Louise Glück: αρσενικό/θηλυκό (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

0
1098

 

της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη

 

«Πόσο βαθιά πηγαίνει αυτή η ψυχή,/ σαν παιδί σ’ εμπορικό κατάστημα, / που ψάχνει την μητέρα του – », γράφει η Αμερικανίδα Λουίζ Γκλικ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2020) στο ποίημα «Πιστή και ενάρετη νύχτα».

Το εκτενές αυτό ποίημα είναι ο πυρήνας της ομώνυμης ποιητικής συλλογής και αποτελεί  το πρώτο βιβλίο της ποιήτριας στα ελληνικά, που μόλις κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδ. Στερέωμα σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού και Δήμητρας Κωτούλα.

Το παιδί του ποιήματος που παραθέτω εδώ  θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε αγόρι ή κορίτσι. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας ή η κάθε μία από εμάς. Ωστόσο, η Γκλικ , 78 χρονών σήμερα, στο βιβλίο αυτό επινοεί δύο συγκεκριμένες περσόνες. Μία γυναίκα ποιήτρια κι έναν μεγαλύτερης ηλικίας ζωγράφο που ζει στην Βρετανία.

Το αφηγηματικό αυτό εύρημα είναι σύμφωνο και με προηγούμενες συγγραφικές  επιλογές της Γκλικ, όπως για παράδειγμα στη βραβευμένη με Πούλιτζερ ποιητική της συλλογή “Wild Iris” (1992), όπου ο λόγος δίνεται σε ένα λουλούδι, σε μία ίριδα. Το τί έχει να μας πει μία ίριδα συνοψίζεται  από την Γκλικ σε δύο στίχους της. Μεταφράζω:  «Σου λέω θα μπορούσα να μιλήσω και πάλι: οτιδήποτε / επιστρέφει από τη λήθη επιστρέφει / για να βρει μια φωνή».

Η αναζήτηση της φωνής, της ταυτότητας, του περιγράμματος των χαρακτήρων είναι παρούσα και στο «Πιστή και Ενάρετη νύχτα» (National Book Award, 2014). Το βιβλίο αυτό παρόλο που έρχεται να αντιμετωπίσει τις πιο πικρές ανθρώπινες καταστάσεις, όπως τη σιωπή, το ορφάνεμα, την απώλεια και το βαθιά ριζωμένο στη μνήμη πένθος, υποδέχεται τους αναγνώστες του κρατώντας τους από το χέρι, σε μία ονειρική και συχνά ομιχλώδη ατμόσφαιρα, όπου το ακουστικό, ηχομιμητικό παιχνίδι δύο ομόηχων στα αγγλικά λέξεων (knight/night – ιππότης/νύχτα) τους υποβάλει σε ένα ταξίδι στο χρόνο, πίσω στην παιδική ηλικία.

Στην πενηντάχρονη σταδιοδρομία της ποιήτριας, η οποία περιλαμβάνει και δοκιμιακό αποτύπωμα, σχεδόν όλες τις κορυφαίες διακρίσεις και θέσεις διδασκαλίας σε επιφανή πανεπιστήμια, η  Γκλικ διεκδικεί σταθερά  με την γραφή της την ανόθευτη έκφραση του καθολικού συναισθήματος στα μικρά και μεγάλα γεγονότα του ιδιωτικού βίου.

Τα προσωπικά της βιώματα αναλύονται και φιλτράρονται με σκοπό να αποτελέσουν όχι μία νέα μαρτυρία, όχι ακόμη μία εξομολογητική φωνή στην Αμερικανική ποίηση, αλλά ένα καθαρό απόσταγμα στα χείλη όλων.

Όταν, λοιπόν, μας παρουσιάζει ως ομιλητή  έναν άνδρα ζωγράφο που έχει χάσει τον αδερφό του, όπως έχει και η ίδια χάσει μια αδερφή, η Γκλικ ακολουθεί αυτήν  την τεχνική της ποιητικής μετάθεσης. Τί είναι, όμως, αυτό που την ξεχωρίζει από τους δεκάδες αξιόλογους ποιητές που επινοούν  περσόνες;  Οι περσόνες της Γκλικ δεν είναι σε καμία περίπτωση αντηχεία, είναι ο βασικός πομπός.

Το μήνυμα που εκπέμπει αυτή η συλλογή, με την επιλογή και μιας ανδρικής φωνής, επιβεβαιώνει πως οι δεξιοτέχνες συγγραφείς μπορούν να κινηθούν  έξω από τα στεγανά του φύλου με τρόπο ουσιαστικό. Ειδικά σ’ ένα βιβλίο όπως αυτό που αναμετράται με την πιο οικουμενική εμπειρία: το λιγοστό του χρόνου μας, τo σύντομο πέρασμα μας σ’ αυτόν τον κόσμο.

