επιμέλεια: Αλεξάνδρα Σαμοθράκη
Το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας απονεμήθηκε σε μια άγνωστη στη χώρα μας ποιήτρια (εννοώ μη μεταφρασμένη), την Louise Glück . Η 77χρονη ποιήτρια έλαβε την μεγίστη αυτή διάκριση για τη «χαρακτηριστική ποιητική φωνή της που με την αυστηρή ομορφιά της κάνει παγκόσμια την ατομική εμπειρία», σύμφωνα με την ανακοίνωση της σουηδικής Ακαδημίας που απονέμει το βραβείο. Η Louise Glück γεννήθηκε το 1943 στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε στο Λονγκ Άιλαντ, ενώ έκανε το ντεμπούτο της στη λογοτεχνία το 1968 με το «Firstborn» και γρήγορα χαρακτηρίστηκε ως μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια. Έχει εκδόσει μέχρι σήμερα 14 βιβλία ποίησης και δύο συλλογές δοκιμίων. Η παιδική ηλικία και η οικογενειακή ζωή, η στενή σχέση ανάμεσα στους γονείς και τους αδελφούς και τις αδελφές αποτελούν κεντρική θεματική στο έργο της. Σήμερα ζει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. H Louise Glück έχει κερδίσει πολλές διακρίσεις και βραβεία, αρκετό καιρό πριν λάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020.Το 1992 της απονεμήθηκε το Βραβείο Πούλιτζερ για τη συλλογή της «The Wild Iris», το 1999 το πολύ τιμητικό Βραβείο Μπόλλινγκεν του Πανεπιστημίου του Γέιλ για τη συλλογή της «Vita Nova». Το 2003 χρίσθηκε 12η «Poet Laureate» της Αμερικής.Επίσης, στις 19 Νοεμβρίου 2014 της απονεμήθηκε το αμερικανικό «Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Ποίησης» για τη συλλογή της «Faithful and Virtuous Night». To 2016 βραβεύτηκε για το σύνολο του έργου της από τον Μπάρακ Ομπάμα. Επειδή η Glück γράφει τόσο αποτελεσματικά για την απογοήτευση, την απόρριψη, την απώλεια και την απομόνωση, οι κριτικοί συχνά αναφέρονται στην ποίησή της ως «ζοφερή» ή «σκοτεινή». Στο Γέιλ ασχολείται κυρίως με τους νέους ποιητές, από τους οποίους εμπνεύστηκε για να γράψει το βιβλίο με τα δοκίμια της “Proofs and Theories”.Μεταφρασμένα ποιήματά της στα ελληνικά θα κυκλοφορήσουν προσεχώς από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Tις σκέψεις της σχετικά με το ποιητικό έργο της φανερώνει η Louise Glück σε μια παλιοτερη συνομιλία με την νεότερη ποιήτρια DanaLevin για το American Poet,της Ακαδημίας Αμερικανών Ποιητών.
Ερ: Θα ήθελα να ξεκινήσουμε ρωτώντας σας για το βιβλίο σας «Μια Ζωή στο Χωριό» (“A Village Life”) όπου ο χρόνος διαθέτει μια χωρική αίσθηση, λες και μιλάνε ταυτόχρονα όλες οι φωνές του βιβλίου και παράλληλα τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα, σε μια ταυτόχρονα συγκεκριμένη στιγμή.
Louise Glück: Υπάρχει κάτι πολύ περίεργο σε αυτά τα ποιήματα που δε μπορώ να το καθορίσω. Σίγουρα δεν πρόκειται για ηθελημένη ποιότητα, έχει όμως να κάνει με τον συγχρονισμό. Μου φαίνεται πως αυτό το βιβλίο έχει κάτι κοινό με το «Τοπίο» ένα ποιήμα στο Averno, όπου τα στάδια της ζωής αντιπροσωπεύονται από διαφορετικές ενότητες, όμως τα στοιχεία της διήγησης και ακόμη και η οπτική μετατοπίζεται από ενότητα σε ενότητα- και όμως αυτό που εκπροσωπείτε είναι ολόκληρη η ζωή. Μου πέρασε από το μυαλό πως το Μια Ζωή στο Χωριό χρησιμοποιεί αυτό το φρικτό αξίωμα πως, στο τέλος της ζωής σου, καθώς πεθαίνεις, όλη σου η ζωή περνάει μπροστά στα μάτια σου. Έτσι το νιώθω αυτό το βιβλίο: το όλον μιας ζωής, αλλά όχι διαδοχικά, όχι αφηγηματικά: ταυτόχρονα. Χωρίς συνεπαγομενο δράμα από την ιδέα του θανάτου. Είναι πέρα από το δράμα της απώλειας του κόσμου- είναι απλά μια μακρά εκπνοή.
