωγμές του αδιάρρηκτου έμφυλου υποκειμένου) επισημαίνει την κοινωνική διάσταση και τη διαφορετική αντιμετώπιση του ρόλου της γυναίκας στο αστικό και το αγροτικό περιβάλλον. Ουσιαστικά όμως ό,τι απομένει είναι η ειρωνική απόσταση της γυναικείας φωνής και από τα δυο πρότυπα: “Τελευταία ερωτεύτηκα ένα βοσκό./Με φαντάστηκα σπίτι του, τροφαντή,/να του ψήνω ψωμί,/[…]Είχα μια πρόσκληση απ’ τον καλό μου σε wine bar,/όπου θα μου ανοίξει -αγκομαχώντας- άλλο ένα μπουκάλι κρασί.”  Τον έρωτα και το μύθο περί αιώνιας αγάπης δυναμιτίζει και το «Στιγμές απείρου στοργής».

Η αναγκαιότητα να τοποθετήσει η φωνή εκφοράς τον εαυτό της στον κόσμο και να τεθεί σε διαδικασία αυτοαναγνώρισης παράγει ποιήματα όπου το κυρίαρχο δομικό στοιχείο του λόγου του εγώ είναι ο αναστοχασμός, σχεδόν η ομφαλοσκοπική θεώρηση της μοναξιάς του, όπως την ορίζει εξάλλου το μότο της δεύτερης ενότητας από την Έμιλυ Ντίκινσον (It might be lonelier/without the Loneliness-). Ο «Οιωνός» θα μπορούσε ίσως να αναγνωστεί σαν μια αλληγορία του απομονωμένου από τον κόσμο ποιητή στον οποίον η σύγκρουση με την κοινωνία γεννά εχθρότητα: “θα δηλητηριάσω ένα-ένα τα ψίχουλα να πέσει όξινη βροχή απ’ το τραπέζι μου όχι μάννα. Κι όταν επιτέλους τα καταφέρω, θα πανηγυρίσω μια άνευ τύψεων/-ειλικρινά-/γενοκτονία./”.

Ο εμφανής διάλογος με ποιητές, με προεξάρχοντα τον Γέητς, ξεκινά από το μότο όλης της συλλογής, με θέμα τη φύση της αγάπης και διαπερνά πολλά από τα ποιήματα. Εμφανέστερο παράδειγμα, και ταυτόχρονα ένα δείγμα διακειμενικότητας, το «Maud is gone» (αναφορά στον έρωτα του Γέητς για την MaudGonne) με ένα λεκτικό ποιητικό παζλ που συνενώνει Γέητς, Αλφρ. Τέννυσον και Ώντεν. Η επαφή της Ντούμη με την ξένη ποίηση, και ιδίως με εκπροσώπους του αμερικανικού μοντερνισμού)  και λόγω σπουδών (αγγλική φιλολογία, λογοτεχνική μετάφραση από τα ισπανικά) εμπλουτίζει το ποιητικό της οπλοστάσιο. Εμφανής είναι και ο  θεατρικός χαρακτήρας ιδίως των πεζόμορφων ποιημάτων της («Μεσημεριανό τραπέζι», «Μακεντόνσκα- Δυο σκηνικές οδηγίες» και κυρίως «Ο κήπος με τους ευκάλυπτους» και «Πίτα» που παραπέμπουν σε θεατρικούς μονολόγους.