Ποιήματα αιφνίδια όπως το κλείστρο μιας ξαφνικής ανάμνησης. Σκόρπιες στιγμές σε μελετημένο στακάτο συντακτικό, ακόμη και ποιητική πρόζα, που αποτυπώνουν ένα παγιωμένο τώρα. Δίχως πρόσβαση στο πριν και το μετά. Θα ήταν άλλωστε περιττό. Όλα τα συμβάντα είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και κατά τον γνωστό τρόπο της Γκλικ σκληρά, οδυνηρά, πειθαρχημένα και χωρίς μελοδράματα.

Στο ποίημα «Άλογο και Αναβάτης» διαβάζουμε, «Το να σ’ εγκαταλείψω, όμως, είπε εκείνος, θα σήμαινε ν’ αφήσω πίσω ένα κομμάτι του εαυτού μου, και πώς να κάνω κάτι τέτοιο αφού δεν ξέρω ποιο κομμάτι είσαι εσύ;»

Η πολυπλοκότητα και ο κατακερματισμός του εαυτού δείχνουν να απασχολούν την ποιήτρια, που έχει παραδεχθεί ψυχαναλυτικές επιρροές στο έργο της, που ίσως εν μέρει να εξηγούν και τις δύο φωνές του βιβλίου. Ο ζωγράφος θα μπορούσε να είναι μια αρσενική εκδοχή της κόρης από μία προηγούμενη συλλογή της Γκλικ, το αυτοβιογραφικό “Ararat” (1990), γραμμένο μετά το θάνατο του πατέρα της.

Ή γιατί όχι, η προσωποποίηση της δοκιμιακής της σκέψης. Κι εξηγούμαι. Στο δοκίμιο «Διάσπαση, δισταγμός, σιωπή», που υπάρχει στα ελληνικά σε μετάφραση του  Γιώργου Λαμπράκου στο τεύχος 5 του περιοδικού «Ποιητική» , η Γκλικ κάνει μία αναφορά στον μεγαλύτερο προσωπογράφο του 16ου αιώνα και λέει: «Πριν από μερικά χρόνια είδα μία έκθεση με σχέδια του Χολμπάιν (Hans Holbein)∙ εντυπωσιακότερα ήταν όσα βρίσκονταν εν προόδω […]Τα ανολοκλήρωτα τούτα σχέδια μας έκαναν να φανταζόμαστε τον Χολμπάιν εν ώρα εργασίας , ενόσω σχεδίαζε μοντέλα ∙ όταν τα βλέπει κανείς, έχει την αίσθηση ότι επιστρέφει σε μία πρότερη χρονική στιγμή, πίσω στη μέση ενός πράγματος».

Η εσωτερική διαδρομή ενός συγγραφέα είναι πάντα κάτι γοητευτικό. Το σταμάτημα στα μισά, επίσης. Στα περισσότερα ποιήματα αυτού του βιβλίου ο ζωγράφος της Γκλικ κυρίως σκιαγραφεί. Τα περιγράμματα τα γεμίζει η φωνή της ποιήτριας και φυσικά, οι αναγνώστες.

 

Μεταφέρω εδώ μερικά χαρακτηριστικά, νομίζω, θραύσματα ύφους:

«Σήκωσε το ποτήρι του και το αναποδογύρισε.

Αυτή είναι η αγνότητά σου, είπε,

αυτή είναι η τελειομανία σου –

Το ποτήρι ήταν άδειο∙ δεν άφησε κανέναν λεκέ στο

τραπεζομάντηλο»

 

͌

«Πατάς πάνω στον πατέρα σου, είπε η μητέρα μου,

και πράγματι στεκόμουν ακριβώς στο κέντρο

σ’ ένα κομμάτι γρασίδι, φροντισμένο με τόση επιμέλεια

που θα μπορούσε να είναι ο τάφος του πατέρα μου, αν και

δεν υπήρχε επιτύμβια πλάκα να το βεβαιώνει»

 

και

«Η μητέρα πέθανε χθες το βράδυ,

η μητέρα που ποτέ δεν πεθαίνει»

 

ή το

 

«Αλλαγές στην επιφάνεια, αυτό όμως, δεν είναι στ’ αλήθεια το μόνο που βλέπουμε;»

 

και τέλος,

 

«Είναι οι κριτικοί, είπε,

οι κριτικοί έχουν τις ιδέες. Εμείς οι καλλιτέχνες

(συμπεριέλαβε κι εμένα) – εμείς οι καλλιτέχνες

είμαστε απλώς παιδιά απασχολημένα με τα παιχνίδια μας»

 

Ομολογώ πως το εύρημα της Γκλικ, το παιχνίδι των δύο φωνών, μου θύμισε την περίπτωση Gluck (γενν, Hannah Gluckstein, 1895 –1978), για να δοκιμάσω κι εγώ να εμπλέξω δημιουργικά δύο ομόηχα. Την αντισυμβατική βρετανίδα ζωγράφο  που γεννήθηκε γυναίκα στα τέλη του 19ου αιώνα και στη συνέχεια, μετά την ενηλικίωση της, αρνήθηκε να αναγνωριστεί αποκλειστικά είτε ως γυναίκα  είτε ως  άντρας, εξηγώντας με την στάση της πως το φύλο είναι μία κατασκευή.