ΕΡ: Τι σας δίδαξε το βιβλίο για την αισθητική;
LG: Νομίζω πως δεν θα ξέρω καν – μέχρι να δοκιμάσω να κάνω κάτι άλλο. Θυμάμαι να συζητάω με τον Richard Siken μετά το Αverno. Δεν έγραφα και είχα ξεκινήσει να αγχώνομαι. Περνώ περιόδους- μακρές περιόδους- που δεν γράφω. Και μερικές φορές το άγχος μου δεν εστιάζει εκεί. Δεν είμαι χωρίς άγχος, απλά το άγχος μου αφορά κάτι άλλο, και μετά, ξαφνικά, με απασχολεί η σιωπή μου και πανικοβάλλομαι. Είχα εισέλθει σε μια τέτοια περίοδο και ο Ρίτσαρντ είπε: « Το επόμενο βιβλίο σου πρέπει να είναι εντελώς διαφορετικό, κάπως σα να παίζεις με τη λάσπη.» Και έτσι ακριβώς ένιωθα, πως είχα κάνει όλα όσα θα μπορούσα να κάνω τότε με τα ποιήματα που λειτουργούν σε ένα κάθετο άξονα υπέρβασης και θλίψης. Και αυτό το νέο χειρόγραφο θα έπρεπε να είναι πιο πανοραμικό, κάπως, και πιο χαλαρό, με κάποιου είδους αν-όμορφης επιφάνειας. Έτσι μου δίδαξε πώς να γράφω μια αν-όμορφη επιφάνεια. Τι θρίαμβος. ( σαρδόνιο γέλιο)
Απλά ήθελα να μπορώ να γράψω ένα μεγαλύτερο ποιήμα, νομίζω ήταν ενδιαφέρον… Το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ να γράφω αυτά τα ποιήματα. Μου άρεσε να είμαι σε εκείνον τον κόσμο. Και πήγαινα εκεί σχεδόν χωρίς προσπάθεια. Για λίγο καιρό, βέβαια. Ξέρετε, τώρα δε μπορώ να πάω…
ΕΡ: Δε μπορείτε να γυρίσετε στο Brigadoon (σ.τ.μ μυθικό χωριό της Σκωτίας, κρυμμένο με μάγια / σημαίνει ειδυλλιακό, εξωπραγματικό)
LG: Όχι ποτέ! Δε μπορώ να επιστρέψω σε κανένα από αυτά τα μέρη. Ποτέ δεν ξαναδιαβάζω τα παλιά μου έργα οπότε δεν ξέρω καν τι γνώμη έχω για αυτά.
ΕΡ:Σε κάθε ένα από τα βιβλία σας παρουσιάζεται μια φωνή που εύκολα αναγνωρίζεται ως δική σας, όμως σε κάθε συλλογή εντοπίζονται μεταβολές στη φόρμα. Αποτέλεσαι αυτό συνειδητό στόχο;
LG: Νομίζω πως ο μόνος συνειδητός στόχος είναι η επιθυμία να εκπλαγώ. Ο βαθμός στον οποίο ακούγομαι όπως εγώ μου φαίνεται σαν ένα είδος κατάρας.
ΕΡ: (γελάει) Μου θυμίζει τον ηθοποιο Wallace Shawn που έλεγε: « Νομίζω πως υπάρχει κάτι βλακώδες στον εαυτό, ότι κάθε μέρα πρέπει να ξυπνήσεις και να είσαι το ίδιο άτομο.»
LG: Ναι! Αυτός είναι ο περιορισμός. Χαίρομαι αν μπορεί να εκληφθεί και ως αρετή.
ΕΡ: Παίρνετε τη διδασκαλία πολύ σοβαρά, και για πάνω από μια δεκαετία προωθείτε τη δουλειά αναδυόμενων συγγραφέων. Πώς επηρεάζει τη ζωή σας η διδασκαλία και το να είστε μέντορας;
Δεν σκέφτομαι ποτέ το κοινό μου. Απεχθάνομαι τη λέξη. Σκέφτομαι τον αναγνώστη. Πιστεύω πως τα ποιήματα μου λαχταρούν έναν αναγνώστη, και ολοκληρώνονται με ένα αναγνώστη. Και πρόκειται για έναν μόνο αναγνώστη, και αν αυτό το άτομο υπάρχει σε πολλαπλά αντίτυπα ή όχι δεν κάνει πνευματική διαφορά, αν και έχει πρακτικό αντίκτυπο.
