Της Άννας Λυδάκη.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Αλλού, στο πουθενά αναφέρεται: «Στα 12 σύντομα διηγήματα του βιβλίου, η Λουκία Δέρβη πλέει στη θάλασσα της σύγχρονης ιστορίας, με συνεπιβάτες τους άσημους ήρωές της, τις μικρές και μείζονες ζωές τους. Παρούσα πάντοτε η ανάγκη για την απόδραση, το ταξίδι, τη φυγή –κοινό παρονομαστή στον πρόσφυγα και τον μετανάστη…»
Και πράγματι έτσι συμβαίνει. Ξένοι σε ξένα μέρη, ξένοι και ακόμη και στην πατρίδα τους, οι ήρωές της, εκόντες άκοντες, φεύγουν, ταξιδεύουν. Άλλοτε για το ταξίδι αυτό καθαυτό και άλλοτε με κάποιον προορισμό.
Όμως η Δέρβη πηγαίνει πέρα από αυτά, μπαίνει βαθιά στον πυρήνα της μοναξιάς των ηρώων της με ενσυναίσθηση και αγάπη και με την ιδιαίτερη, απέριττη γραφή της –που κρύβει μια σιωπηλή, υπόκωφη, θα λέγαμε, δύναμη- κατορθώνει και αγγίζει τον καθένα μας που, θέλοντας και μη, ταυτίζεται χωρίς καλά καλά να το καταλάβει με εκείνους, που ίσως είναι διαφορετικοί, αλλά κατά βάθος όμοιοι ως ανθρώπινα όντα που ζουν στον ίδιο άξενο, σκληρό, σύγχρονο κόσμο.
Οι ήρωές της κλυδωνίζονται στη σύγχρονη ζοφερή πραγματικότητα κάνοντας όνειρα συνήθως ανεκπλήρωτα, και ταξιδεύουν κυριολεκτικά και μεταφορικά. Σημαδεμένοι από ένα σκληρό πεπρωμένο κάνουν ασύμπτωτες διαδρομές χωρίς σχεδόν ποτέ να φθάνουν στον προορισμό τους. Και όταν, όμως, τα καταφέρνουν το ταξίδι είναι συχνά γεμάτο εκπλήξεις. Οι πρωταγωνιστές των αφηγήσεων της Δέρβη είναι κομπάρσοι της ζωής, καθώς εκείνοι κάνουν σχέδια, αλλά μια άγνωστη μοίρα γράφει το σενάριο και τους πηγαίνει αλλού, στο πουθενά.
Στη μοίρα πίστεψε κι ο λογικός και πρακτικός άντρας μια νύχτα με πανσέληνο στη Λευκωσία, καθώς θυμάται γεγονότα του 1974. Ο ουρανός, που πάνω του αρμένιζε ο αητός της Ανδρούλας από τη Λάπηθο, είχε γίνει κόκκινος από τις φωτιές που άναψαν οι βόμβες και το κορίτσι χάθηκε περιμένοντας τον πατέρα μέχρι το τέλος.
Η Ντιλιάνα χάνει τους δικούς της στη Φιλιππούπολη και αναγκάζεται να αφήσει την πατρίδα της, τη φίλη της την Ιρίνα και τον ποταμό Μαρίτσα, όπου ψάρευε ο πατέρας της. Έρχεται στην Αθήνα, κοντά στην αδελφή της μάνας της που η σκληρή δουλειά τη στέγνωσε και δεν έχει κανένα λόγο συμπόνια για τη μικρή. Η Ντιλιάνα πιστεύει στο θαύμα και το θαύμα πραγματοποιείται.
Η Ντόνι περνά όλη της τη ζωή της με το όνειρο να ταξιδέψει στο Τζιμπουτί. Εκεί που πήγε ο πατέρας της μετανάστης από τη Σάμο, όταν γλίτωσε από το ναυάγιο και έταξε στον άγιο ότι θα αφήσει τη θάλασσα για πάντα. Η μητέρα της, τα αδέλφια της όλοι πηγαίνουν κι έρχονται στο Τζιμπουτί και μόνο το δικό της το ταξίδι όλο αναβάλλεται. Και εκείνη περιμένει κι ελπίζει μέχρι το λυκόφως της ζωής της, καθώς τα γεγονότα την πηγαίνουν συνεχώς αλλού.