Στη διάσταση του έρωτα ως αυτονόητα ανθρώπινου συναισθήματος εμπλέκεται το φυσικό στοιχείο με σποραδική αλλά αξιοπρόσεκτη παρουσία και με αντιλυρικό τρόπο. Δεν υπάρχει η συμβολιστική, μυστικιστική διάσταση της φύσης του Γέητς αλλά η σύντομη εμφάνιση φυτών και ζώων στο αστικό πλαίσιο, όπου κυρίως κινείται η συλλογή, ως συμβόλων ή ως αντικατοπτρισμών. Στο «-Home» η μοναξιά βιώνεται και ηχητικά καθώς τα μόνα ζωντανά είναι τα «Πουλιά, σκυλιά, γατιά…» της γειτονιάς. Στο «Η τάξη των πραγμάτων» η φρέζα θυσιασμένη στην αδιαφορία της μοναχικότητας αντιτίθεται στον ανωφελή κώνωπα. Ο αντίπαλος κόσμος των εντόμων συμπληρώνεται με το Ο «Οιωνός», πεζόμορφο ποίημα, όπου κυριαρχούν τα μυρμήγκια-φίλοι της μελίγκρας, σύμβολα ενός άλλου κόσμου που η φωνή εκφοράς τον αντιμετωπίζει ως εχθρικό. Τέτοιο παράδειγμα που ταυτόχρονα συμπυκνώνει την αποκαθήλωση του θεοποιημένου ερωτικού συναισθήματος, το «Μελίγκρα», τίτλο εξάλλου και της πρώτης ενότητας του βιβλίου. Στο ποίημα αυτό «η διπλή κρυφή ζωή του πάλμολιβ που θα σώσει την τριανταφυλλιά μου θα με απαλλάξει βιαίως από το βάρος του ανομολόγητου έρωτα.», αφενός δημιουργεί τη σύνδεση του έρωτα (ωστόσο ανομολόγητου) με το ενοχλητικό παράσιτο, γεγονός που τονίζει και το τελικό τετράστιχο που κλείνει το βιβλίο (Εγώ τότε τραγουδούσα: Έρωτα με κατοίκησες πολύ/ φύγε απ’ αυτό το σπίτι)˙ αφετέρου εικονίζει τον έρωτα σε ένα αντιλυρικό περιβάλλον, αυτό του νοικοκυριού, όπως και στο «Λεπτομέρεια» όπου όμως αντίθετα η λεπτομέρεια μιας οικιακής εργασίας συμπλέκεται με τρυφερό τρόπο με την ερωτική ανάμνηση. Η διαπλοκή εδώ ενός λεξιλογίου καθημερινότητας (αυτό που παλιά ονόμαζαν «αντιποιητικό»), σχεδόν σαν οδηγίες χρήσης «Γεμίζω με δροσερό νερό τη λεκάνη/και ρίχνω λίγο από το ροζ μπουκάλι για τα ευαίσθητα/βουτάω τα δάχτυλά μου κι ανακατεύω» διατηρεί ένα συναισθηματικό τόνο που με τον τελευταίο στίχο αποκαλύπτει την οξεία πλευρά της ανάμνησης: «Αυτό το νερό είναι κρυστάλλινο, φοβάμαι μη σπάσει.». Οι επικίνδυνες ισορροπίες στην κόψη μιας προσεκτικής επιλογής λέξεων και σκηνών γειώνει και απογειώνει, ακυρώνει και εξυψώνει. Η χαμένη πλευρά του έρωτα μεταπλασμένου σε ιδανική/ανέφικτη σχέση αποδίδεται με την «Παρεξήγηση» όπου ο «πρίγκιπας» είναι ο κούρος από το μουσείο-πετρωμένη μορφή του ιδανικού: “Ο κούρος στο μουσείο της Σάμου, αυτός ο πελώριος κούκλος με/ τους τορνευτούς γλουτούς,/είναι ο πρίγκιπάς μου.// Αχ και να ήμουν από πέτρα.” Ακύρωση αποτελεί και το «Ουτοπία» Στον αντίποδα το «Οδός Τηλεκλή» (“Τα πουλόβερ απλωμένα στο σκοινί στάζουν λατρεία.”), η τρυφερή «Γωνία».

Παράλληλα όμως ο λυρισμός συνυπάρχει με ρεαλιστικές αναφορές έτσι που αντιμετωπίζεται ο έρωτας όχι ως το υπερβατικό συναίσθημα αλλά ως καθημερινή συνθήκη γειωμένη στη ροή του φθαρτού βίου. Η μαθητεία στον έρωτα φαίνεται να εκλαμβάνεται ως επιτέλεση, επανάληψη πράξεων που προσδιορίζονται ως δηλωτικές του έρωτα, στην ουσία όμως χωρίς να αποτελούν αληθινή έκφραση συναισθήματος, οπότε η ποιητική φωνή παραμένει στην οικεία συνθήκη της μοναξιάς. Έτσι η Ντούμη δεν εξερευνά ποιητικά μόνο τη φθορά του έρωτα, τις ματαιώσεις του, τη σκοτεινή πλευρά του αλλά και το ίδιο το βίωμα στη ρίζα του ως συνθήκη ατομικότητας και όχι ως προσέγγιση στον άλλον.

Τι κομίζει τελικά η Ντούμη με μια συλλογή που ανιχνεύει χώρους οικείους στην ποίηση, που κινείται σε έναν καλά σπουδασμένο μοντερνισμό, που δεν επιχειρεί ακροβασίες, πειραματισμούς, διαλόγους με άλλες τέχνες ή λόγους, που ενσωματώνει σε μικρό βαθμό την ευαισθησία ή την οργή, απέναντι στο πολυσυζητημένο σημερινό συγκείμενο (κρίση), έννοιες που αναζητούνται/συζητούνται σχεδόν εμμονικά (σπουδή(=βιασύνη) για την εν θερμώ διερεύνηση της λογοτεχνίας της κρίσης);

Νομίζω τον τρόπο, το βασικό κριτήριο που διαφοροποιεί τον έναν από τον άλλον ποιητή, “τον τρόπο μας ως ποιητές”. Σε αυτόν τον τρόπο η Ντούμη κομίζει κάτι νέο και ώριμο, διερευνώντας όχι μόνον πώς ο έσω κόσμος θα εκφραστεί αλλά και πώς ο έξω κόσμος μπορεί να μεταβιβαστεί στις πτυχές ενός πολλαπλού εαυτού. Με λεξιλόγιο απλό, αλλά εύστοχα επεξεργασμένο, με αμεσότητα που αποφεύγει την κρυπτικότητα περιορίζοντας την αφαιρετικότητα, προκρίνοντας παράλληλα τη θεατρικότητα έναντι της αφηγηματικότητας, γνωρίζοντας να χειρίζεται την ειρωνεία και τη μελαγχολία ισόποσα, χωρίς τον οδυνηρό σαρκασμό, με περιορισμένη δραματικότητα αλλά με αίσθηση του ατελέσφορου δίνει μια από τις πολύ καλές ποιητικές συλλογές του 2018.

 

Info: Ιφιγένεια Ντούμη, Love me tender, Σαιξπηρικόν 2018

Προηγούμενο άρθροΕλληνικό αστυνομικό: μια νέα αρχή (του Γ.Ν.Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΜίλτος Σαχτούρης: Η Μαρία σκεφτική (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