LG: Α, πώς να ξεκινήσω. Υποθέτει κανείς πως πρόκειται για πράξη γενναιοδωρίας από μέρους μου: διδασκαλία και επιμέλεια. Δε μπορώ να επιχειρηματολογήσω αρκετά έντονα για το αντίθετο. Δε νομίζω πως κανείς κάνει οτιδήποτε που απαιτεί τόσο πολύ χρόνο, εκτός από την Καθολική εκκλησία, χωρίς το κίνητρο του έντονου ατομικού ενδιαφέροντος. Αυτό που κάνω με τους νέους συγγραφείς το κάνω επειδή αποτελεί καύσιμο για εμένα. Μερικές φορές λέω στους διαγωνιζόμενους πως είμαι ο Δράκουλας- πως πίνω το αίμα τους,
Πιστεύω ένθερμα, πως ο βαθμός στον οποίον έχω, εάν έχω, μείνει ζωντανή ως συγγραφέας και έχω εξελιχθεί ως συγγραφέας οφείλει πολλά στην ένταση με την οποίο βυθίζομαι στη δουλειά, πολλές φόρες την εξαιρετικά διαφορετική δουλειά, των νεωτέρων μου, που βγάζουν ήχους που δεν έχω ακούσει ποτέ. Και αυτό πρέπει να το γνωρίσω.
Σχεδόν ο κάθένας από τους νεαρούς συγγραφείς που υποστηρίζω ένθερμα κάτι μου έχουν μάθει. Από εσένα, έχω μάθει ένα τρόπο να συνεχίζω ένα ποιήμα. Μεγάλοι στίχοι. Δεν είναι ότι έγραψα ποτέ κάτι που ακούγεται σαν εσένα, σίγουρα προσπάθησα όμως. Όταν άρχισα να διαβάζω το έργο του Peter Streckfus μαγεύτηκα και έπιασα τον εαυτό μου να γράφει ένα ποίημα που νόμιζα πως το είχα κλέψει από εκείνον. Θορυβήθηκα τότε και πολύ προσεκτικά διάβασα τη συλλογή του που μόλις είχε βραβευτεί με το Yale Νέων Ποιητών (2003), καθώς και το χειρόγραφο, και δε μπορούσα να βρω ανάμεσα στα έργα του το δικό μου, αλλά τον πήρα τηλέφωνο για να του ζητήσω συγνώμη.
ΕΡ: Και πώς το πήρε;
LG: Εγώ θεωρούσα πως είχα διαπράξει κλοπή, εκείνος όμως είχε διαφορετική αντιμετώπιση. Είπε: «Αχ νομίζω πως αυτό είναι απλά υπέροχο. Αυτό κάνουν οι συγγραφείς. Συνδιαλεγόμαστε.» Και είπα: « Peter, δεν καταλαβαίνεις- έκλεψα!» Αλλά, ξέρετε, κυριολεκτικά δεν είχα κλέψει. Οι λέξεις ήταν δικές μου. Ήξερα όμως από που είχε έρθει η παρόρμηση, τα ερεθίσματα. Και μετά είχα προσπαθήσει να κάνω πράγματα που δεν είχα δει για να τα νιώσω δικά μου.
ΕΡ: Ελπίζατε ποτέ ή φανταζόσασταν το τόσο μεγάλο αναγνωστικό κοινό που έχετε και την τωρινή αναγνώριση που απολαμβάνει το έργο σας; Τι νιώθετε όταν κάνετε μια απογραφή της δημόσιας σας καριέρας;
LG: Δεν έχω αντιληφθεί κανένα μεγάλο αναγνωστικό κοινό ή αναγνώριση.
ΕΡ: Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως υπάρχει.
LG: Όταν πάω σε κάποια παρουσίαση συνηθίζω να βλέπω τα άδεια καθίσματα. Βλέπω μόνον τα άδεια καθίσματα. Ίσως επειδή με μεγάλωσε μια μητέρα που έλεγε: «Γιατί πήρες 98; Γιατί δεν σου έβαλαν 100;»
ΕΡ: Και εγώ αυτή τη μητέρα είχα.