Η Γεωργία από τη Γεωργία ξέρει να σιδερώνει και να καθαρίζει καλά τα σώματα των ασθενών και τις σκάλες των σπιτιών. Και δουλεύει ασταμάτητα για να μαζέψει χρήματα και να γυρίσει το συντομότερο κοντά στα παιδιά της και στον Τάτο, τον άνδρα της που ποθούσε ένα τζιπ. Θα γυρίσει τελικά, αλλά τα πράγματα δεν θα είναι όπως τα περίμενε. Η τύχη την ειρωνεύτηκε και της έπαιξε άσχημο παιχνίδι.
«Σιγά μην πάει και στη σελήνη», έλεγαν οι φίλοι του Παναγιώτη με το μοναδικό στυλ, όταν τους εξομολογιόταν το μεγάλο του όνειρο να πάει στην Αμερική. Εκείνος, όμως τα κατάφερε. Πήγε και έγινε Πητ. Η ζωή του έκανε το χατίρι. Ο Παναγιώτης άλλαξε. Έγινε ο Αμερικάνος, αλλά το στυλ και τα πάθη του παρέμειναν τα ίδια.
Εβδομήντα χρόνια ο Στρατής δεν είχε φύγει ποτέ από την Αθήνα. Η γυναίκα του πέθανε, το ψιλικατζίδικο έκλεισε και μόνο με τον Κρις μιλάει και του λέει τον πόθο του να ταξιδέψει. Μαζί ξεκίνησαν με το Βόλβο, αλλά η πρώτη τους στάση στη Βουλγαρία έκρυβε τη μεγάλη έκπληξη.
«Πες όχι, Ελένη», λένε τα πράσινα μάτια του Στέλιου. Και εκείνη λέει «όχι». Όχι σε μια ζωή χωρίς χαρά, χωρίς γέλιο, χωρίς αγάπη. Αρνείται τη χώρα του «δεν ξέρω», τη χώρα της απανθρωπιάς και επιλέγει τον έρωτα, τον ήλιο, το φως.
Η Μαίρη αποζητούσε τον πατέρα της, ιδιαίτερα κάθε Χριστούγεννα. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που τη νοιαζόταν και πέθανε πριν από έξι χρόνια. Ξαφνικά θυμήθηκε το νούμερο του τηλεφώνου του και άρχισε η περιπέτεια που την οδήγησε στον μικρό Ιγκόρ.
Η Αλίκη δεν είχε ταξιδέψει ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα και την έστειλαν στη Μασσαλία, σ’ ένα ξάδελφό της. Εκεί θα γίνει Εβραία και Παλόμπα για χάρη του έρωτά της. Ανέβηκε τη σκάλα της κοινωνικής και οικονομικής ιεραρχίας, αλλά ήταν δύσκολο να κρατηθεί στην κορυφή. «Του κύκλου τα γυρίσματα» αναδύονται με γλαφυρό τρόπο στην ιστορία της Παλόμπα».
Η Σάλμα από το Ιράν συγκατοικεί με τον Γιάννη στην Κυψέλη. Μια περιπέτεια η ζωή της. «Επτά νύχτες με φεγγάρι περπατούσε στα ψηλά βουνά με συνοδοιπόρους μάνες με μωρά στην αγκαλιά, μια έγκυο πέντε μηνών, τη δυστυχία και το ξεριζωμό…» Κι όταν έφτασε στον τόπο του προορισμού της την περίμενε το κρατητήριο όπου πέρασε μέρες και νύχτες. Η Σάλμα αγαπήθηκε, αλλά δεν έπαψε ποτέ να ακούει μέσα της τα κλάματα των μωρών. Και τα τραύματα έμειναν αγιάτρευτα μέχρι τα βαθιά γεράματά της.
Η Ανθούλα η Πόντια, γυναίκα μεστωμένη, ήταν πάντα μόνη σας την άδικη κατάρα, χωρίς επισκέψεις, μ’ ένα άδειο βλέμμα και περπάτημα βαρύ, μαζεμένη κι απεριποίητη. Όλοι τη λυπούνταν. Ο εικοσάχρονος άστεγος Μουράτ βρήκε στέγη και ζεστασιά κοντά της κι εκείνη άνοιξε τα φτερά της για ερωτικά ταξίδια.