Ο ζωγράφος και η ποιήτρια της Γκλικ, πάντως, ίσως και να συναντιούνται στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου, δίνοντας μας και ένα μάλλον αιχμηρό σχόλιο για τον άνδρα -δημιουργό.

Ζευγάρι στο Πάρκο

«Ένας άντρας βαδίζει μόνος στο πάρκο και πλάι του βαδίζει μία γυναίκα, μόνη κι αυτή. Πως το γνωρίζουμε; Είναι σαν να υπάρχει μία γραμμή ανάμεσά τους, σαν γραμμή σε αγωνιστικό χώρο. Κι όμως, σε μία φωτογραφία θα έμοιαζαν με παντρεμένο ζευγάρι, καταπονημένοι ο ένας από τον άλλον και από τους πολλούς χειμώνες που έχουν αντέξει μαζί. Σε άλλη περίσταση, πιθανόν να ήταν δύο άγνωστοι που έμελλε να συναντηθούν τυχαία. Της πέφτει το βιβλίο∙ σκύβοντας να το σηκώσει, αγγίζει κατά λάθος το χέρι του και η καρδιά της ανοίγει διάπλατα σαν παιδικό μουσικό κουτί. Και από το κουτί ξεπηδά μια μικρή ξύλινη μπαλαρίνα. Εγώ το δημιούργησα αυτό, σκέφτεται ο άντρας∙ αν και μπορεί να περιστρέφεται  μόνο γύρω από τον άξονά της, εξακολουθεί να είναι ένα είδος χορεύτριας, όχι απλώς ένα κομμάτι ξύλο. Αυτό πρέπει να εξηγεί και την αινιγματική μουσική που έρχεται από τα δέντρα»

Όχι απλώς ένα κομμάτι ξύλο, λοιπόν. Αλλά «αναμφισβήτητη ποιητική  φωνή που με λιτή ομορφιά καθιστά την ατομική ύπαρξη καθολική». Αυτό ήταν και το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για τη βράβευση της Γκλικ.

Το φθινόπωρο του 2021, επτά χρόνια μετά την έκδοση της «Πιστής και ενάρετης νύχτας» πρόκειται να κυκλοφορήσει η νέα της ποιητική  συλλογή ,η δέκατη τρίτη, με τον τίτλο “Winter Recipes from the Collective”. Στην Ελλάδα, όπως έχει γίνει γνωστό, θα μεταφραστεί και δεύτερο βιβλίο της, η «Άγρια Ίριδα», για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, πάλι από τις εκδ. Στερέωμα.

Προσωπικά, θα ήθελα να δω κι άλλα βιβλία της στα ελληνικά. Δοκίμιο, ποίηση και ειδικά τις συλλογές της εκείνες που μεταπλάθουν τον Όμηρο και την αρχαία ελληνική μυθολογία, όπως  το “Averno” (2006) για την κάθοδο της Περσεφόνης στον Άδη και το εξαιρετικού αναλυτικού βάθους “Meadowlands” (1996).

Κλείνω με τους δύο πιο αγαπημένους μου στίχους από το έργο της Γκλικ. «Πώς θα ξέρω ότι μ’ αγαπάς/ αν δεν σε δω να πενθείς για μένα;», έγραφε η ποιήτρια στο “Meadowlands”. Ένα βιβλίο για το γάμο και τη συζυγική συνθήκη με πρωταγωνιστές την Πηνελόπη και τον Οδυσσέα. Αναρωτιέμαι, τελικά, την ποίηση της Γκλικ την καθορίζει ο αναπόφευκτος ερχομός του θανάτου ή μία αδικαιολόγητη απουσία ∙ η μη έλευση της αγάπης;

 


 

 

Louise Gluck, Πιστή και ενάρετη νύχτα, μτφρ. Χ.Βλαβιανός- Δ. Κωτούλα,  Στερέωμα

 

Προηγούμενο άρθροΒομβαρδισμένα τοπία: η καθημερινή πρακτική την περίοδο της δυστοπίας. Αλεξάνδρα Δεληγιώργη και George Orwell (του Μάνου Κουμή)
Επόμενο άρθροἈπό τὴν ἐνηλικίωση τοῦ θανάτου στὴν ὠδή στὴ νεκρὴ φύση (τῆς Ἔφης Κατσουροῦ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