LG: Ναι το ξέρω. Βλέπεις λοιπόν τα άδεια καθίσματα, και ανθρώπους να φεύγουν ενώ διαβάζεις και σκέφτεσαι:όσοι φεύγουν απλά είναι οι ειλικρινέστεροι ακροατές όλης της αίθουσας. Πως όλοι θέλουν να φύγουν, αλλά μόνο οι τολμηροί το κάνουν. Έτσι είναι. Οσο για την καταξίωση; Έχω λάβει πολλές φρικτές, απαξιωτικές κριτικές ή αυτές που σε καταδικάζουν με ψεύδο-εγκώμιο: «Καλά, αν σας αρέσουν τέτοια είδους πράγματα, έχει μπόλικα.»
Δεν έχω νιώσει καταξίωση. Όταν μου λένε πως έχω μεγάλο κοινό, σκέφτομαι: « Ωχ, τέλεια, θα καταντήσω σαν τον Longfellow: κάποιος που εύκολα γίνεται κατανοητός, αρεστός, το είδος της νερουλής εμπερίας που είναι διαθέσιμη για τους πολλούς. Και δεν θέλω να γίνω ο Longfellow. Λυπάμαι, Henry, αλλά δε θέλω. Η καταξίωση αποτελεί ψεγάδι στη δουλειά.
ΕΡ: Σα να λέμε δηλαδή: αν τους έκοβε δεν θα σε διάβαζαν καθόλου;
LG: Όταν τους κόψει, δεν θα με διαβάζουν καθόλου.
ΕΡ: Λοιπόν έχω ένα φοιτητή τώρα που προτείνει να υπάρχει ένα αντίτιμο εισόδου για να μπεις σε κάθε ποίημα. Μου είπε «Το εισιτήριο για ένα ποίημα της Louise Glück είναι ένα δολλάριο, αφού όμως μπεις μέσα, βρίσκεσαι σε μπερδεμένη περιοχή. Και είναι αλήθεια: τα ποιήματα σας δεν παρουσιάζουν δυσκολία εισόδου, γρήγορα όμως αποδεικνύονται περίπλοκα και ψυχολογικά αλλά και στην ποιητική φόρμα, καθώς και στο πως δουλεύουν μαζί για να δημιουργήσουν ένα μεγαλύτερο σύνολο. Ο φοιτητής μου ξεκίνησε να διαβάσει τα Απαντά σας άλλα δε μπορεί να σταματήσει να διαβάζει το Ararat. Έχει χαθεί εκεί μέσα, αν και κατέβαλε μόνο ένα δολάριο για να μπει. Θα πρέπει να πάω να τον διασώσω για να συνεχίσει.
LG: Ωραίο θα ήταν να ήταν αλήθεα αυτό-Ελπίζω να είναι αλήθεια.
ΕΡ: Τελευταία ερώτηση. Ζούμε σε ανευ προηγουμένου καιρούς και ξέρω πως εγώ η ίδια, συχνά παλεύω με αυτό: τι σημαίνει να είσαι προσωπικά και ψυχοαναλυτικά προσανατολισμένη στη σελίδα τη στιγμή που συμβαίνουν τόσα πολλά στον πολιτισμό μας, κοινωνικο-πολιτικά και περιβαλλοντικά; Πολλοί φοιτητές μου προβληματίζονται για το πώς η προσωπιική εμπειρία εντάσσεται στο δημόσιο και αντιστρόφως. Για το πόσο έγκαιρο είναι κάτι και ποιες είναι οι πολιτιστικές του προεκτάσεις. Σας απασχολεί και εσάς;
LG: Δεν πιστεύω πως απαραιτήτως απαντάς αυτές τις ερωτήσεις παλεύοντας συνειδητά μαζί τους. Πιστεύω πως σε βαραίνουν, και οι λύσεις σε κάποιο βαθμό εμφανίζονται υποσυνείδητα. Λειτουργούν αυτές οι μερικές λύσεις στη δουλειά σου. Δε σκέφτομαι ποτέ το κοινό μου. Απεχθάνομαι τη λέξη. Σκέφτομαι τον αναγνώστη. Πιστεύω πως τα ποιήματα μου λαχταρούν έναν αναγνώστη, και ολοκληρώνονται με ένα αναγνώστη. Και πρόκειται για έναν μόνο αναγνώστη, και αν αυτό το άτομο υπάρχει σε πολλαπλά αντίτυπα ή όχι δεν κάνει πνευματική διαφορά, αν και έχει πρακτικό αντίκτυπο. Αυτό που έχει σημασία για εμένα είναι η επιδεξιότητα και το βάθος αντίδρασης του και αν αυτά θα αποδειχθούν ανθεκτικά. Η ιδέα επέκτασης του αναγνωστικού κοινού της ποιήσης μου φαίνεται γελοία.