Ο γιος της Ευγνωσίας κρεμάστηκε και τον βρήκαν μελανιασμένο με λυτά τα μακριά μαλλιά του. Τον επισκέπτεται και του μιλάει, του λέει τα νέα από το Ζαγκλιβέρι και βρίσκει πάνω στον τάφο του πάντα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο: «… σαν εκείνα που έβγαζε η τριανταφυλλιά της γιαγιάς Ανθής από την Κινόνισα που νέα άρμεγε στον Πόντο δύο αγελάδες και έβγαζε δεκατέσσερις οκάδες γάλα, που είχε την αχλαδιά στον κήπο και που ο πατέρας της έφτιαχνε παπούτσια λουστρίνια για τις χανούμισσες σαν πλισέ, της γιαγιάς Ανθής που έλεγε ιστορίες για τη Μικρασιατική Καταστροφή και άκουγε ο συχωρεμένος και του απάλυνε τον πόνο για τον πατέρα του, που είχε φύγει και τους είχε εγκαταλείψει όταν ήταν δύο χρονών, χωρίς πατέρα είχε μεγαλώσει ο συγχωρεμένος, με την Ευγνωσία και την Ανθή με τις ιστορίες της και ειδικά με την Ανθή, γιατί η Ευγνωσία δούλευε από το πρωί ως το βράδυ παραδουλεύτρα να βγάλει το μεροκάματο και να τους ταϊσει, κι όταν δεν δούλευε ύφαινε στον αργαλειό κουβέρτες ολόμαλλες που πουλούσε μετά στο παζάρι στο Ζαγκλιβέρι, ύφαινε και δούλευε κι εκείνη για να μη σκέφτεται τον άντρα της τον Κερκυραίο που είχε φύγει μια ωραία πρωϊα χωρίς μήνυμα, χωρίς αντίο…»
Ήρωες καθημερινοί, που βρίσκονται δίπλα μας, με επιθυμίες, με όνειρα που άλλοτε πραγματοποιούνται και άλλοτε χάνονται, ιστορίες ζωής που καμιά φορά μια χαραμάδα φωτός δίνει ελπίδες, οι οποίες συχνά αποδεικνύονται φρούδες. Άνθρωποι που είτε φθάνουν στον προορισμό για τον οποίο χάραξαν πορεία είτε χάνονται αναίτια σε δρόμους, αθύρματα στο έλεος ποιος ξέρει τίνος… Ανθρώπινες ιστορίες εν ολίγοις εμπεριέχονται στο βιβλίο της Δέρβη και οι τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες διαγράφονται με πληρότητα κάθε φορά. Όμως η συγγραφέας δεν περιγράφει απλά. Συμπάσχει, χωρίς να το φωνάζει, και αυτό αναδύεται μέσα από την κάθε ιστορία.
Εκείνο, όμως, που πραγματικά εντυπωσιάζει είναι το ύφος της συγγραφέως και η μορφή που δίνει στο περιεχόμενο των αφηγήσεών της: Η Δέρβη έχει το εξαιρετικά σπάνιο προσόν να μπορεί να γράφει όπως μιλάει, όπως αναπνέει, θα έλεγα. Απλά, απέριττα, άμεσα. Νομίζει κανείς ότι «ακούει» την αφήγηση, όχι ότι την διαβάζει. Δεν ξέρω πόσες φορές γράφει τα κείμενά της, αλλά καταφέρνει να δίνει την εντύπωση ότι βγαίνουν με την πρώτη γραφή. Και ξέρουμε όλοι πόσο δύσκολο είναι αυτό, που αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο για ένα συγγραφέα. Η Δέρβη καταφέρνει και η τόσο κοπιαστική λογοτεχνική γραφή δίνει την εντύπωση στον αναγνώστη ότι βγαίνει αυθόρμητα, χωρίς δυσκολίες, χωρίς φτιαξίματα, χωρίς τίποτα το «δήθεν». Και αυτό είναι το μεγάλο προσόν της συγγραφέως. Αυτό, μαζί με τις ιστορίες της κάνουν τα βιβλία της να διαβάζονται απνευστί και να συγκινούν βαθιά.
INFO: Λουκία Δέρβη, Αλλού, στο πουθενά, Διηγήματα, Μελάνι, Αθήνα 2015.