Νομίζω πως η ποιήση είναι μια επικοινωνία μεταξύ ενός στόματος και ενός αυτιού- όχι ενός πραγματικού στόματος και ενός πραγματικού αυτιού, αλλά ενός μυαλού που στέλνει ένα μήνυμα και ενός μυαλού που το λαμβάνει. Για εμένα, η ακουστική εμπειρία ενός ποιήματος μεταδίδεται οπτικά. Ακούω με τα μάτια μου και δε μου αρέσει ούτε να διαβάζω δυνατά ούτε (με σπάνιες εξαιρέσεις) να μου διαβάζουν. Όταν απαγγέλεται το ποίημα γίνεται ένα πολύ απλό, διαδοχικό σχήμα: ο ιστός γίνεται ένας μονόδρομος. Σε κάθε περίπτωση, η γνώση, ή η ελπίδα πως ο αναγνώστης υπάρχει αποτελεί τεράστια παρηγοριά.
Τρία ποιήματα της Louise Glück μεταφρασμένα από τον συνεργάτη μας στο Μανχάταν Χρήστο Τσιάμη.Πρώτη δημοσίευση περιοδικό «λέξη», τ.68 Οκτώβρης 1987
Σκυθρωπή ομοιότητα
Γεννήθηκα το μήνα του ταύρου
το μήνα της βαρύτητας,
του κεφαλιού κατεβασμένου για την καταστροφή,
της σκόπιμης τύφλωσης. Ξέρω λοιπόν πως,
πέρα από τη μπαλωματιά το σκιερό χορτάρι, ο πεισματάρης
που δεν σηκώνει τα μάτια να κοιτάξει, ακόμα
διαισθάνεται τον κόσμο που έχει αρνηθεί. Πρόκειται
για ένα στάδιο, ένα πηγάδι σκόνη. Κι εσύ που τον κοιτάζεις
με μάτια χαμηλωμένα στην όψη του θανάτου, τι ξέρεις
από αφοσίωση; Αν ο ταύρος ζει
μια συγκροτημένη πράξη εκδίκησης, να σ’ ευχαριστεί
που στον ουρανό, όπως κι εσύ, κινείται πάντα,
όχι με τη θέλησή του αλλά, μέσα στο μαύρο χορτάρι,
σαν πετραδάκι που κόλλησε στη ρόδα
—–σαν φορτίο που αστράφτει
Το τέλος του κόσμου
Δύσκολο να το περιγράψεις, έτσι όπως έρχεται
στον καθένα σε χρόνο διαφορετικό.
Μοναδικό, αποτρόπαιο – και στον ουρανό μια υπερφυσική
λαμπρότητα αντικαθιστά τον ήλιο της ανθρωπιάς.
Έτσι οι ευλογημένοι γονατίζουν, οι τυχεροί που δεν
—–περιμένουν τίποτα,
ενώ εκείνοι που αγάπησαν τον κόσμο
με το μαρτύριο επιστρέφονται
σ’ αυτό που προηγείται του δεσμού, δηλαδή
το μίσος για τον πόνο. Τώρα οι πικραμένοι ασπάζονται
τη μοναξιά: παρατηρούν το χειμωνιάτικο ήλιο
να χαμηλώνει πάνω απ’ την έρημη γη χλευαστικά
χωρίς να ζωογονεί τίποτα – σ’ αυτό το φως
ο θεός πλησιάζει τον ετοιμοθάνατο.
Όχι ο αληθινός θεός, φυσικά. Δεν υπάρχει θεός
που θα σώσει έναν άνθρωπο.
Ο θρίαμβος του Αχιλλέα
Στην ιστορία του Πατρόκλου
κανένας δε γλιτώνει, ούτε κι ο Αχιλλέας
που ήταν σχεδόν θεός.
Του έμοιαζε ο Πάτροκλος,
φορούσαν την ίδια πανοπλία.
Πάντα σ’ αυτές τις φιλίες
ο ένας είν’ υποτελής, έρχεται δεύτερος:
η ιεραρχία
είναι πάντα φανερή, μόλο που δε μπορεί κανείς
να δώσει πίστη στους θρύλους —
πηγή τους είναι αυτός που επιζεί,
αυτός που τον έχουν εγκαταλείψει.
Τί ήταν η φωτιά στα πλοία των Ελλήνων
μπροστά σε τούτη την απώλεια;
Στη σκηνή του ο Αχιλλέας
πενθούσε ολόψυχα
και οι θεοί είδαν
πως ήταν άνθρωπος κιόλας νεκρός, θύμα
του μέρους εκείνου που αγαπούσε,
του μέρους του που ήταν θνητό.